Χιλιάδες Ισραηλινοί κατέκλυσαν ξανά τους δρόμους της χώρας στο πλαίσιο των πανεθνικών διαδηλώσεων, που μετρούν ήδη δέκα εβδομάδες και μάχονται κατά του νομοσχεδίου της κυβέρνησης του Μπενιαμίν Νετανιάχου, που περιορίζει τις εξουσίες του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Το Ισραήλ έχει πληθυσμό 9 εκατ. άτομα και αν οι εκτιμήσεις των διοργανωτών τους είναι σωστές οι διαδηλωτές αντιπροσωπεύουν το 5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, γράφει το CNN.
Σχεδόν οι μισοί από τους διαδηλωτές –περίπου 240.000– συγκεντρώθηκαν στο Τελ Αβίβ, σύμφωνα με τους διοργανωτές.
«Το Ισραήλ δεν θα γίνει δικτατορία»
Στην Ιερουσαλήμ, αρκετές εκατοντάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν μπροστά από το σπίτι του προέδρου Ισαάκ Χέρτζογκ, κραδαίνοντας ισραηλινές σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα όπως «Το Ισραήλ δεν θα γίνει δικτατορία».
Σημειώνεται ότι προχθές, ο Χέρτζογκ, ο ρόλος του οποίου είναι σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικός, προέτρεψε την κυβέρνηση Νετανιάχου να αποσύρει τη νομοθεσία για τη δικαστική αναθεώρηση.
Οι διαδηλωτές και επικριτές του επίμαχου σχεδίου επιχειρηματολογούν ότι θα αποδυναμώσει τα δικαστήρια της χώρας και θα διαβρώσει την ικανότητα του δικαστικού σώματος να ελέγχει τη δύναμη των άλλων κλάδων της κυβέρνησης της χώρας.
Το νομοθετικό πακέτο θα δώσει στο Κοινοβούλιο του Ισραήλ, την Κνεσέτ, την εξουσία να ακυρώνει αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απλή πλειοψηφία.
Θα δώσει επίσης στην κυβέρνηση την εξουσία να διορίζει δικαστές, η οποία επί του παρόντος ανήκει σε μια επιτροπή που αποτελείται από δικαστές, νομικούς εμπειρογνώμονες και πολιτικούς.
Θα αφαιρέσει την εξουσία και την ανεξαρτησία από τους νομικούς συμβούλους των κυβερνητικών υπουργείων και θα αφαιρέσει την εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν «παράλογους» κυβερνητικούς διορισμούς, όπως έκανε το Ανώτατο Δικαστήριο τον Ιανουάριο, αναγκάζοντας τον Νετανιάχου να απολύσει τον υπουργό Εσωτερικών και Υγείας Αριε Ντέρι.
Στην πυρά ο Νετανιάχου
Οι επικριτές κατηγορούν τον Νετανιάχου ότι προωθεί τη νομοθεσία προκειμένου να γλιτώσει τις δίκες διαφθοράς που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός το αρνείται, λέγοντας ότι οι δίκες καταρρέουν από μόνες τους και ότι οι αλλαγές είναι απαραίτητες, καθώς οι δικαστές είναι μη εκλεγμένοι.
Το Ισραήλ δεν έχει γραπτό σύνταγμα, αλλά ένα σύνολο Βασικών Νόμων, όπως ονομάζονται.
Σχολιάζοντας σχετικά ο Τζόναθαν Γκίερ στο αμερικανικό Vox έγραψε ότι το Ισραήλ διανύει περίοδο κρίσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη «διάβρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη».
«Ο Νετανιάχου και οι εταίροι του ακολουθούν ένα δόγμα του σοκ που οδηγεί στον ακρωτηριασμό του ισραηλινού συστήματος διακυβέρνησης και στην πλήρη αναδιάταξη της ισραηλινής κατοχής […]
Η κυβέρνηση Νετανιάχου προτείνει ριζικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης και άλλες νομικές αλλαγές στο εσωτερικό του Ισραήλ που θα επηρεάσουν σοβαρά τους Παλαιστίνιους», κατέληξε ο ίδιος.
«Τελειώσαμε με τις ευγένειες», είπε ο Σίκμα Μπρέσλερ, ηγέτης των διαδηλωτών. «Εάν οι νόμοι που προτείνονται περάσουν, το Ισραήλ δεν θα είναι πλέον δημοκρατία».
Οι δημοσκοπήσεις
Περίπου δύο στους τρεις (66%) Ισραηλινούς πιστεύουν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να έχει την εξουσία να καταρρίπτει νόμους που δεν συμβαδίζουν με τους Βασικούς Νόμους του Ισραήλ και περίπου το ίδιο ποσοστό (63%) δηλώνει ότι υποστηρίζει το τρέχον σύστημα διορισμού δικαστών, σύμφωνα με δημοσκόπηση τον περασμένο μήνα για το Ισραηλινό Ινστιτούτο Δημοκρατίας.
«Το μοναδικό πράγμα για το οποίο νοιάζεται αυτή η κυβέρνηση είναι η συντριβή της ισραηλινής δημοκρατίας», δήλωσε από την πλευρά του ο ηγέτης της αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργός Γαΐρ Λαπίντ.
Ο πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής της Κνεσέτ (Κοινοβουλίου) Σίμτσα Ρότμαν προγραμμάτισε ακροάσεις για το επίμαχο νομοσχέδιο κάθε μέρα από Κυριακή έως Τετάρτη.
Δείχνει έτσι να απορρίπτει τις εκκλήσεις για επιβράδυνση ή διακοπή της εξέτασης του νομοσχεδίου στην Κνεσέτ για να επιτραπούν διαπραγματεύσεις για συμβιβασμούς και είναι έτοιμος να τηρήσει αυστηρά το χρονοδιάγραμμα που είχε ανακοινώσει με τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιαρίβ Λέβιν.
Αυτό το χρονοδιάγραμμα προβλέπει την έγκριση των βασικών στοιχείων της μεταρρύθμισης πριν από το τέλος της χειμερινής συνόδου της Κνεσέτ, στις 2 Απριλίου.