«Θέλω την μανούλα μου»… λέει κλαίγοντας το μικρότερο παιδί 36χρονης στρατιωτικού που πέθανε στο μοιραίο τρένο στα Τέμπη. «Την κόρη μου δεν πρόκειται να την φέρει πίσω όλο το χρυσάφι του κόσμου» λέει ο πατέρας της 28χρονης Ελπίδας. «23.23: Κάπως έτσι τελείωσε η ανέμελη ζωή μου» είπε 26χρονη επιζήσασα από την Θεσσαλονίκη που μίλησε για εφιάλτες που θα την στοιχειώνουν για πάντα. «Τους είπα ό,τι έχει μείνει θέλω να το θάψω» λέει ο πατέρας ενός ακόμη φοιτητή…
Ο πόνος για τους νεκρούς του δυστυχήματος στα Τέμπη είναι ανείπωτος. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με αυτούς που έμειναν πίσω, όχι μόνο για τους συγγενείς, αλλά και για τους επιζήσαντες, οι οποίοι περνούν τον δικό τους Γολγοθά.
Ακόμη και οι διασώστες -των οποίων τα μάτια έχουν δει πολλά- είπαν ότι αντίκρισαν ιδιαίτερα σκληρές εικόνες ενώ μίλησαν με οργή για τις συνθήκες που έγινε το δυστύχημα και τόνισαν ότι «οι συμπατριώτες μας και τα παιδιά μας χάνονται χωρίς λόγο και αιτία».
Το βασικό ερώτημα που πλανάται από την στιγμή που σημειώθηκε η νέα τραγωδία που συγκλόνισε τους πάντες είναι ένα… Θα απαντήσει κάποιος στην αδιαμφισβήτητη ανάγκη των γονέων και των συγγενών που είχαν έχασαν τα δικά τους πρόσωπα μέσα στο τραίνο, για το ποιοι είναι υπεύθυνοι για τον άδικο θάνατό τους;
Οι μαρτυρίες που έρχονται τις τελευταίες ώρες από όσους επέζησαν, από τους συγγενείς των θυμάτων αλλά και τους διασώστες είναι ανατριχιαστικές…
Αδελφή θύματος: «το μικρότερο παιδί της φωνάζει ‘θέλω την μανούλα μου’»
Η Κάτια Δουρμίκα, είναι αδερφή της 36χρονης στρατιωτικού και μητέρας 2 παιδιών που «χάθηκε» στα Τέμπη, Έλενας Δουρμίκα.
Η Έλενα Δουρμίκα έχασε τη ζωή της στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, ήταν 36 ετών, στρατιωτικός, μητέρα δύο παιδιών και είχε ταξιδέψει στην Αθήνα για υπηρεσιακούς λόγους.
Η τελευταία επικοινωνία που είχε με τον άντρα της ήταν στις 22:30, που του είπε ότι ήταν πολύ ώρα σταματημένοι και πως η γραμμή δεν είχε ρεύμα και θα τους έβαζαν σε άλλη γραμμή.
«Θέλω να πω ότι είναι πολύ άδικο αυτό που έχει γίνει. Το κορίτσι είχε πάει στην Αθήνα να περάσει Επιτροπή γιατί ήταν αρκετό χρόνο εκτός υπηρεσίας. Έχω πάρα πολύ θυμό μέσα μου, δεν μπορούσε να γίνει υπηρεσιακά αυτή η δουλειά και πηγαινοερχόταν τόσο καιρό το κορίτσι Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη – Βέροια, Αθήνα – Βέροια» σημείωσε αρχικά η αδερφή της.
Αναφορικά με την οικογένεια του θύματος η κ. Δουρμίκα είπε ότι είναι σε τραγική κατάσταση. «Θέλω την μανούλα μου, φωνάζει το μικρότερο παιδί της ενώ το μεγαλύτερο δεν έχει ξεσπάσει ακόμα», συμπλήρωσε η αδερφή του θύματος.
Επέζησε από το βαγόνι 2
Άγγελος Φανουράκης. Φοιτητής που επέζησε από το δεύτερο βαγόνι. Η κατάσταση της υγείας του Άγγελου Φανουράκη σήμερα είναι με κατάγματα στην μέση του και θα φοράει κηδεμόνα για 15 ημέρες. Οι γιατροί του είπαν ότι σε σχέση με το συμβάν, δεν είναι έπαθε τίποτα.
