Το περασμένο Σαββατοκύριακο, Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδάς ανακοίνωσαν ότι διακόπτουν τις έρευνες για τα τρία ιπτάμενα αντικείμενα τα οποία καταρρίφθηκαν από μαχητικά από τις 10 μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου. Περίπου μία εβδομάδα, δηλαδή, μετά το κινεζικό «μπαλόνι» που είχε πληγεί από πύραυλο αέρος-αέρος, καθώς θεωρήθηκε κατασκοπευτικό – κάτι που, σύμφωνα με τους Αμερικανούς, επιβεβαιώθηκε από τα ευρήματα.
Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, οι «συστηματικές προσπάθειες» που είχαν καταβληθεί πάνω από την Αλάσκα, τη λίμνη Χιούρον και το Γιούκον είχαν αποβεί άκαρπες, κάτι που σημαίνει ότι τα τρία ιπτάμενα αντικείμενα θα συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται ως «αγνώστου ταυτότητας». Το μυστήριο, λοιπόν, συνεχίζεται. Τι ήταν αυτό που προκάλεσε συναγερμό στην Ουάσιγκτον και ανάγκασε τον Τζο Μπάιντεν να δώσει την εντολή «άρξατε πυρ»; Και τι συνέπειες θα έχει για τον «ανταγωνισμό στο Διάστημα», για τον οποίο πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί;
Η αλήθεια είναι, σύμφωνα με το εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ των «Financial Times», ότι μέχρι σήμερα, υπάρχει μια «ζώνη» πάνω από τη Γη – το αποκαλούμενο και «εγγύς» ή «λησμονημένο Διάστημα» – με εύρος περίπου από τα 15 ως τα 40 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, με την οποία ελάχιστοι ασχολούνταν μέχρι σήμερα. Εκτός, ίσως από τις υπηρεσίες πληροφοριών των μεγάλων δυνάμεων, για τις οποίες αυτός ακριβώς ο χώρος, στον οποίο πρακτικά δεν κινείται τίποτα άλλο, θεωρείται εδώ και δεκαετίες ιδανικός για την ανάπτυξη ενός κατασκοπευτικού δικτύου αερόστατων, τα οποία θα πετούν ανάμεσα στα εκατοντάδες μετεωρολογικά (σε 600.000 ετησίως υπολογίζονται οι… εκτοξεύσεις τους από διάφορα σημεία του πλανήτη), με την ελπίδα ότι θα παραμείνουν «αόρατα».
Πρόκειται για κατασκευές, άλλωστε, οι οποίες είναι γενικώς φτηνότερες, δεν απαιτούν καύσιμα ή χειριστές και έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτικές. Πρακτικά δε, οι αισθητήρες με τους οποίους είναι εφοδιασμένα αυτά τα αερόστατα «είναι σε θέση να καταγράψουν φωτογραφίες, ήχους, βίντεο και άλλου είδους σήματα (τα SIGINT). Από τη σκοπιά δε της κυβερνοασφάλειας, μπορούν να προσφέρουν μια πλατφόρμα με το κατάλληλο εύρος συχνοτήτων, καθώς και μικρή καθυστέρηση για τη μεταφορά των δεδομένων στο έδαφος, σε αντίθεση με τους δορυφόρους που βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο υψόμετρο», τονίζει από την πλευρά του ο Στυλιανός Βιδάλης, στέλεχος στο Πανεπιστήμιο του Χέρντφορντσαϊρ.
Μια παλιά ιστορία… «Δεν είναι μόνο οι Κινέζοι που το κάνουν. Οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν πριν από πολύ καιρό ότι τα αερόστατα που πετούν σε μεγάλο υψόμετρο αποτελούν ένα καλό μέσο για τη συλλογή πληροφοριών» σημειώνει μιλώντας στους «FT» ο φυσικός και ειδικός σε ζητήματα ασφαλείας Αλαν Γούντγουρντ. Υπενθυμίζει δε ότι την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ είχαν αναπτύξει ένα ειδικό τέτοιο πρόγραμμα πάνω από τη μεγάλη τους αντίπαλο, την ΕΣΣΔ – το Project Genetrix.
Ο μίτος, πάντως, φαίνεται πως φτάνει πολύ μακρύτερα. Για του λόγου το αληθές, η πρώτη φορά που καταγράφηκε χρήση αερόστατων για στρατιωτικούς σκοπούς (όχι κατ’ ανάγκη κατασκοπεία) ήταν κατά την περίοδο των Επαναστατικών Πολέμων στη Γαλλία, το 1794. Από εκεί φαίνεται πως εμπνεύστηκαν και οι Αμερικανοί, οι οποίοι τα χρησιμοποίησαν στον δικό τους Εμφύλιο, κάπου 60 χρόνια αργότερα.
Στη διάρκεια δε του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η χρήση τους διευρύνθηκε, καθώς εκατοντάδες από αυτά, που κινούνταν μηχανικά, αξιοποιήθηκαν για να κατασκοπεύουν τις θέσεις και τις κινήσεις των αντιπάλων. Οσο για τον Δεύτερο, εκεί η χρήση τους διευρύνθηκε και σε επίπεδο αντιαεροπορικής άμυνας, καθώς ήταν δεμένα στο έδαφος ώστε να αποτρέπουν την προσέγγιση εχθρικών αεροσκαφών. Φαίνεται δε ότι η χρησιμότητά τους δεν έχει εξαντληθεί ούτε σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης.