Νέες πληροφορίες, που εξετάστηκαν από Αμερικανούς αξιωματούχους, υποδηλώνουν ότι μια φιλοουκρανική ομάδα πραγματοποίησε την επίθεση στους αγωγούς Nord Stream πέρυσι, κάνοντας ένα βήμα προς τον προσδιορισμό της ευθύνης για μια πράξη δολιοφθοράς, η οποία έχει μπερδέψει τους ερευνητές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού εδώ και μήνες και έχει ανοίξει μία νέα σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.
Αμερικανοί αξιωματούχοι, σύμφωνα με τους New York Times, δήλωσαν ότι δεν έχουν αποδείξεις πως ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ή οι κορυφαίοι υπασπιστές του συμμετείχαν στην επιχείρηση, ή ότι οι δράστες ενεργούσαν υπό την καθοδήγηση οποιουδήποτε ουκρανού κυβερνητικού αξιωματούχου.
Η επίθεση στους αγωγούς φυσικού αερίου, οι οποίοι συνδέουν την Ρωσία με τη Δυτική Ευρώπη, τροφοδότησε δημόσιες εικασίες σχετικά με το ποιος έφταιγε, από τη Μόσχα έως το Κίεβο και από το Λονδίνο έως την Ουάσιγκτον, και παρέμεινε ένα από τα πιο σημαντικά άλυτα μυστήρια του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της θεωρήθηκε από ορισμένους αξιωματούχους ότι έχουν το πιο λογικό πιθανό κίνητρο για να επιτεθούν στους αγωγούς. Αντιτίθενται στο έργο εδώ και χρόνια, χαρακτηρίζοντάς το απειλή για την εθνική ασφάλεια, επειδή θα επέτρεπε στην Ρωσία να πωλεί ευκολότερα φυσικό αέριο στην Ευρώπη.
Αξιωματούχοι της ουκρανικής κυβέρνησης και των μυστικών υπηρεσιών της λένε ότι δεν είχαν κανένα ρόλο στην επίθεση και δεν γνωρίζουν ποιος την πραγματοποίησε.
«Αντίπαλοι του Πούτιν» οι ένοχοι
Από την άλλη, Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζουν για τους δράστες και τις διασυνδέσεις τους. Ωστόσο, η ανασκόπηση των πρόσφατα συλλεχθέντων πληροφοριών υποδηλώνει ότι ήταν αντίπαλοι του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά δεν διευκρινίζει ποια ήταν τα μέλη της ομάδας ή ποιος κατηύθυνε ή πλήρωσε για την επιχείρηση.
Κάποιες αρχικές εικασίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης επικεντρώθηκαν στην πιθανή ενοχή της Ρωσίας, ιδίως δεδομένης της ικανότητάς της στις υποθαλάσσιες επιχειρήσεις, αν και δεν είναι σαφές τι κίνητρο θα είχε το Κρεμλίνο να σαμποτάρει τους αγωγούς, δεδομένου ότι αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων και μέσο άσκησης επιρροής της Μόσχας στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με μια εκτίμηση, το κόστος επισκευής των αγωγών ξεκινά από περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια. Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε ότι δεν έχουν βρει κανένα στοιχείο για ανάμειξη της ρωσικής κυβέρνησης στην επίθεση.
Εκείνοι που εξέτασαν τις πληροφορίες δήλωσαν ότι πιστεύουν πως οι σαμποτέρ ήταν πιθανότατα Ουκρανοί ή Ρώσοι υπήκοοι, ή κάποιος συνδυασμός των δύο, καθώς και ότι δεν εμπλέκονται Αμερικανοί ή Βρετανοί υπήκοοι.
Οι αγωγοί διαλύθηκαν από εκρήξεις σε βαθιά θάλασσα τον Σεπτέμβριο, σε κάτι που οι ΗΠΑ περιέγραψαν τότε ως πράξη δολιοφθοράς.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει δημοσίως ότι πιστεύουν πως η επιχείρηση, που στόχευσε τον Nord Stream, ήταν πιθανότατα «κρατική χορηγία», πιθανώς λόγω της πολυπλοκότητας με την οποία οι δράστες τοποθέτησαν και πυροδότησαν τα εκρηκτικά στον πυθμένα της Βαλτικής Θάλασσας, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
«Μπορεί οι δράστες να έλαβαν κρατική εκπαίδευση»
Τα εκρηκτικά πιθανότατα τοποθετήθηκαν με τη βοήθεια έμπειρων δυτών, που δεν φαίνεται να εργάζονταν για στρατιωτικές ή μυστικές υπηρεσίες, δήλωσαν αξιωματούχοι των ΗΠΑ, που εξέτασαν τις νέες πληροφορίες.
Είναι όμως πιθανό οι δράστες να είχαν λάβει στο παρελθόν «εξειδικευμένη κυβερνητική εκπαίδευση», σημείωσαν χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, ανέφεραν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστια κενά σε ό,τι γνώριζαν οι αμερικανικές υπηρεσίες κατασκοπείας και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους για το τι συνέβη.
Αλλά τόνισαν ότι μπορεί να αποτελέσει το πρώτο σημαντικό στοιχείο που θα προκύψει από αρκετές – καλά φυλασσόμενες – έρευνες, τα συμπεράσματα των οποίων θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τον συνασπισμό που υποστηρίζει την Ουκρανία.
Οποιαδήποτε υπόνοια για ουκρανική εμπλοκή, είτε άμεση είτε έμμεση, θα μπορούσε να διαταράξει την ευαίσθητη σχέση μεταξύ Ουκρανίας και Γερμανίας, αποδυναμώνοντας την υποστήριξη του γερμανικού κοινού, που έχει «καταπιεί» τις υψηλές τιμές της ενέργειας στο όνομα της αλληλεγγύης.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, που έχουν ενημερωθεί για τις πληροφορίες, διχάζονται σχετικά με το πόση βαρύτητα πρέπει να δοθεί σε αυτές.