Άρχισε προ έτους ως εν δυνάμει πόλεμος-αστραπή. Καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εισέρχεται πια στο δεύτερο χρόνο, τα δεδομένα έχουν σαφώς και πολλαπλώς αλλάξει.
Ήδη «η σύγκρουση έθεσε υπό αμφισβήτηση βασικές αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, επανέφερε το φάσμα της πυρηνικής αντιπαράθεσης και προκάλεσε αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία», αναφέρει τελευταία μελέτη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), υπογραμμίζοντας παράλληλα το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της παγίωσης του (φιλο)δυτικού μπλοκ και του υπόλοιπου κόσμου.
«Η εδραίωση της Δύσης γίνεται σε έναν όλο και πιο διαιρεμένο μετα-δυτικό κόσμο», παρατηρούν οι συντάκτες της μελέτης. «Αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Ινδία και η Τουρκία, θα ενεργήσουν με τους δικούς τους όρους και θα αντισταθούν να εμπλακούν σε μια μάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας», επισημαίνουν, σκιαγραφώντας το ουσιαστικό περίγραμμα ενός υπό διαμόρφωση νέου Ψυχρού Πολέμου.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι τελευταίες προειδοποιήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά της στρατιωτικής ενίσχυσης της πολεμικής «μηχανής» του Πούτιν από το Πεκίνο.
Κάτι που η Κίνα διαψεύδει, ενόσω διεκδικεί τώρα στο προσκήνιο μεσολαβητικό ρόλο στην κρίση.
Ένα πάντως από τα στοιχεία που αναδεικνύει πλέον ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η πρόκληση που συνιστά για τη Δύση η ολοένα και πιο στενή σινο-ρωσική συνεργασία.
Η Μόσχα και το Πεκίνο «έχουν κοινό συμφέρον να αποδυναμώσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια τάξη», αναφέρει η Wall Street Journal.
«Μια σύμπραξη μεταξύ των δύο δυνάμεων θα επαναλάμβανε την αντιδυτική εταιρική σχέση του Ψυχρού Πολέμου», επισημαίνει το αμερικανικό δημοσίευμα, «με μια σημαντική διαφορά».
Εν προκειμένω «ο κυρίαρχος εταίρος θα είναι το Πεκίνο, και όχι η Μόσχα»…
Η αυξανόμενη κινεζική εξάρτηση της Μόσχας
Η Δύση έχει επιβάλει σειρά οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, που με τη σειρά της στράφηκε σε άλλους «πελάτες».
Σύμφωνα με τον Economist, η Μόσχα πούλησε τον περασμένο Ιανουάριο πετρέλαιο σε επίπεδα που είχαν να καταγραφούν από τον περασμένο Ιούνιο και ξεπερνώντας συγκριτικά όλους τους μήνες του 2021, παρά το δυτικό εμπάργκο.
Άλλα κράτη, που δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, αναπληρώνουν το κενό: η Ινδία, η Τουρκία και κυρίως η Κίνα, η οποία είναι πλέον ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας.
Έτσι τροφοδοτείται με δισεκατομμύρια ο κρατικός προϋπολογισμός της Μόσχας, το 30% του οποίου χρηματοδοτούνταν από τις εξαγωγές ενέργειας πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αντί λοιπόν για την αρχικά αναμενόμενη συρρίκνωση του ρωσικού ΑΕΠ κατά 10% ή και περισσότερο, το ΔΝΤ εκτιμά ότι αυτή ήταν τελικά μόνο 2,2% το 2022. Για το τρέχον έτος προβλέπει μάλιστα οριακή ανάπτυξη, στο 0,3%.
Ενόσω όμως αυτές οι νέες πελατειακές σχέσεις αμβλύνουν τις αρνητικές επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία, οδηγούν σε νέες εξαρτήσεις.
Αυτό δεν αφορά μόνο τις πρώτες ύλες, αλλά και τα αγαθά. Σύμφωνα με την αμερικανική δεξαμενή σκέψης Carnegie Endowment, τα κινεζικά προϊόντα αντιπροσώπευαν στο τέλος του 2022 το 40% των ρωσικών εισαγωγών αγαθών.
