«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!», είχε δηλώσει για τον μεγάλο καλλιτέχνη ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
«Πολλά τραγούδια μπορεί να ‘χουνε μέσα τους καλαμπούρι, αλλά, άμα τα προσέξεις, έχουνε και την πίκρα τους μέσα. Μέσα από την πλάκα και το μαύρο χιούμορ κρύβεται η πικρία. Εγώ κοροϊδεύοντας και βρίζοντας δεν απευθύνομαι μόνο σ’ αυτούς που με ακούνε, αλλά σε όλες τις καταστάσεις της ζωής, στους βλάκες και ανεγκέφαλους, στους νεόπλουτους, στους τάχα μου και στους κυβερνώντες μας και σ’ όλα τα στραβά μας», είχε πει ο ίδιος.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Ακαδημία Πλάτωνος, ενώ η οικογένειά του καταγόταν από την Κύθνο. Ο πατέρας του Μιχάλης Ζαμπέτας, δούλευε ως κουρέας και η μητέρα του Μαρίκα Μωραΐτη, ήταν ανηψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής.
Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.
Το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών, κέρδισε το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.
Η γνωριμία με τον Τσιτσάνη και η μετακόμιση στο «Σίτι»
Παρά τις αντιδράσεις ο μικρός Γιώργος συνέχισε με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του το 1938 με τον Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαδρομή του.
Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω (Ιερά Οδό 309 και Σαλαμίνος 1) και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στη Βρετανία.
Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.
Οι λαμπρές συνεργασίες, τα κέντρα διασκέδασης και η μεγάλη οθόνη
Οι συνεργασίες τους είναι με μεγάλους μουσικούς, Μπάτη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστο, Τσιτσάνη κ.ά. Το ’52 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι «Σαν σήμερα, σαν σήμερα» με τον Τσαουσάκη, αλλά «χαλασμός κόσμου» γίνεται το ’54 με το «Αφήνω γεια», σε στίχους Βίρβου και ερμηνευτή τον Καζαντζίδη. Ακολουθούν πολλά τραγούδια.
Η επιτυχία του κορυφώνεται τη δεκαετία ’60-’70. Ξεχωριστό κεφάλαιο στην καριέρα του υπήρξε η συνεργασία του ως σολίστ με τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Πλέσσα, Μαμαγκάκη, Κουγιουμτζή, Μαρκόπουλο κ.ά.
Παράλληλα εκείνη την εποχή τα τραγούδια του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) συμμετέχοντας σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου.
Που σαι Θανάση… Μάλιστα κύριε…
Το 1973 ηχογραφείται το τραγούδι «Μάλιστα Κύριε», σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα, που τους είχε γράψει όσο βρισκόταν στη Γερμανία, από όπου και τους είχε στείλει στον Ζαμπέτα.
Αυτός ήταν και ο λόγος που πρόσεξε ο Ζαμπέτας τον συγκεκριμένο φάκελο: «Βάστα, ρε, να πούμε. Ποιος ξέρει ποια τύχη και ποια μοίρα τον έριξε στο Μόναχο;».
Τη φράση «Μάλιστα, κύριε» την προσέθεσε ο Ζαμπέτας, επειδή το τραγούδι χωρίς αυτήν του φαινόταν λειψό. Αποφάσισε, μάλιστα, να το πει ο ίδιος. Άλλωστε, το συγκεκριμένο τραγούδι υπήρξε πολύ προσωπικό γι’ αυτόν, μοιάζει να το απηύθυνε, ουσιαστικά, στον ίδιο του τον εαυτό.
Κάπως έτσι προέκυψε και το «Πού ‘σαι, Θανάση», πάλι πίσω στο 1972. Το είχε γράψει κατά την απουσία του Ζαμπέτα στην Αμερική, επειδή του έλειπε. Για χάρη της ρίμας, όμως, δεν έβαλε το όνομα «Γιώργος».
Ο Ζαμπέτας, μόλις έμαθε ότι ο αγαπημένος του φίλος και συνεργάτης είχε σβήσει, γύρισε άρον-άρον.
Η μητέρα του Βασιλειάδη του έδωσε έναν φάκελο που είχε μέσα τους στίχους. Ο ένας υπήρξε το γούρι του άλλου, έτσι έλεγαν μεταξύ τους – «Ήθελα να σ’ αντάμωνα/η γρουσουζιά να σπάσει». Την ίδια κιόλας μέρα, ο Ζαμπέτας συνέθεσε τη μουσική και η κόρη του θυμάται ότι, στο τέλος, «το μπουζούκι γυάλιζε, υγραμένο από τα δάκρυα που είχαν στάξει στην ξύλινή του επιφάνεια».
Οι παραστάσεις σάτιρας και το τέλος της διαδρομής
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν, ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σόου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κ.λ.π. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.
Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού, με τον Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του, αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος.
Τα προβλήματα με την υγεία του εμφανή και τον δυσκολεύουν καλλιτεχνικά. Σύμφωνα με μαρτυρία της κόρης του Κατερίνας σε συνέντευξή της το 2017, λίγοι μόνο του συμπαραστέκονται. Ανάμεσα τους ο Μητσιάς, ο Ξενοφών Φιλέρης, η Μάρθα Βούρτση.
Στις αρχές του 1992, μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Αφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών. Ο Δήμος Αιγάλεω τίμησε δις εν ζωή το μεγάλο συνθέτη σε εκδηλώσεις που διοργάνωσε τον Απρίλιο του 1988 και το Σεπτέμβριο του 1990, ενώ και μια πλατεία της πόλης πλησίον του σπιτιού του φέρει το όνομά του.
H τραγική ειρωνεία με τα πρόσωπα της οικογένειας του
Ο Γιώργος Ζαμπέτας παντρεύτηκε το 1952 την Αργυρώ την οποία είχε γνωρίσει στα 15 της. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες, τη Μαρίκα το 1953 και την Κατερίνα το 1954, καθώς και ένα γιο, τον Μιχάλη το 1956. Κατά τραγική σύμπτωση ο Μιχάλης απεβίωσε την ίδια ημερομηνία (10 Μαρτίου) με τον πατέρα του, το 2008, από καρκίνο. Ενδιάμεσα είχαν αποβιώσει ήδη η σύζυγος του Ζαμπέτα, Αργυρώ και η μεγάλη του κόρη, Μαρίκα.