Κατά την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας υιοθετήθηκαν εκτεταμένα προγράμματα για την αποκρατικοποίηση δημοσίων εταιρειών. Με τον όρο αποκρατικοποίηση νοείται η αλλαγή της ιδιοκτησίας και προκειμένου περί ανωνύμων εταιρειών, η διάθεση σε τρίτους των μετοχών ιδιοκτησίας του κράτους.
Το ζήτημα αποκρατικοποίησης της ΕΥΔΑΠ ΑΕ αμφισβητήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με την υπ’ αριθμ. 1906/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου διαπιστώθηκε ότι η πλήρης αποξένωση του Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας δεν συμβιβάζεται με το Σύνταγμα: «η κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημόσιας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν διασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία».
Νομικό θεμέλιο της απόφασης του Δικαστηρίου αποτέλεσαν οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνεται το θεμελιώδες ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα της υγείας.
Για την θεμελίωση της κρίσης του Δικαστηρίου ελήφθησαν περαιτέρω υπόψη (α) η φύση των παρεχόμενων αγαθών και υπηρεσιών ως «υψίστης ζωτικής σημασίας», η παροχή των οποίων είναι «απαραίτητη για την αξιοπρεπή διαβίωση», (β) το νομικό μονοπώλιο που ισχύει για την παροχή αγαθών και υπηρεσιών από την ΕΥΔΑΠ στην περιοχή της πρωτεύουσας, (γ) η μη σύσταση ρυθμιστικής αρχής υδάτων και ο μη διαχωρισμός της υποδομής φυσικού μονοπωλίου, δηλαδή του δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης, από τις παρεχόμενες μέσω του δικτύου υπηρεσίες και αγαθά.
Το Υπερταμείο
Ακολούθησε η σύσταση της ΕΕΣΥΠ ΑΕ («Υπερταμείο»), στην οποία μεταβιβάστηκαν μεταξύ άλλων και οι μετοχές του Δημοσίου στην ΕΥΔΑΠ ΑΕ και στην ΕΥΑΘ ΑΕ.
Η μεταβίβαση αυτή αξιολογήθηκε εκ νέου από το Δικαστήριο και με τις αποφάσεις 190 και 191/2022 της Ολομέλειας επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη νομολογία: Η σχετική δραστηριότητα μπορεί να ανατίθεται σε εταιρείες εμπίπτουσες στο πεδίο της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης, δηλαδή δημόσιες επιχειρήσεις, είναι πάντως επιβεβλημένη η διατήρηση της ιδιοκτησίας του Δημοσίου επί του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών ύδατος και αποχέτευσης.
Ακόμη, εκ του Συντάγματος επιβεβλημένη κρίθηκε εν προκειμένω και η διατήρηση του δικαιώματος του Δημοσίου να ορίζει την διοίκηση των εν λόγω εταιρειών, αφού τελικώς μόνον έτσι μπορεί να τεκμαίρεται η διασφάλιση των σημαντικών στόχων δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκονται.
Αυτό όμως δεν συντρέχει στην περίπτωση του Υπερταμείου, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του οποίου καθορίζονται μερικώς μόνον από το Ελληνικό Δημόσιο.
Μη ανεκτή κατά το Σύνταγμα
Από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι σαφές ότι η ιδιωτικοποίηση των εταιρειών ύδατος και αποχέτευσης δεν είναι ανεκτή κατά το Σύνταγμα.
Εκείνο το οποίο δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο είναι εάν νοείται απελευθέρωση της αγοράς στον τομέα του ύδατος και της αποχέτευσης, όπως έγινε και σε άλλους τομείς (ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο, τηλεπικοινωνίες), δηλαδή η τροφοδοσία και μεταφορά του ύδατος να παραμείνει στο κράτος, όμως η παροχή στους τελικούς καταναλωτές να είναι αντικείμενο ανταγωνισμού. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα είχε σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει μία ρυθμιστική αρχή. Κάτι τέτοιο δεν έχει κριθεί δικαστικώς.
* Η Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου, είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