Η Ευδοκία Τσαγκλή είναι μεταξύ των τραυματιών του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη. Η πρώην παίκτρια του Big Brother, ταξίδευε με το μοιραίο τρένο μαζί με τους φίλους της και ήταν από τους τυχερούς που κατάφεραν να σωθούν και να βγουν ζωντανοί με κάποια τραύματα.
Η ίδια μοιράστηκε την εμπειρία της μιλώντας στους «Πρωταγωνιστές» και περιέγραψε πώς βοήθησε μία κοπέλα που κρεμόταν από το βαγόνι.
Λίγες ώρες μετά, δέχτηκε ένα συγκινητικό μήνυμα από την μητέρα της κοπέλας, η οποία θέλησε να την ευχαριστήσει που έσωσε την κόρη της, και το μοιράστηκε με τους ακολούθους της.
«Καλησπέρα Ευδοκία μου και συγγνώμη για την ενόχληση. Είμαι η Κ. μητέρα της… Ήταν το κορίτσι που ήταν κρεμασμένο και δεν πήδηξε γιατί ο Θεός επέλεξε να ζήσει. Εσύ και ο Χριστός τη βοηθήσατε. Ήθελα λοιπόν, με αυτό το απρόσωπο μήνυμα να σε ευχαριστήσω από τα βάθη της ψυχής μου και να σου ευχηθώ ταχεία ανάρρωση σωματικά και ψυχικά! Εύχομαι κάποια στιγμή να σε γνωρίσω από κοντά και να σου σφίξω τα χεράκια σου, τα οποία βοήθησαν το κοριτσάκι μου», έγραφε το συγκινητικό μήνυμα που δέχτηκε.
Η ίδια σημείωσε: «Μου έστειλε η γλυκύτατη μαμά της κοπέλας που βοήθησαν να μην πέσει. Έχει πολλά εγκαύματα, αλλά είναι καλύτερα! Το κορίτσι που πήδηξε έχει σοβαρά κατάγματα αλλά είναι και εκείνη καλύτερα».
Η ανάρτησή της
Η συγκλονιστική εξομολόγησή της
Στην εκπομπή, «Πρωταγωνιστές» η Ευδοκία Τσαγκλή περιέγραψε την «κόλαση» που βίωσε και συγκλόνισε. Η Ευδοκία Τσαγκλή είπε αρχικά: «Έκανα κάθε βδομάδα το ίδιο δρομολόγιο και τις ίδιες ώρες. 19:22. Κάθε βδομάδα από το 2019 ξεκίνησα να είμαι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Θα ήθελα να μάθω πόσες ώρες έχω περάσει στα τρένα. Διχάζομαι εάν πρέπει να σταματήσω τα δρομολόγια. Λένε πώς εάν σε φοβίζει κάτι πρέπει να το κάνεις γρήγορα ξανά. Αλλά είναι αυτός ο διχασμός μέσα μου, αυτή η σύγκρουση, της ζωής και του θανάτου, της ελπίδας και του θανάτου. Και εγώ έχω αυτό το ερώτημα, θα το ξανακάνω; Για εμένα έχει απλωθεί και λίγο παρακάτω. Η μητέρα μου είναι επιστήμονας, οδηγεί ήρεμα, με χαμηλή ταχύτητα και πάντα με νευρίαζε που οδηγούσε αργά και πλέον της λέω “κόψε”. Τα σοβαρά τραύματα δεν τα βλέπεις. Από τη μία λέω σώθηκες και από την άλλη λέω πέθαιναν. Το κάταγμα δεν είναι σωματικό, είναι ψυχικό. Ο πόνος είναι πολύ λίγος και έχω σπάσει πολλά πράγματα πάνω μου».
Και πρόσθεσε: «Όταν συνέβη προφανώς ο κόσμος ούρλιαζε πολύ και δεν θα το ξεχάσω. Εγώ φώναζα όλα καλά θα πάνε, ηρεμία. Το έλεγα πιο πολύ στον εαυτό μου, δεν πίστεψα στιγμή ότι θα πεθάνω. Καθόμουν στη θέση 104 μαζί με 5 παιδιά και έναν γάτο. Ήταν μια κοπέλα που είχε τον γάτο και τον πήγαινε βόλτα για να μην κλαίει. Τον περπατούσε 2,5 ώρες πάνω κάτω και της λέω “Έλα κάτσε θα τον κάνω εγώ βόλτα”. Κάποια στιγμή σήκωσε τα αυτιά του πάνω και νιαούριζε πολύ και λέω “Μάλλον, Λου θες τη μαμά σου”. Πάω πίσω, καθόμαστε αλλά σύντομα έγινε αυτό».
Στη συνέχεια, ανέφερε: «Εγώ ήταν να ήμουν στο σύμπαν και να με κοπανούσαν σε μια αιωνιότητα. Μαυρίζουν όλα και αρχίζει “ξύλο”. Κουλουριάζομαι. Ήμουν μια μπάλα που κοπανιόταν ανελέητα σε ένα μαύρο. Εάν υπάρχει κάτι σε κόλαση, είναι ό,τι πιο κοντά έχω φτάσει. Δεν ήταν βαγόνι πια αυτό που έχω εικόνα. Σήκωσα μέταλλα, σίδερα, είχε φωτιά από κάτω. Η πρώτη σκέψη ήταν “πρέπει να βγεις, θα καείς”. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δω ότι είμαι αρτιμελής. Θυμάμαι την αγωνία ότι μετακινούσα σίδερα, βλέπω τον ουρανό και βλέπω και είμαι πάνω και κάτω είχε πέτρες. Μία κοπέλα ουρλιάζει και πέφτει κάτω και σπάει. Μία άλλη κοπέλα κρέμεται να πέσει και με παρακάλεσε να τη σηκώσω γιατί δεν θέλει να πεθάνει. Αισθάνεσαι ότι είναι 3 κιλά εκείνη τη στιγμή από την αδρεναλίνη. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια της».
«Είχε φωτιά από κάτω, από πίσω και αριστερά. Εκείνη την ώρα σκέφτεσαι “Θα γίνει έκρηξη; Μήπως έχω δευτερόλεπτα; Κλάσματα δευτερολέπτου;”. Συγγνώμη, κάνω κάποια black out, έχω διαλείψεις. Μου έχουν πει ότι θα σταματήσει γιατί είναι σοκ του οργανισμού. Βλέπω μια μάζα με σίδερα στο πλάι και λέω ότι δεν θα πάω εκεί γιατί θα σκοτωθώ. Και θυμάμαι να φυσάει και να φέρνει φωτιά, πίσσα, σκόνη, ζέστη. Αφήνω τα χέρια μου και πέφτω κάτω. Πέταξα το μπουφάν για να κάνω πιο μαλακή την επιφάνεια. Σκέφτηκα να μην πέσω με τα πόδια γιατί μπορεί να γίνει κάτι και να μην μπορέσω να τρέξω. «ατάλαβα ότι χτύπησα αλλά δεν πονάς εκείνη την ώρα. Μου θύμισε όπως όταν ρίχνεις νερό σε μυρμήγκια και φεύγουν σε διάφορες κατευθύνσεις. Έτσι και εμείς, δεν ξέραμε που να πάμε. Ήμουν η πρώτη που μπήκα στο ασθενοφόρο, η πρώτη που μπήκε στο νοσοκομείο», κατέληξε.