Θα μπορούσε να είναι ένα κυνήγι κρυμμένου θησαυρού σε διαφορετικές, μικρές ή μεγαλύτερες, αναμενόμενες ή απρόσμενες γωνιές της πόλης αν η συγκυρία ήταν διαφορετική κι αν η εκκίνηση της κεντρικής έκθεσης της 8ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης δεν συνέπιπτε με το ατέρμονο πένθος από το δυστύχημα των Τεμπών.
Η σκοτεινή αυτή στιγμή συνέβαλε ώστε οι δέκα χώροι στους οποίους απλώνεται η έκθεση και την οποία επιμελείται η Θάλεια – Μαρία Καρρά να εξελιχθούν σε μικρές κιβωτούς. Σε καταφύγια που προσφέρουν μια ανάσα σε όσους θέλουν να ξεφύγουν έστω για λίγο από τα γεγονότα. Μια ανάσα όμως διόλου εύκολη ή ελαφρώς ψυχαγωγική. Αντιθέτως τα καταφύγια αυτά είναι γεμάτα έργα που γεννούν προβληματισμούς, προσφέρουν τροφή για σκέψη και δημιουργούν πολιτικούς συνειρμούς, ενώ την ίδια στιγμή επιτρέπουν στον επισκέπτη άλλοτε να μπει σε διαδικασία διαλογισμού, να χαμογελάσει κάποιες φορές, να θυμώσει ενδεχομένως, αλλά και να επισκεφθεί σημεία της πόλης τα οποία πιθανότατα δεν γνώριζε. Και τελικά να ανακαλύψει το διαφορετικό νόημα που έχει για τον καθένα ο τίτλος της κεντρικής έκθεσης «Το είναι ως κοινωνία» (Being as communion).
Από πού θα αρχίσει να ξετυλίγει το νήμα ο επισκέπτης της φετινής Μπιενάλε, τη διεύθυνση της οποίας έχει η Θούλη Μισιρλόγλου, υπό τον γενικό τίτλο «Γεωκουλτούρα», είναι μια αυστηρά προσωπική υπόθεση. Θα μπορούσε να ξεκινήσει «ανασκάπτοντας» το υπέδαφος της πόλης κι ανακαλύπτοντας μέσα σε τέσσερα ακανόνιστου σχήματος μεταλλικά δοχεία πόσος ελεύθερος χώρος του αναλογεί (μόλις 1,6 τ.μ. βάσει μελετών!). Να εντοπίσει πόσοι μικροοργανισμοί ζουν μέσα στο χώμα αυτού του χώρου, αλλά και πόσα διαφορετικά σκουπίδια του «φυτεύουμε», στην εγκατάσταση των Κάμπους Νόβελ.
Βάσω Κατράκη
Στη συνέχεια να σταθεί στις ακουαρέλες της Ζουμάνα Εμίλ Αμπουντ που έχει ζωγραφίσει με χρώματα από ρόδι, αβοκάντο και βελανίδι στο MOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και να περιεργαστεί τη φρεσκοτυπωμένη κουρτίνα με σκηνές από τον μόχθο των αγροτών που είχε σχεδιάσει η Βάσω Κατράκη για το Ξενία του Μεσολογγίου διά χειρός Γιάννη Παπαδόπουλου, ο οποίος επίσης παρουσιάζει μια σειρά από μήτρες της κορυφαίας χαράκτριας. Να δει, επίσης απλωμένα – σαν μόλις να τα ξέβρασε η θάλασσα – τα βότσαλα που η Κατράκη ζωγράφιζε εξόριστη στη Γυάρο και λίγο πιο κει τα εργαλεία της, στην εντυπωσιακή βίλα Καπαντζή, που ανήκει στο Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Να ξαναζήσει (ή να πληροφορηθεί) για τις πρωτοποριακές περφόρμανς του ζεύγους Χόνδρου – Κατσιάνη που την πρωτοχρονιά του 1984 γέμισαν τη Θεσσαλονίκη με αυτοκόλλητα που έγραφαν «αγαπιόμαστε» ως σχόλιο στο «1984» του Οργουέλ από το δυστοπικό σύμπαν του οποίου απουσιάζει η αγάπη. Να παρατηρήσει τα υβριδικά όντα – ανθρώπινα σώματα με μέλη από ζέβρες και φίδια, ελέφαντες και ρινόκερους – που απεικονίζει στις υδατογραφίες του ο Ακίρα Ικεζόε.
Να διαλογιστεί καθώς θα περπατήσει ξυπόλητος πάνω στο ξύλινο δάπεδο ενός γυάλινου περιπτέρου στην άκρη της Νέας Παραλίας για να καθίσει στις μπεζ μαξιλάρες και να παρατηρήσει με φόντο τον Θερμαϊκό τα λεπτεπίλεπτα σχέδια του Ζενγκ Μπο.
Επταπύργιο και Ισλαχανέ
Να σκαρφαλώσει στους πύργους του Επταπυργίου για να ανακαλύψει τις χαραγμένες (όπως οι τοίχοι των φυλακών) τσιμεντοσανίδες της Πάγκυς Βλασσοπούλου και τα κεραμεικά της κουταλομαχαιροπήρουνα που μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία.
Να φτάσει ως το άγνωστο ακόμη και για τους Θεσσαλονικείς Ισλαχανέ – το πρώτο ορφανοτροφείο και τεχνικό σχολείο της πόλης – και να ξαποστάσει στο Σούπερ Κιόσκι της ομάδας Βέσελ, μια αυτόνομη δομή όπου προσφέρει αφαλατωμένο νερό από τον Θερμαϊκό για να φτιαχτεί επιτόπου τσάι.
Να περπατήσει στον περίβολο του Αρχαιολογικού Μουσείου ανάμεσα στις σαρκοφάγους ακούγοντας τον ηχητικό περίπατο της Φοίβης Γιαννίση ή να «ταξιδέψει» στο αγρόκτημα – έργο τέχνης του Τζιανφρανκο Μπαρικέλο – μέσα από έξι γλάστρες με λεμονιές και μεταξύ άλλων από δέκα φρατζόλες ψωμί, εκ των οποίων άλλη είναι δεμένη με αγκαθωτό σύρμα, άλλη βρίσκεται σε μια πάνινη σακούλα, άλλη είναι τρυπημένη από μία σύριγγα κι άλλη έχει γίνει σάντουιτς με γέμιση μια εφημερίδα. Να εντοπίσει το υβριδικό πλάσμα – τον Homo Noosphericus – που δημιούργησε ο Αγγελος Πλέσσας στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και να διακρίνει ανάμεσα στα πρωτοχριστιανικά εκθέματα τις τσιμεντένιες πλάκες με τα «εγκιβωτισμένα» αποξηραμένα φυτά της Ζουμάνα Μάννα το έργο της οποίας παρουσιάζεται αυτή την περίοδο και σε ατομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.