Δεν ήταν ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν συζητιόταν από καιρό. Ήταν ότι ενδόμυχα οι περισσότεροι ελπίζαμε ότι έστω και την τελευταία στιγμή τα πράγματα δεν θα οδηγούνταν εκεί. Ότι αυτό που ολοένα και περισσότερο φαινόταν να διαμορφώνεται ως ενδεχόμενο, από τη στιγμή που φάνηκε ότι τελειώνει το μάλλον σύντομο «μεταψυχροπολεμικό διάλειμμα», δηλαδή μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση που θα έφερνε σε αντιπαράθεση επί της ουσίας τη Δύση και τη Ρωσία, τελικά δεν θα γινόταν πράξη.
Όμως, τελικά έγινε πράξη. Και όχι σε κάποιο συνοριακό επεισόδιο, ή σε μια συγκυριακή ένταση ή έστω ανάφλεξη, αλλά σε έναν πόλεμο που θυμίζει αυτούς του 20ου αιώνα, έναν πόλεμο φθοράς με χιλιάδες βλήματα πυροβολικού κάθε μέρα, με χιλιάδες νεκρούς ενστόλους και αμάχους, με στρατιωτικές διοικήσεις που σε διάφορες στιγμές αντιμετώπισαν το δυναμικό τους ως «κρέας για τα κανόνια», με συχνή άρση της διάκρισης ανάμεσα σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους και πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο να κλιμακωθεί, τόσο ως προς τη συμμετοχή και άλλων δυνάμεων, όσο και ως προς τον κίνδυνο διάβασης του κατωφλιού που αποφύγαμε στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο, δηλαδή τη χρήση πυρηνικών όπλων, έστω και «περιορισμένου θεάτρου».
Πώς φτάσαμε στον πόλεμο;
Για έναν τόσο καταστροφικό πόλεμο ποτέ οι ευθύνες δεν είναι μονομερείς. Αντίθετα, και εδώ έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με μια συμπύκνωση αντιφάσεων που ήταν ενεργές για καιρό.
Ουκρανία: Υπονόμευσε η Δύση ευκαιρίες για ειρήνη;
-Τους όρους που έγινε η «μετακομμουνιστική μετάβαση» και η αποδοχή ότι τα εσωτερικά σύνορα της ομόσπονδης ΕΣΣΔ, αποτελούσαν αυτόματα τα σύνορα ανάμεσα σε εθνικά κράτη. Αυτό εκ των πραγμάτων άφηνε ανοιχτά ερωτήματα που αφορούσαν την πραγματική εθνική συγκρότηση και την αποδοχή ή όχι των κυρίαρχων εθνικών αφηγημάτων. Στην περίπτωση της Ουκρανίας αυτό σήμαινε ένα κομμάτι του πληθυσμού και περιοχές με αναφορά περισσότερο στη Ρωσία παρά στην ιστορική διαμόρφωση του ουκρανικού εθνικισμού.
-Τον μετασχηματισμό της Ρωσίας στην περίοδο Πούτιν, όπου η προσπάθεια για ανάκτηση της κοινωνικής συνοχής και μια αίσθηση ότι υπάρχει ένα «ισχυρό κράτος», ύστερα από την καταστροφική εποχή Γιέλτσιν, που βιώθηκε ταυτόχρονα ως κοινωνική εξαθλίωση και εθνική ταπείνωση συνάμα, οδήγησε σε έναν αυταρχικό πατερναλιστικό συντηρητισμό που στηριζόταν και σε ένα εθνικό αφήγημα «ρωσικού χώρου» που υποτιμούσε ακριβώς αυτό που αναγνώρισαν οι Μπολσεβίκοι, δηλαδή τον πολυεθνικό χαρακτήρα της παλιάς τσαρικής αυτοκρατορίας.
-Την εσωτερική αντιφατικότητα της ίδιας της Ουκρανίας, μιας χώρας που αποτυπωνόταν όχι μόνον σε όλα τα προβλήματα του «μετακομμουνιστικού κόσμου», από την ενδημική διαφθορά έως το ρόλο διαφόρων ολιγαρχών, αντιφατικότητα που φόρτιζε και την ταλάντευση ως προς το διεθνή προσανατολισμό.
