Γνωστός από τις ταινίες «Αποστολή στην Μπρίζ» και «Τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ του Οχάιο», ο βρετανός σκηνοθέτης Μάρτιν Μακ Ντόνα, έγινε καταρχήν γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας: έξι έργα του, χωρισμένα σε δύο τριλογίες, λαμβάνουν χώρα μέσα και γύρω από την Κομητεία Γκάλγουεϊ της Ιρλανδίας, όπου έκανε διακοπές όταν ήταν παιδί. Οι ιστορίες τους («Ο ασκητής του Ινσμάαν» και «Ο υπολογιστής του Ινισμορ»), εκτυλίσσονται στα νησιά Αράν της Ιρλανδίας. Παίχτηκαν στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου και στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης και η επιτυχία τους μετέτρεψε τον Μακ Ντόνα σε έναν από τους πιο ολοκληρωμένους εν ζωή ιρλανδούς θεατρικούς συγγραφείς.
Ο ίδιος είχε γράψει ένα έργο με τίτλο «The Banshees of Inisherin» το οποίο δεν ανέβηκε ποτέ στο θέατρο. Από εκείνο το μόνο που κράτησε όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο τίτλος. «Μου άρεσε πολύ ο τίτλος – ή τουλάχιστον αυτή η παραλλαγή του» δηλώνει σήμερα. «Η πρωτότυπη ιστορία εκείνου του έργου χάθηκε εντελώς πριν από χρόνια, ίσως επειδή δεν ήταν και τόσο καλό».
Ο καιρός πέρασε και να που στις μέρες μας, πολλά χρόνια μετά την ατυχή «γέννησή» του, το «The Banshees of Inisherin» επεστρεψε. Ως ταινία και μάλιστα πολύ παραλλαγμένη σε σχέση με την πρωτότυπη ιδέα. Από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες ως «Τα πνεύματα του Ινισέριν», ενώ ο θόρυβος ξεκίνησε από τον Σεπτέμβριο του 2022 όταν έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου και βραβεύθηκε για την ερμηνεία του Κόλιν Φάρελ και το σενάριο του Μακ Ντόνα. Πλέον είναι υποψήφια σε εννέα κατηγορίες των Οσκαρ. Ο ίδιος ο Μακ Ντόνα διεκδικεί τρία: σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου και ως παραγωγός καθότι τα «Πνεύματα» είναι υποψήφια και ως καλύτερη ταινία.
«Ηθελα να επιστρέψω σε αυτόν τον τίτλο, διότι δημιουργεί ένα είδος περίεργης, μυθικής ιδέας στο μυαλό κάποιου. Και πιστεύω ότι κατά κάποιο τρόπο είναι τελικά ένα τρίτο μέρος των έργων των Νήσων Αράν που ξεκίνησαν στη σκηνή – αν και όλες οι ιστορίες είναι αυτόνομες. Δεν ήθελα να τοποθετήσω αυτή την ιστορία κάπου συγκεκριμένα γι’ αυτό και σκαρφίστηκα ένα νησί που δεν υπάρχει, το Ινισέριν. Τα γυρίσματα πάντως έγιναν στο Ινισμορ που είναι το μεγαλύτερο των νησιών».
To τρίο της επιτυχίας
Το άλμα από το θέατρο στον κινηματογράφο έγινε το 2004 όταν για την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, «Six shooter», κέρδισε το Οσκαρ. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του στη μεγάλου μήκους παραγωγή έγινε το 2008 με την «Αποστολή στην Μπριζ». Ο Μακ Ντόνα κέρδισε μια ακόμα υποψηφιότητα στα Οσκαρ, στην κατηγορία καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου. Οι πρωταγωνιστές Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον (υποδύονται δυο επαγγελματίες δολοφόνους με διάφορα ψυχολογικά ζητήματα), σήμερα, βρίσκονται και πάλι σε πρώτο πλάνο στα «Πνεύματα του Ινισέριν»: εδώ υποδύονται δύο ιρλανδούς κατοίκους του μικρού νησιού Ινισέριν, τον Παντράικ (Φάρελ) και τον Κολμ (Γκλίσον) οι οποίοι βρίσκονται σε έναν μεταξύ τους «εμφύλιο» πόλεμο, την ώρα που ο μεγάλος πόλεμος, ο πραγματικός ιρλανδικός εμφύλιος μαίνεται απέναντι, στο μεγάλο νησί.
Μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης επικρατεί στο Ινισέριν, οι κάτοικοί του σχεδόν δεν ξέρουν για ποιον λόγο γίνεται στην ηπειρωτική χώρα ο εμφύλιος πόλεμος. «Ναι, γιατί οι κάτοικοι του Ινισέριν έχουν να ασχοληθούν με τους δικούς τους εμφύλιους» λέει ο σκηνοθέτης. «Ο ιρλανδικός εμφύλιος μαίνεται στην ηπειρωτική χώρα, επομένως είναι μια ιστορία για έναν μικρό πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ δύο συντρόφων την ίδια στιγμή που ένας μεγαλύτερος συμβαίνει απέναντι. Ηθελα να φέρω αυτή την αίσθηση της εξάρθρωσης σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Οταν ζεις σε ένα νησί, βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους να κάνουν τη ζωή τους μέρα με τη μέρα. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι τι συμβαίνει όταν μια ρήξη χαλάει αυτή την ευχάριστη, καθημερινή ζωή; Γιατί ακόμα και οι πολύ δυνατές φιλίες μπορούν να σπάσουν».
Ο Μακ Ντόνα δεν ήθελε να εντάξει την ιστορία στη σύγχρονη εποχή διότι «υπήρχαν μερικές ενδιαφέρουσες αλληγορικές πτυχές στη διένεξη αυτών των δύο ανδρών και στη διένεξη μεταξύ των δύο πλευρών της Ιρλανδίας του εμφυλίου πολέμου» είπε. «Οπότε ήθελα να εμπλουτίσω την ιστορία με αυτή την αίσθηση». Ενας άλλος λόγος ήταν ήθελε να δοκιμαστεί με την ταινία εποχής, ένα είδος με το οποίο ως κινηματογραφιστής δεν είχε ποτέ ασχοληθεί.
Ενα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η απόφαση του Κολμ να διακόψει κάθε επαφή με τον Παντράικ τον οποίο γνωρίζει όλη του τη ζωή, δεν εξηγείται πλήρως. Αυτό το ζήτημα απασχόλησε πολύ τον δημιουργό της ταινίας: «Στην αρχή της ιστορίας, βλέπουμε ότι ο Παντράικ είναι βασικά ένας γλυκός, ήπιος, χαρούμενος τύπος – μοιάζει μάλιστα αρκετά με τον ίδιο τον ηθοποιό που τον υποδύεται, τον Κόλιν Φάρελ. Είναι ευχαριστημένος με την καθημερινότητά του, έχει το μικρό του αγρόκτημα και το μικροσκοπικό γαϊδουράκι του, μοιράζεται με την αδελφή του και ένα μικρό σπίτι και κάθε μέρα πηγαίνει χαρούμενος για να συναντήσει τον σύντροφό του Κολμ, για να πιουν μερικά ποτά στην παμπ και να κουβεντιάσουν. Ο Παντράικ θα ήταν χαρούμενος αν περνούσε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο όλη τη ζωή του, μέχρι το τέλος των ημερών του. Ομως ο Κολμ από την άλλη μεριά δεν είναι έτσι. Εχει ανησυχίες, φιλοδοξίες, είναι μουσικός, γράφει τραγούδια, θέλει να κάνει κάτι με νόημα στη ζωή του. Καταλαβαίνει, νομίζω, ότι η σχέση του με τον Παντράικ δεν θα τον βοηθήσει σε όλα αυτά. Οπότε κόβει τη σχέση με το μαχαίρι».
Σε αυτό το σημείο ο Μακ Ντόνα πιστεύει ότι η ιστορία των «Πνευμάτων» μπορεί με έναν τρόπο να συνδεθεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα. «Πιστεύω ότι ενδεχομένως πολλοί από εμάς μπορούμε να αντιληφθούμε με μια τέτοια κατάσταση, ιδίως μετά τα τελευταία χρόνια της πανδημίας. Αν και δεν μπορώ να πω πως το είχα σκεφτεί έτσι καθώς έγραφα, είναι νομίζω ένα ερώτημα πολύ διαδεδομένο στις μέρες μας. Ο Κολμ πολύ απλά δεν θέλει να χάσει τον χρόνο του και δυστυχώς ή όχι ο Παντράικ είναι το εμπόδιο άρα το θύμα αυτής της απόφασης. Η ρωγμή αυτών των δύο πλευρών είναι το σημείο που ξεκινά η ιστορία».