Ο ίδιος περιέγραψε τα όσα έζησε. «Ήμουν στο βαγόνι δύο. Την ώρα της σύγκρουσης ακούστηκε ένας πολύ δυνατός θόρυβος και ταυτόχρονα μία λάμψη, μετά ένα κενό και μετά ήρθε ο εκτροχιασμός του βαγονιού. Επικράτησε σκοτάδι. Στο θάλαμό μου ευτυχώς υπήρχε ένα κορίτσι που κράταγε ένα κινητό και μπόρεσα να το πάρω για φακό κι έτσι βρήκα και το κινητό μου. Με το φακό από το κινητό μου βρήκα ένα παραθυράκι που είχε μείνει και περάσαμε και οι τρεις μας. Πήγα στο κεντρικό βαγόνι και βγήκαμε από ένα παράθυρο του τρένου».
Κατόπιν, ο Άγγελος ανέφερε ότι τοποθέτησαν τις βαλίτσες τους έξω από το βαγόνι για να μειώσουν την ένταση της πτώσης από το παράθυρο που είχαν βρει και πήδηξαν από το βαγόνι πάνω στις βαλίτσες. Και συνέχισε την περιγράφή του για τα λεπτά μετά στην σύγκρουση: «Εκείνη την ώρα είχα το νου μου να βγούμε με τα άλλα δύο κορίτσια από το βαγόνι. Η συγκέντρωσή μου ήταν πάνω σε αυτό. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον, ήμασταν άγνωστοι αλλά εκείνη την ώρα γίναμε πιο καλά κι από γνωστοί».
«23.23: Κάπως έτσι τελείωσε η ανέμελη ζωή μου
Η κοπέλα δεν έχει συνέλθει από τραγικά περιστατικά που βίωσε, ενώ δεν μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός όταν την καλούσε ένας πατέρας στο τηλέφωνο και της είπε «κοπελιά με πήρε ο γιος μου από το δικό σου τηλέφωνο, πού είναι;», ενώ εκείνη δεν είχε κάποια απάντηση.
«23.23: Κάπως έτσι τελείωσε η ανέμελη ζωή μου. Βλέποντας τον θάνατο κατάματα. Μην ρωτάτε πως έγινε. Το θέμα είναι ότι έγινε. Απλά όλα σβήνουν, Ανοίγεις τα μάτια σου, αισθάνεσαι αίματα παντού, ανθρώπους να σε έχουν καταπλακώσει, γυαλιά σε όλο σου το κορμί και να σου καίει το πρόσωπο η φλόγα που έρχεται κατά πάνω σου», είπε αρχικά.
«Αλλά δεν σε τρομάζει αυτό. Σε τρομάζει ο διπλανός σου, που σου ουρλιάζει «κοπελιά βοήθα με, τα παιδάκια μου». Σε τρομάζει η κυρία που έβλεπες κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού σου απέναντί σου, και τώρα δεν την αναγνώριζες από το πώς έχει παραμορφωθεί το πρόσωπό της, από τα αίματα. Σε τρομάζουν τα ουρλιαχτά ‘καιγόμαστε, πεθαίνουμε’. Και απλά εκεί γίνεσαι «ένα» με τον άλλον τον άγνωστο που σε όλο το ταξίδι δεν ανταλλάξαμε κουβέντα» είπε.
«Πρέπει να πηδήξουμε από το τρένο, έχει γυρίσει το βαγόνι, δεν μπορούμε να βγούμε, σπάστε το παράθυρο, καιγόμαστε, γρήγορα, θα τα καταφέρουμε» είναι κάποιες από τις ατάκες που άκουγε η κοπέλα, οι οποίες και την στιγμάτισαν.
«Τους είπα ‘ό,τι έχει μείνει θέλω να το θάψω’»
Ο πατήρ Χριστόδουλος, ο πατέρας του αδικοχαμένου στα Τέμπη, Κυπριανού Παπαϊωάννου, μίλησε επίσης στο MEGA για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την παραλαβή της σορού του παιδιού του.
