Μπορούν να τεθούν κανόνες και περιορισμοί στο περιεχόμενο που «κυκλοφορεί» στο Διαδίκτυο; Πρέπει να τεθούν; Και αν ναι, πώς και μέχρι ποιου σημείου; Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν τεθεί εδώ και πολύ καιρό, διχάζοντας χρήστες, ειδικούς και Αρχές. Και ενώ πειστική απάντηση δεν έχει δοθεί, έρχονται για μια ακόμη φορά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας με αφορμή δύο υποθέσεις που έχουν έρθει ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών και, σύμφωνα με αρκετούς, μπορούν να αποτελέσουν σημείο καμπής για το Ιντερνετ – σε βαθμό που, σύμφωνα με την Google, θα μπορούσε «να το μετατρέψει σε δυστοπία, στο πλαίσιο της οποίας κάθε πάροχος θα βρισκόταν υπό νομική πίεση με σκοπό να λογοκρίνουν κάθε είδους περιεχόμενο».
Η παρέμβαση της Google δεν είναι τυχαία, καθώς η μια υπόθεση, που εξετάστηκε χθες, αφορά προσφυγή σε βάρος της, ως «μητρικής» της YouTube – ενώ η δεύτερη έχει υποβληθεί εκ μέρους της Twitter, η οποία ζητεί την ακύρωση καταδικαστικής απόφασης τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στο εφετείο. Στο επίκεντρο δε και των δύο βρίσκεται η παράγραφος 230 του Νόμου για την Ευπρέπεια των Επικοινωνιών (Communications Decency Act), που ψηφίστηκε το 1996 και προσφέρει ουσιαστικά ασυλία στους παρόχους σε περιπτώσεις διακίνησης «επιβλαβούς περιεχομένου».
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι αμφότερες οι υποθέσεις σχετίζονται με δύο από τα πιο πολύνεκρα τρομοκρατικά χτυπήματα που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά πρόσφατα με δράστη το Ισλαμικό Κράτος: Αφενός, την επίθεση στην καρδιά του Παρισιού τον Νοέμβριο του 2015, με στόχο το θέατρο Μπατακλάν και παρακείμενα εστιατόρια και καφέ, στην οποία έχασαν τη ζωή τους 130 άνθρωποι. Αφετέρου, εκείνη που σημειώθηκε την Πρωτοχρονιά του 2017 σε νυχτερινό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, με 39 νεκρούς.
Στο Παρίσι
Στην πρώτη, συγκεκριμένα, ενάγοντες είναι οι γονείς της Νοέμι Γκονζάλες, μιας 23χρονης Αμερικανίδας που σπούδαζε στη γαλλική πρωτεύουσα το 2015 και ήταν ανάμεσα στους νεκρούς της τρομοκρατικής επίθεσης. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους – που δεν έχει γίνει δεκτό στα κατώτερα δικαστήρια – η YouTube δεν περιορίζεται σε παθητικό ρόλο, απλώς διευκολύνοντας τους χρήστες να βρουν ό,τι αναζητούν, αλλά με τους αλγορίθμους της προτείνει περιεχόμενο με βάση το ιστορικό των αναζητήσεων – κάτι που, στην περίπτωση της τρομοκρατίας, βοήθησε το Ισλαμικό Κράτος να στρατολογήσει μέλη και, τελικά, να οργανώσει και να εκτελέσει το χτύπημα στο Παρίσι.
Στην Κωνσταντινούπολη
Οσο για τη δεύτερη υπόθεση, η οποία εξετάζεται σήμερα, προέκυψε από την προσφυγή της οικογένειας ενός από τα θύματα της επίθεσης στην Κωνσταντινούπολη, του Ιορδανού Ναουράς Αλασάφ, που κατηγόρησε Twitter, Facebook και Google ότι δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν και να αφαιρέσουν από τις πλατφόρμες τους αναρτήσεις που είχαν σχέση με την τρομοκρατία, ενθαρρύνοντας έτσι τους δράστες και διευκολύνοντας την επικοινωνία τους. Μετά τις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες καταδικαστικές αποφάσεις, που θεώρησαν ότι οι εταιρείες δεν δικαιούνται προστασίας με βάση την παράγραφο 230, η Twitter προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, θέτοντας το ερώτημα εάν πάροχοι και κοινωνικά δίκτυα μπορούν να μηνυθούν για υποτιθέμενη συνεργεία σε τρομοκρατικές πράξεις, φιλοξενώντας περιεχόμενο που προέρχεται από χρήστες οι οποίοι εκφράζονται θετικά ή υποστηρικτικά απέναντι στις πράξεις βίας.
Η ελευθερία του λόγου
Χθες και σήμερα, λοιπόν, οι δικηγόροι των ομίλων προσπαθούν να πείσουν τους δικαστές ότι εάν δεν δικαιωθούν, η συνέπεια θα είναι ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου στο Διαδίκτυο και, τελικά, η συρρίκνωση των δυνατοτήτων που παρέχει. Πρόκειται για επιχείρημα που έχει ακουστεί πολλάκις, ακόμη και μετά το μπλοκάρισμα των λογαριασμών του τέως προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Με τη θέση αυτή, ωστόσο, δεν φαίνεται να συμφωνούν πολλοί. Ανάμεσά τους και ο Τζο Μπάιντεν ο οποίος με άρθρο του στη «Wall Street Journal» τον περασμένο μήνα είχε καλέσει Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς να «ενωθούν απέναντι στις παραβάσεις των Big Tech», τασσόμενος παράλληλα υπέρ της αναθεώρησης της παραγράφου 230.