Ο πόνος του κάθε ανθρώπου είναι προσωπικός.
Πώς βιώνει ο καθένας μια τραγωδία δεν μπορεί να το γνωρίζει ο άλλος. Και στο κάτω – κάτω κανείς δεν έχει δικαίωμα να κρίνει κάποιον για το πώς ζει ένα εθνικό πένθος, πώς πρέπει να αντιδράσει όταν καίγονται 104 άνθρωποι στο Μάτι ή 57 νέα παιδιά στα Τέμπη.
Όμως, η πολιτική είναι και ουσία. Είναι και πραγματική, ουσιαστική πρόθεση για να αλλάξουν τα πάντα έπειτα από μια εθνική τραγωδία.
Δεν μπορεί να είναι εικόνα, δεν γίνεται να είναι απλά το φαίνεσθαι, και είναι αδιανόητο να χρησιμοποιούμε την επικοινωνία και τους μεγάλους… γκουρού που κάνουν τους επικοινωνιολόγους για να αλλάξουμε την ατζέντα. Ή για να δείξουμε ότι είμαστε «ένας από εσάς».
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι και οι υπουργοί αυτής της κυβέρνησης πονάνε μέσα τους. Εχουν παιδιά, έχουν εγγόνια, αδερφές και αδερφούς και δεν θα ήθελαν σε καμιά περίπτωση να ζήσουν αυτό που ζουν σήμερα 57 οικογένειες.
Δεν αμφιβάλλω σε καμιά περίπτωση ότι μέσα τους κλαίνε, δεν μπορούν να είναι χαρούμενοι, δεν μπορούν να μην αισθάνονται αυτό το σφίξιμο στην καρδιά που νιώθουμε όλοι μας εδώ και 10 ημέρες.
Ακόμη περισσότερο οι πολιτικοί διότι είναι διορισμένοι από το λαό κι έχουν ευθύνη για όσα συμβαίνουν στη χώρα. Και η συντριβή τους θα πρέπει να είναι πραγματική αλλά και παραγωγική.
Μέσα από τις εθνικές τραγωδίες η πατρίδα μας πρέπει να κάνει αναστοχασμό και να ξαναγεννιέται καλύτερη, αφού πρώτα τιμωρήσει τους εγκληματίες που την έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση.
Οι φωτογραφίες από το υπουργικό συμβούλιο της Πέμπτης, όπου βλέπουμε τους υπουργούς συντετριμμένους ή ιδιαίτερα προβληματισμένους ή ακόμη και αισθανόμενους τη βαριά ευθύνη που έχουν για το τραγικό δυστύχημα, δεν μου άρεσαν καθόλου.
Μου θύμισαν τις κλαίουσες μαριονέτες του καθεστώτος της Βόρειας Κορέας που μόνο όταν είναι ο ηγέτης μπροστά και οι κάμερες ανοικτές, οδύρονται με τέτοιο τρόπο που δεν είναι καν πιστευτός.
Μου θύμισαν και τις αντίστοιχες εικόνες που είδαμε εκείνη την τραγική νύχτα που κάηκε το Μάτι. Εκεί στο συντονιστικό της Πυροσβεστικής όπου ο τότε πρωθυπουργός, οι υπουργοί και οι υπεύθυνοι συσκέπτονταν σε κλίμα βαρύ. Με τους νεκρούς στις μαύρες σακούλες του νεκροτομείου να είναι ακόμη ζεστοί, θέλησαν να δείξουν ότι έχουν τον έλεγχο, αναλαμβάνουν την ευθύνη, συντονίζουν, είναι παρόντες και εγγυητές της σταθερότητας της χώρας.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι και τότε και τώρα η συντριβή είναι αληθινή. Αλλά όταν είσαι πολιτικός δεν τη δείχνεις μπροστά στις κάμερες.
Κλείσε τις κάμερες, κλείσε τα φώτα, κλείσε τις πόρτες και τα παράθυρα και κλάψε όσο θες. Δεν μπορεί η οδύνη να είναι μια εντολή που δίνει ένας επικοινωνιολόγος απλά για το φαίνεσθαι.
Δεν μπορεί να γίνεται ο πολιτικός a la cart σκληρός, μαλακός, ψυχοπονιάρης, παιδί του λαού, μόνο για τα μάτια του κόσμου.
Και στην τελική δεν χρειάζονται δάκρυα για να κλάψουμε τη Δημοκρατίας μας. Δεν χρειάζονται λυγμοί για να καταλάβουμε τις ευθύνες όλων μας.
Και κυρίως. Δεν χρειαζόμαστε θύματα για να γίνουμε καλύτεροι.
Επρεπε να είμασταν καλύτεροι. Επρεπε να έχουμε δικλείδες ασφαλείας για να μην καιγόμαστε τα καλοκαίρια, να μην πνιγόμαστε τους χειμώνες, να μην γινόμαστε θύματα μιας «στραβής στη βάρδια».
Αν, λοιπόν, οι κύριοι πολιτικοί μας θέλουν να κλάψουν ας το κάνουν κατ’ ιδίαν. Στο υπουργικό συμβούλιο, στο υπουργικό τους ή βουλευτικό τους γραφείο πρέπει να κάνουν δουλειά.
Πρέπει να τιμήσουν τον όρκο που έχουν δώσει. Να υπηρετούν και να προστατεύουν τον πολίτη που τους εμπιστεύεται τη ζωή του.
Όχι άλλα πολιτικά δάκρυα με επικοινωνιακούς όρους.
Κι όχι άλλα σχέδια που ανακοινώνονται αλλά ποτέ δεν υλοποιούνται κανονικά.
Δηλαδή τι πιστεύουν ότι πιστεύουμε. Πώς μέχρι τα τέλη Μαρτίου ο σιδηρόδρομος θα επαναλειτουργήσει και θα είναι ασφαλής;
Θα κάνουν αυτά που δεν έκαναν επί 20 χρόνια μέσα σε ένα μήνα;
Και κάτι τελευταίο. Η «γάγγραινα» της επικοινωνιακής διαχείρισης είναι αυτή που σκοτώνει και την κοινωνία μας και το πολιτικό σύστημα.
Δεν είναι διάβολε οι αθώοι νεκροί μια απλή στατιστική για τις δημοσκοπήσεις τους και για τα… target group που ερευνούν. Φτάνει πια.