«Ώρες – ώρες είμαστε άνθρωποι και λυγίζουμε. Είναι κάτι που δεν αντιμετωπίζεται. Έναν χρόνο πριν ο πάππους του Κυπριανού είχε δει όνειρο τον θάνατό του», αποκάλυψε αρχικά ο πατήρ Χριστόδουλος. Σχετικά με το όνειρο του παππού του φοιτητή, είπε πως, «ο Κυπριανός, μού έλεγε “μπαμπά να προλάβουμε να κάνουμε τους γάμους”. Το βράδυ του δυστυχήματος, θυμήθηκα το όνειρο. Από που να ζητήσω δικαιοσύνη, από τους ανθρώπους; Ο Θεός δίνει τη δικαιοσύνη, ας κάνει ό,τι θέλει ο καθένας».
«Δεν με ενδιαφέρει η τιμωρία. Ένιωσα, όταν άγγιζα το κορμί του παιδιού μου τη μαχαιριά όταν δεν μου τον έδιναν να τον δω. Το πρόβλημα ήταν να βρω το σώμα του. ‘όταν είδα το παιδί και ήταν ακέραιο, ήταν ιλαρό το πρόσωπό του, ήρεμο το πρόσωπό του, χτυπημένο με μώλωπες. Είδα την ψυχή μέσα από αυτόν και τότε ησύχασα. Όταν το σώμα του, το έφερα στην Κύπρο, άνοιξα την σακούλα που μου τον έδωσαν, άνοιξα και το περιποιήθηκα. Ήθελαν να μου τον δώσουν «πακέτο» και να τον θάψω «πακέτο». Τους είπα πως ό, τι έχει μείνει θέλω να το θάψω», συμπλήρωσε ο πατήρ Χριστόδουλος.
«Η μυρωδιά της καμένης σάρκας μας στοιχειώνει ακόμα»
«Όταν πήγαμε εμείς είδαμε μία σκηνή από ταινία του Χόλιγουντ. Ένα βομβαρδισμένο τοπίο, κόσμο που προσπαθούσε να βοηθήσει άλλο κόσμο, τραυματίες να τους πάμε σε ασφαλές σημείο. Ελέγχαμε εάν κάτω από τα σίδερα υπάρχουν ζωντανοί και εφόσον έγινε αυτό με τον κρατικό μηχανισμό, ξεκινήσαμε το μακάβριο έργο, ό,τι βρίσκαμε να το τοποθετούμε σε σακούλα, να το δίνουμε στο ΕΚΑΒ και στο νοσοκομείο στη Λάρισα», λέει ο διευθυντής διασωστών, του νομού Λάρισας, Γιάννης Ξανθόπουλος.
»Οι σκηνές ήταν σκληρές για όλους μας. κάποιοι από εμάς δεν είχαν αντικρίσει κάτι τέτοιο στη ζωή τους. όταν το βράδυ χαλαρώναμε αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πού είχαμε πάει και τι βλέπαμε. Μετά από σχεδόν 15 μέρες οι διασώστες έχουμε αυτές τις εικόνες στο μυαλό μας. όταν πλησιάσαμε υπήρχε η μυρωδιά, από τα καλώδια, από τα διάφορα εξαρτήματα του τρένου, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και η μυρωδιά της ανθρώπινης σάρκας. Ήμασταν όλοι με μάσκες γιατί δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε διαφορετικά» », συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τους ανατριχιαστικούς διαλόγους ανάμεσα στους σταθμάρχες, ο κ. Ξανθόπουλος ανέφερε αρχικά πως, «Έχω ακούσει τους διαλόγους, αλλά δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη γιατί είμαι εθελοντής. Δεν θα ήθελα να εκφραστώ στον αέρα. Είμαστε στον 21ο αιώνα και να έχουμε τέτοια χάλια; Είναι άδικο. Χάνουμε συμπατριώτες μας, τα παιδιά μας, χωρίς λόγο και αιτία. Ο μηχανισμός της Πολιτικής Προστασίας, η πυροσβεστική, το ΕΚΑΒ, η αστυνομία, οι εθελοντές, λειτουργήσαν πολύ γρήγορα, από πληροφορίες που υπήρχαν από περαστικούς από την Εθνική Οδό, είτε από το σύστημα παρακολούθησης που είχε η Εθνική Οδός, ψάχναμε τι έχει γίνει».