Αρχαίος ιός που περίμενε δεκάδες χιλιάδες χρόνια στο μονίμως παγωμένο έδαφος της Σιβηρίας αναβίωσε στο εργαστήριο και παρέμεινε μολυσματικός, μια εξέλιξη που αναδεικνύει τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι το λεγόμενο περμαφρόστ, έδαφος που μένει κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου όλη τη διάρκεια του έτους, προσφέρει άριστο περιβάλλον για τη διατήρηση οργανικών υλικών, καθώς τα προστατεύει από το φως και το οξυγόνο της επιφάνειας.
Μουμιοποιημένα τριχωτά μαμούθ και άλλα προϊστορικά ζώα έρχονται συχνά στην επιφάνεια καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας στην Αρκτική ξεπαγώνει τα εδάφη για πρώτη φορά εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
Ο Ζαν-Μισέλ Κλαβεριέ, καθηγητής της Ιατρικής Σχολή της Μασαλίας, μελετά εδώ και χρόνια αρχαίους ιούς του παγωμένου εδάφους προκειμένου να εκτιμήσει τους δυνητικούς κινδύνους για τον άνθρωπο.
Το 2024, ο Κλαβεριέ και οι συνεργάτες του κατάφεραν να αναστήσουν ιό-ζόμπι που παρέμενε κατεψυγμένος στο έδαφος της Σιβηρίας για 30.000 χρόνια.
Για λόγους ασφάλειας, η ερευνητική ομάδα δεν μελετά ιούς που θα μπορούσαν να μολύνουν τον άνθρωπο, αλλά τους λεγόμενους «γιγάντιους ιούς» που προσβάλλουν αμοιβάδες και είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να γίνονται ορατοί σε απλό οπτικό μικροσκόπιο.
Στη νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Viruses, η ομάδα του Κλαβεριέ περιγράφει μια ποικιλία γιγάντιων ιών που απομονώθηκαν από επτά διαφορετικές περιοχές της Σιβηρίας και μπορούσαν να προσβάλλουν αμοιβάδες μετά την απόψυξή τους.
Τα νεότερα δείγματα προέρχονταν από τα στομάχια ενός μαμούθ και μιας κατσίκας που παρέμεναν στο περμαφρόστ για 27.000 χρόνια.
Ο δε αρχαιότερος από τους νέους ιούς-ζόμπι, ηλικίας 48.500 ετών, βρέθηκε σε δείγμα που ελήφθη από βάθος 16 μέτρων κάτω από την επιφάνεια.
Η μελέτη προειδοποιεί ότι το παγωμένο υπέδαφος της Σιβηρίας περιέχει μια πληθώρα διαφορετικών ιών, ορισμένοι από τους οποίους είναι λογικό να υποτεθεί ότι μπορούν να προσβάλλουν θηλαστικά όπως ο άνθρωπος.
Οι ερευνητές υπενθυμίζουν εξάλλου τρία προηγούμενα ανησυχητικά περιστατικά.
Το πρώτο αφορά το πτώμα μιας γυναίκας που βρέθηκε θαμμένη στο παγωμένο υπέδαφος της Αλάσκας και περιείχε γενετικό υλικό του ιού της γρίπης που προκάλεσε την πανδημία του 1918.
Διαφορετική ερευνητική ομάδα ανακάλυψε το 2012 τη γενετική υπογραφή του ιού της ευλογιάς στο πτώμα γυναίκας που είχε θαφτεί στη Σιβηρία 300 χρόνια νωρίτερα.
Πιο πρόσφατα, το καλοκαίρι του 2016, επιδημία άνθρακα που σκότωσε πάνω από 2.000 ταράνδους και προσέβαλε αρκετούς ανθρώπους συνδέθηκε με την απόψυξη εδαφών που περιείχαν σπόρια του βακτηρίου Bcollus anthracis.