H Λίντα Κασαμπιάν, μέλος της περιβόητης οικογένειας του Μάνσον που σκότωσε με ειδεχθή τρόπο τη διάσημη σταρ του σινεμά Σάρον Τέιτ, πέθανε στα 73 της χρόνια στην Τακόμα της Ουάσιγκτον. Τα αίτια του θανάτου της παραμένουν άγνωστα.
Η Κασαμπιάν είχε προσπαθήσει να κρατήσει χαμηλό προφίλ μετά τις δολοφονίες, ενώ φρόντιζε να αλλάζει συχνά ονόματα για να κρατήσει κρυφή την ταυτότητά της. Μέχρι και τον θάνατό της χρησιμοποιούσε το όνομα Λίντα Χιόχιος. Έπαιξε τον ρόλο του παρατηρητή καθώς η λεγόμενη «οικογένεια Μάνσον» διεξήγαγε τη δολοφονία της οκτώ μηνών έγκυο συζύγου του σκηνοθέτη Ρόμαν Πολάνσκι, και τριών άλλων.
Ποιος ήταν ο ρόλος της Λίντα Κασαμπιάν στην κοινότητα των απροσάρμοστων;
View this post on Instagram
Η Κασαμπιάν ήταν μόλις 20 χρονών όταν ένας γνωστός της την σύστησε στον Μάνσον τον Ιούλιο του 1960. Εκείνη την περίοδο, η νεαρή κοπέλα προσπαθούσε να ξεπεράσει την κατάρρευση του δεύτερου γάμου της, έχοντας στην αγκαλιά της, την νεογέννητη κόρη της. Ο Μάνσον την ενέταξε αμέσως στην κοινότητα των απροσάρμοστων και περιπλανώμενων, την οποία είχε ιδρύσει και την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «την οικογένεια του Μάνσον».
Συναντήθηκαν σε ένα ράντζο έξω από το Λος Άντζελες και αυτή αμέσως γοητεύτηκε από τα χαρίσματά του. Πολύ αργότερα, παραδέχτηκε ότι στην πορεία συνειδητοποίησε ότι «ήταν ο διάβολος».
«Όταν έφυγα, έψαχνα για αγάπη και ελευθερία», δήλωσε η ίδια το 2019 σε ένα ντοκιμαντέρ σχετικό με την υπόθεση. Ήταν μια από τις λίγες φορές που μίλησε δημόσια γι΄αυτό.
«Έψαχνα να βρώ τον Θεό», είχε πει. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά βρήκε ήταν μια κοινότητα όπου μεσουρανούσαν τα ναρκωτικά και το σεξ και όπου ο Μάνσον, ένας δεινός εγκληματίας και αποτυχημένος μουσικός, χειραγωγούσε τους οπαδούς του.
Οι δολοφονίες της οικογένειας Μάνσον που συγκλόνισαν
View this post on Instagram
Στην πραγματικότητα, ο Μάνσον προσπαθούσε να πυροδοτήσει ένα φυλετικό πόλεμο, καθώς ο ίδιος έτρεφε ακραία ρατσιστικά συναισθήματα εναντίον του μαύρου πληθυσμού. Γι’ αυτόν τον σκοπό επιστράτευσε την Κασαμπιάν, την Σούζαν Άτκινς, την Πατρίσια Κρένγουινκελ και τον Τεξ Γουάτσον, με σκοπό να τους στείλει σε μια δολοφονική αποστολή.
Τα ξημερώματα της 9ης Αυγούστου 1969, η Κασαμπιάν περίμενε στο αυτοκίνητο ενώ οι άλλοι σκότωσαν με φρικτό τρόπο πέντε ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και την ηθοποιό Σάρον Τέιτ, σύζυγο του σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι. Το επόμενο βράδυ, αυτή τη φορά μαζί με τον Manson, μια ομάδα πήγε στο σπίτι του Λένο και της Ρόουζμαρι Λαμπιάνκα. Ο Manson έδεσε το ζευγάρι και έφυγε με την Κασαμπιάν, ενώ αρκετοί από τους οπαδούς του στη συνέχεια μαχαίρωσαν το ζευγάρι μέχρι θανάτου.
Οι δολοφονίες, που ήταν από τα πιο συνταρακτικά εγκλήματα εκείνης της εποχής έμειναν για αρκετούς μήνες ανεξιχνίαστες. Μάλιστα, για πολλούς οι δολοφονίες φαινόταν να προαναγγέλλουν το τέλος της εποχής της ειρήνης, της αγάπης και της ελεύθερης χρήσης των ναρκωτικών, και να ενσαρκώνουν ένα σκοτεινό ρεύμα που είχε εμφανιστεί την τελευταία δεκαετία.
Η Κασαμπιάν δεν συμμετείχε άμεσα στις δολοφονίες, αλλά ήταν παρών και τις δύο νύχτες, περιμένοντας στο αυτοκίνητο για να μεταφέρει τους δολοφόνους στο σπίτι. Αρχικά κατηγορήθηκε για φόνο, μαζί με τον Μάνσον και τρία από τα μέλη της οικογένειάς, αλλά συμφώνησε να γίνει μάρτυρας της κατηγορίας, παρέχοντας κατάθεση που βοήθησε να στείλει τους συνεργάτες της στη ισόβια φυλακή.
«Δεν μπορούσα ποτέ να δεχτώ το γεγονός ότι δεν τιμωρήθηκα για τη συμμετοχή μου», είπε στο ντοκιμαντέρ. «Ένιωσα τότε αυτό που νιώθω τώρα, πάντα και για πάντα, ότι ήταν μια σπατάλη ζωής που δεν είχε λόγο να συμβεί».