-Την ακύρωση όλων των σχεδίων για μια νέα συνεννόηση και μια νέα αρχιτεκτονική συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη, που σταδιακά υποκαταστάθηκε από τη επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και δη με στόχευση προς τα ανατολικά, αφήνοντας ανοιχτό το περιθώριο για μια νέα διαίρεση.
-Την μετατόπιση, σχετικά γρήγορα των ΗΠΑ, σε μια θέση ότι αυτό που κρίνεται είναι η διατήρηση της ηγεμονικής τους θέσης, που συνεπαγόταν και μια λογική προληπτικής αναμέτρησης με όποιον μπορεί να αποτελέσει δυνητική απειλή.
-Την υιοθέτηση από τη «Συλλογική Δύση», ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, μιας γραμμής που αντιμετώπιζε τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα (αλλά και μια δυνητική «ευρασιατική» σύγκλιση ανάμεσά τους), ως απειλή και κίνδυνο, θέτοντας τους όρους ενός «Νέου Ψυχρού Πολέμου».
– Την αντίστοιχη υιοθέτηση από τη Ρωσία ενός αφηγήματος ότι η Δύση αυτή τη στιγμή εχθρεύεται τον ίδιο τον πυρήνα της ρωσικής συλλογικής συνείδησης και ταυτότητας.
-Τον επικαθορισμό της ουκρανικής κρίσης, όπως αυτή έφτασε σε μια κορύφωση το 2013-2014 (ιδίως από τη στιγμή που άρχισε να παίζει ρόλο και η ακροδεξιά) από την δυτική (κυρίως αμερικανική) παρέμβαση που θεώρησε ότι ήταν η ώρα της ρήξης αλλά και από τον τρόπο που η Ρωσία θεώρησε ότι αποτελούσε «προστάτιδα δύναμη» των φιλορωσικών πληθυσμών.
– Την αδυναμία να εφαρμοστεί το πλαίσιο των συμφωνιών του Μινσκ που έδειχναν να μπορούν να δώσουν μια διέξοδο που να αποτρέπει το ενδεχόμενος πολέμου (ιδίως από τη στιγμή που το ενδεχόμενο ανάφλεξης στη «γραμμή επαφής» που διαμορφώθηκε το 2014 ήταν διαρκώς ενεργό).
Σε αυτό το φόντο είναι που φτάσαμε στην απόφαση της Ρωσίας να προχωρήσει στην «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», αφού προηγήθηκαν οι ενδείξεις ότι η Ουκρανία εξέταζε το ενδεχόμενο να ανακαταλάβει τις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο φιλορωσικών δυνάμεων, η από καιρό συγκέντρωση ρωσικών δυνάμεων κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, η διατύπωση ρωσικών θέσεων για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, διατυπωμένες ως να προεξοφλούν την δυτική απόρριψή της, και βέβαια τελικά η απόφαση της Ρωσίας να παραβιάσει την «κόκκινη γραμμή» και να προχωρήσει σε μια μεγάλη πολεμική επιχείρηση, εκτός των δικών της συνόρων και σε ουκρανικό έδαφος.
Από την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην πλήρη κλιμάκωση
Οι ίδιες οι πολεμικές επιχειρήσεις σφραγίστηκαν από το συνδυασμό ανάμεσα στις μετατοπίσεις του ρωσικού σχεδιασμού, την ουκρανική αντίσταση και την δυτική παρέμβαση υπέρ της Ουκρανίας.
Ο αρχικός ρωσικός σχεδιασμός έδειχνε περισσότερο να είναι μια πολύ μεγάλης κλίμακας επίδειξη δύναμης προς το Κίεβο, ώστε να συνθηκολογήσει, να υπάρξει μια «αλλαγή καθεστώτος», να εξασφαλιστεί η μη συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και η ουδετερότητά της και κατοχυρωθεί ο ρωσικός έλεγχος στις ανατολικές επαρχίες.