«Μόνο η Βόρεια Κορέα εξαρτάται σήμερα περισσότερο από τις εισαγωγές από την Κίνα απ’ ό,τι η Ρωσία», σχολιάζει στην ανάλυσή της η Αλεξάντρα Προκοπένκο, πρώην σύμβουλος στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας.
Επιπλέον, το κινεζικό σύστημα UnionPay είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι Ρώσοι μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν τραπεζικές κάρτες στο εξωτερικό.
Ενώ στις διασυνοριακές συναλλαγές -προσθέτει- «υπάρχει μια σαφής στροφή στα κρυπτονομίσματα και στις πληρωμές σε γουάν».
«Στο μέλλον η οικονομική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα θα αυξηθεί», παρατηρεί η Προκοπένκο. «Κάτι που σημαίνει ότι το Κρεμλίνο θα αναγκαστεί να υπολογίζει τα γεω-οικονομικά συμφέροντα της Κίνας, συχνά σε βάρος του».
Ο «πόλεμος» των ημιαγωγών
Οι κυρώσεις της Δύσης φαίνεται ότι έχουν περιορισμένη επιτυχία και στη διακοπή του εμπορίου των αποκαλούμενων τεχνολογιών διπλής χρήσης, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο σε στρατιωτικό εξοπλισμό όσο και σε καταναλωτικά αγαθά.
Σύμφωνα με έρευνα της οργάνωσης Free Russia Foundation, με έδρα την Ουάσιγκτον, «οι κυρώσεις δεν έχουν σταματήσει τις εισαγωγές από τη Ρωσία προϊόντων υψηλής τεχνολογίας διπλής χρήσης».
Αντιθέτως, οι εισαγωγές ημιαγωγών και μικροεπεξεργαστών αυξήθηκαν από 1,82 σε 2,45 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, αναφέρει.
Ως βασική πηγή μνημονεύει την Κίνα, με τις εξαγωγές ημιαγωγών στη Ρωσία να εκτοξεύονται από 200 σε 500 εκατομμύρια δολάρια μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Μόνο τον περασμένο Σεπτέμβριο, αναφέρει η έκθεση, τα στοιχεία δείχνουν πάνω από 19.000 συναλλαγές με Κινέζους προμηθευτές ημιαγωγών, «ενώ τα εμπορεύματα συχνά κατευθύνονται στη Ρωσία μέσω Τουρκίας».
Δεν είναι ωστόσο σαφές αν όλα αυτά τα τεχνολογικά αγαθά καλύπτονται από τις δυτικές κυρώσεις.
Σε κάθε περίπτωση ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν προανήγγειλε από το Κίεβο, τη Δευτέρα, τη λήψη νέων μέτρων από τις ΗΠΑ και τους εταίρους τους που θα στοχεύουν στην παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.
«Η εστίαση της κυβέρνησης μετατοπίζεται όλο και περισσότερο στον ρόλο της Κίνας», γράφουν οι New York Times, εν μέσω περαιτέρω επιδείνωσης των διμερών σχέσεων με την πρόσφατη κρίση με το «κατασκοπευτικό μπαλόνι».
Κλίμα που αποτυπώθηκε εξάλλου και κατά την τεταμένη συνάντηση που είχαν προ ημερών οι ΥΠΕΞ ΗΠΑ και Κίνας, Μπλίνκεν και Γουάνγκ, στο περιθώριο της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου.
Η άγνωστη επόμενη ημέρα
«Η παγκόσμια τάξη που φαίνεται να αναδύεται από τα ουκρανικά ερείπια μοιάζει πολύ με εκείνη του Ψυχρού Πολέμου», σχολιάζει ο Αντρέας Κλουθ στο Bloomberg.
Υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, η Ρωσία έχει αναδειχθεί σε «παράγοντα του χάους» για το διεθνές σύστημα, όμως «δεν μπορεί να ανταγωνιστεί μακροπρόθεσμα τις ΗΠΑ ή τη Δύση», επισημαίνει.
Η Κίνα αντίθετα, παρατηρεί, έχει αναδειχθεί ως «η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά επίσης ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τη διατήρηση του συστήματος ως έχει».
Σε κάθε περίπτωση, προσθέτει, «η σκέψη με όρους «σφαιρών επιρροής» είναι και πάλι στη μόδα, εις βάρος των μικρότερων χωρών που θα γίνουν πιόνια στις σκακιέρες άλλων»…