Οι ρευματοπάθειες είναι χρόνια πολυσυστηματικά αυτοάνοσα ή/και αυτοφλεγμονώδη νοσήματα, που προκαλούν μόνιμες βλάβες, σημαντική λειτουργική ανικανότητα και πρόωρη θνησιμότητα, αν δεν γίνει έγκαιρη διάγνωση και σωστή θεραπεία.

Δημήτρης Καρόκης, MD, MSc

Προσβάλλουν κυρίως το μυοσκελετικό σύστημα, αλλά και όλα τα υπόλοιπα συστήματα του ανθρώπινου σώματος. Είναι σοβαρή αιτία νοσηρότητας και αναπηρίας, και έχουν αυξημένο κοινωνικο-οικονομικό κόστος, λόγω των απαιτούμενων  θεραπειών, αλλά και των χαμένων εργατοωρών και της σοβαρής επίπτωσης στην καθημερινότητα των ασθενών.

Τα κυριότερα νοσήματα είναι οι φλεγμονώδεις αρθρίτιδες  όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η ψωριασική αρθρίτιδα, οι σπονδυλαρθροπάθειες με κύριο εκπρόσωπο την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, και τα λοιπά αυτοάνοσα νοσήματα όπως ο συστηματικός ερυθηματωδης λύκος, το σκληρόδερμα, το σύνδρομο Sjogren, οι μυοσίτιδες κλπ.

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι το συχνότερο ρευματικό αυτοάνοσο νόσημα, με συχνότητα περίπου 0.8%. Χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των αρθρώσεων, δηλαδή πόνο και διόγκωση των αρθρώσεων, με χαρακτηριστική πρωινή επιδείνωση και δυσκαμψία. Παράλληλα, τόσο στη ρευματοειδή αρθρίτιδα όπως και στα υπόλοιπα ρευματικά νοσήματα μπορεί να υπάρχουν συστηματικά συμπτώματα όπως κακουχία, αναιμία, χαμηλός πυρετός, αλλά και συμπτώματα από τα μάτια, τους πνεύμονες, το δέρμα, το έντερο κλπ.

Στα ρευματικά νοσήματα, το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η έγκαιρη και σωστή διάγνωση, που θα επιτρέψει την έγκαιρη έναρξη της κατάλληλης  θεραπείας, με στόχο την ύφεση της νόσου και την αποφυγή μόνιμων βλαβών. Δυστυχώς, και αυτό συμβαίνει διεθνώς, υπάρχει συχνά μεγάλη καθυστέρηση στη διάγνωση, επειδή ο/η ασθενής επισκέπτεται αργά τον ειδικό γιατρό, το ρευματολόγο, ο οποίος έχει τη γνώση και την εμπειρία να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει σωστά το ρευματικό νόσημα. Η καθυστέρηση οφείλεται συχνά στον ίδιο τον ασθενή, ιδίως αν τα συμπτώματα δεν είναι τόσο έντονα, αλλά πολλές φορές και σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων που αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα και τα κλινικά σημεία  του ρευματικού νοσήματος και να παραπέμψουν τον ασθενή έγκαιρα στον ειδικό ρευματολόγο. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικότατο ρόλο διαδραματίζει η διάδραση μεταξύ των  ιατρικών ειδικοτήτων και η εκπαίδευση των ιατρών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και άλλων ειδικοτήτων, αλλά και οι ενημερωτικές δράσεις  των  συλλόγων ασθενών.

Όταν ο/η ασθενής επισκέπτεται για πρώτη φορά το ρευματολόγο, είναι χρήσιμο να έχει κατά νου μερικές σημαντικές οδηγίες. Η προσέλευση στο ιατρείο πρέπει να γίνεται έγκαιρα. Πρέπει να μπορεί να περιγράψει ακριβώς τα συμπτώματά του (εντόπιση, τρόπος εισβολής, διάρκεια, χρονικό μοντέλο) κα να απαντά με σαφήνεια στον ιατρό στις ερωτήσεις για τα συνοδά συμπτώματα,  το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό. Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσία κατάλληλου συνοδού μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Είναι σκόπιμο ο/η ασθενής να φορά φαρδιά άνετα ρούχα για να διευκολύνεται η κλινική εξέταση. Πρέπει να έχει μαζί του πάντοτε όλα τα φάρμακά του, καθώς και πρόσφατες εξετάσεις αν υπάρχουν. Ο ιατρός με το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τον κατάλληλο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο, θα θέσει τη διάγνωση και θα προτείνει τη κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, με την ενημερωμένη συγκατάθεση ή και συναπόφαση του/της ασθενούς. Κατά τη μετέπειτα φάση της παρακολούθησης, ο/η ασθενής πρέπει να είναι συνεπής στο πρόγραμμα των επισκέψεων, να προσκομίζει τα φάρμακά του και τον απαιτούμενο εργαστηριακό έλεγχο, να κρατά ημερολόγιο για τα συμπτώματά του, να αναφέρει στο γιατρό τις τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες από τη θεραπεία και οτιδήποτε άλλο τον απασχολεί, καθώς και να είναι απολύτως ειλικρινής για την συμμόρφωσή του στη θεραπεία. Η ανοιχτή και ειλικρινής επικοινωνία είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης ασθενούς-ιατρού και την επιτυχή έκβαση της θεραπείας.

Κατά τα τελευταία 20-25 περίπου χρόνια, έχει επιτελεστεί εκπληκτική πρόοδος στη θεραπευτική των ρευματικών νοσημάτων, με την ανακάλυψη και χρήση των βιολογικών παραγόντων, οι οποίοι έχουν φέρει πραγματική επανάσταση και έχουν δώσει τη δυνατότητα στην μεγάλη πλειοψηφία των ρευματοπαθών να περιέλθουν σε κατάσταση ύφεσης ή τουλάχιστον χαμηλής ενεργότητας της νόσου, με επακόλουθη αποφυγή της μόνιμης βλάβης και της αναπηρίας, αλλά και το κυριότερο σημαντική βελτίωση της καθημερινής λειτουργικότητας και της ποιότητα ζωής. Οι βιολογικοί παράγοντες είναι ενέσιμα (ενδοφλέβια ή υποδόρια) φάρμακα που στοχεύουν διάφορα μόρια (κυτταροκίνες) που συμμετέχουν στον καταρράκτη της φλεγμονής, όπως ο αντι-TNF, διάφορες ιντερλευκίνες κλπ. Τελευταία, έχουν μπει στη θεραπευτική φαρέτρα μας και οι αναστολείς των Jak-κινασών, που είναι από του στόματος φάρμακα (χάπια), που στοχεύουν σε μικρές ενδοκυττάριες πρωτεΐνες που ευοδώνουν την ανάπτυξη και εγκατάσταση της φλεγμονής. Τα φάρμακα αυτά, έχουν δείξει πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα στην θεραπεία των κυριότερων ρευματικών νοσημάτων όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα και η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα.

Δημήτρης Καρόκης, MD, MSc,

Ρευματολόγος, 

Πάτρα -Ναύπακτος,

Πρόεδρος της Ελληνικής Ρευματολογικης Εταιρείας και Επαγγελματικής Ένωσης Ρευματολογων Ελλάδας