Ο σχεδιασμός αυτός, ύστερα από την απουσία μιας ταχείας κατάρρευσης της ουκρανικής πλευράς, μεταφράστηκε σε μια διαφορετική τακτική που περιλάμβανε την απόσυρση από το Κίεβο και την προσπάθεια για κατοχύρωση εδαφικών τετελεσμένων στο πεδίο. Όταν αυτός ο σχεδιασμός δέχτηκε την πίεση από τις μεγάλες ουκρανικές αντεπιθέσεις (που άρχισαν να έχουν και τη δυτική υποστήριξη σε εξοπλισμό), τότε ο ρωσικός σχεδιασμός αναπροσαρμόστηκε σε μια πιο εύκολα υπερασπίσιμη γραμμή μετώπου, στην σταθεροποίησή του, στη σταδιακή ένταξη επιπλέον δυνάμεων από τη μερική επιστράτευση στην οποία προχώρησε η Ρωσία και σε έναν συστηματικό πόλεμο φθοράς και απέναντι στις ουκρανικές θέσεις και απέναντι στις ουκρανικές υποδομές. Αυτό έχει οδηγήσει τα πράγματα στη σημερινή συνθήκη όπου τα ερωτήματα αφορούν το πότε θα ξεδιπλωθεί μια μείζονα επιθετική κίνηση της Ρωσίας και ποια θα είναι η κλίμακα της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας για να μπορέσει να απαντήσει η ουκρανική πλευρά.
Η Δύση μέρος της σύγκρουσης
Η Δύση, δηλαδή οι χώρες του G7, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως η Ιαπωνία, και οι χώρες της Ωκεανίας, τυπικά δεν συμμετέχουν στον πόλεμο.
Όμως, η δική τους οικονομική, στρατιωτική και πολιτική στήριξη που ουσιαστικά σήμερα καθορίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία, επιτρέπει στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις να μπορούν να αντιστέκονται και να προετοιμάζουν τυχόν αντεπιθέσεις και σίγουρα διασφαλίζει την παράταση των συγκρούσεων.
Σε αυτό συνεισφέρει και ο τρόπος που οι χώρες της Δύσης έθεσαν, σχεδόν εξαρχής ως στόχο του πολέμου την ήττα της Ρωσίας. Δηλαδή, είδαν στην ουκρανική αντίσταση τη δυνατότητα να ηττηθούν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στην Ουκρανία και αυτό να σηματοδοτεί μια συνολικότερη ήττα του ίδιου του Πούτιν, που θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει ακόμη και «αλλαγή καθεστώτος» στη Ρωσία.
Αυτό σήμαινε ότι σε αντίθεση με άλλες συγκρούσεις δεν έχουν υπάρξει όλο αυτό το διάστημα πρωτοβουλίες από τη μεριά των δυτικών δυνάμεων για κάποια ειρηνευτική διαδικασία. Αυτό με τη σειρά του «τροφοδοτεί» το ρωσικό «αφήγημα» ότι η Δύση δεν υπερασπίζεται απλώς την ακεραιότητα της Ουκρανίας αλλά επιδιώκει να χτυπήσει την ίδια τη Ρωσία.
Βέβαια για να γίνει αυτό χρειάστηκε και η Ευρώπη να στρατευτεί ολόψυχα στην κοινή δυτική γραμμή, παρότι αυτό σηματοδοτούσε μια νέα διαίρεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και συνιστούσε την εγκατάλειψη όχι μόνο της αντίληψης μιας διακριτής ευρωπαϊκής πολιτικής για την ειρήνη αλλά και της λογικής ότι η ειρήνη περνάει από την αποφυγή εχθρικών σχέσεων με τη Ρωσία. Και βέβαια αυτό σήμαινε και μια αναγκαστική αναπροσαρμογή της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής μέσα από την βίαιη σχεδόν απεξάρτηση από τις ρωσικές ροές φυσικού αερίου.
Ο κόσμος που δεν ακολουθεί τη Δύση και οι συμμαχίες της Ρωσίας
Παρά τον συντονισμό των δυτικών δυνάμεων, τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει στη Ρωσία και την μαζική ενίσχυση της Ουκρανίας, ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, ακόμη και εάν σε επίπεδο διακηρυκτικό έχει καταδικάσει τη Ρωσική πολεμική επιχείρηση, έχει αρνηθεί να «πάρει θέση» και συνεχίζει να έχει συναλλαγές και με τις δύο πλευρές. Αυτό αφορά και χώρες που παραδοσιακά θεωρούνται και σύμμαχοι ή συνομιλητές της Δύσης. Αυτό έχει επιτρέψει, άλλωστε, στη Ρωσία να μην έχει ουσιαστικά κάποιο κόστος από τις κυρώσεις, ακόμη και μετά την επιβολή του πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο, αφού συνεχίζει να βρίσκει αγοραστές πέραν της Δύσης.
Την ίδια στιγμή, υπάρχουν και οι δυνάμεις που είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σύμμαχες της Ρωσίας. Αυτό αφορά το Ιράν, που φαίνεται να έχει μια καθοριστική πλέον συνεισφορά στην ενίσχυση με κρίσιμο εξοπλισμό και κυρίως μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αλλά και την Κίνα που παρότι φάνηκε να μη συμφωνεί με την αρχική ρωσική επιλογή, εντούτοις έχει με σαφήνεια τοποθετηθεί υπέρ της «νομιμότητας» των ρωσικών αξιώσεων και αιτιάσεων κατά της Δύσης.
Αυτό, άλλωστε, είναι και το στοιχείο που ο δείχνει ότι ο πόλεμος της Ουκρανίας έκανα τον κόσμο ταυτόχρονα περισσότερο «πολυπολικό», καθώς δείχνει ότι δεν οροθετείται όλος γύρω από μια διαιρετική γραμμή αλλά ταυτόχρονα και περισσότερο πολωμένο.
Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και Κίνα ανεξαρτήτως των τωρινών σχέσεων ουσιαστικά προχωρούν σε αμυντικούς σχεδιασμούς που στηρίζονται στο ότι θεωρούν αλλήλους ως βασικούς αντιπάλους.
Υπάρχει διέξοδος;
Μπαίνοντας στον δεύτερο χρόνο του πολέμου, διαπιστώνει κανείς ότι όλες οι πλευρές επενδύουν κατά βάση στο πώς θα διαμορφώσουν συσχετισμό στο ίδιο το πεδίο των μαχών, παρά στην αναζήτηση πολιτικής διεξόδου.
Η ρωσική πλευρά κυρίως προσπαθεί να κατοχυρώσει τον έλεγχο των περιοχών και να τον διευρύνει επιμένοντας στα χτυπήματα και προς τις ένοπλες δυνάμεις και προς τις υποδομές της Ουκρανίας και προετοιμάζοντας πιθανότητα μεγάλη νέα επίθεση.
Η ουκρανική πλευρά επιμένει στον διακηρυκτικό στόχο της πλήρους ανάκτησης όλων των περιοχών που είναι υπό ρωσικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης και της Κριμαίας (έστω και εάν οι δυτικές χώρες υπογραμμίζουν ότι αυτό είναι μάλλον πολύ δύσκολο) και πιέζει για νέες ενισχύσεις σε οπλικά συστήματα και πυρομαχικά από τη Δύση, επικεντρώνοντας σε πυραύλους με μεγαλύτερο βεληνεκές και σε μαχητικά αεροσκάφη.
Η Δύση και αυτή εξακολουθεί να μιλά για «ήττα της Ρωσίας» και να εξετάζει απλώς σε ποιο βαθμό είναι εφικτό να προσφέρει όλη τη βοήθεια που ζητά η Ουκρανία και με όρους οικονομικού κόστους αλλά και με όρους πολιτικού κόστους. Την ίδια ώρα αποφεύγει να διατυπώσει προτάσεις για μια ειρηνευτική διαδικασία και όρους για μια κατάπαυση του πυρός, παρότι έχουν πυκνώσει οι φωνές που λένε ότι ένας παρατεταμένος πόλεμος ενέχει κινδύνους.
Την ίδια ώρα όσο κλιμακώνεται η δυτική εμπλοκή στον πόλεμο, τόσο αυξάνει η πιθανότητα να φτάσουμε στο σημείο πιο άμεσης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ρωσικές και δυτικές δυνάμεις, στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι θύμα της όλης συγκυρίας είναι, τουλάχιστον προσωρινά, και ο ίδιος ο μηχανισμός για τον έλεγχο και τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων, με πρόσφατη συμβολική αποτύπωση την αναστολή ουσιαστικά της συμφωνίας START με ρωσική πρωτοβουλία.
Κοντολογίς, χωρίς μια ριζική αλλαγή κατεύθυνσης, η κάθοδος στην άβυσσο συνεχίζεται.