Με την ελληνική κοινωνία να παραμένει παγωμένη από την τραγωδία των Τεμπών, ακριβώς δύο εβδομάδες πριν, και τους πολίτες να ζητούν τιμωρία όλων των ενόχων και διασφάλιση ότι θα φτιαχτεί ένα κράτος που θα τους προστατεύει, η χώρα μπαίνει σε προεκλογική περίοδο.
Αν δεν είχε συμβεί το τραγικό γεγονός με τους 57 νεκρούς, κατά πάσα βεβαιότητα την ερχόμενη Παρασκευή θα είχαμε διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών για τις 9 Απριλίου.
Τώρα οι κάλπες μετατέθηκαν για τον Μάιο (;) κι ενδεχομένως για αρχές Ιουλίου οι δεύτερες εκλογές, με τα κόμματα να έχουν περισσότερο πολιτικό χρόνο για να ξεδιπλώσουν το πρόγραμμά τους.
Ένα πρόγραμμα που πλέον αλλάζει ριζικά για όλους καθώς σε πρώτη προτεραιότητα μπαίνει το κράτος και πώς αυτό θα γίνει καλύτερο. Αν δηλαδή για τη ΝΔ η μέχρι πρότινος λογική τους για τις εκλογές ήταν η σύγκριση με την τετραετία ΣΥΡΙΖΑ σε οικονομικό κυρίως επίπεδο, τώρα αναγκαστικά στο Μαξίμου επαναχαράσσουν τη στρατηγική τους. Και για τον κ. Μητσοτάκη το δίλημμα θα οδηγηθεί στο ποιος μπορεί να φτιάξει καλύτερα το κράτος, ποιος είναι πιο ικανός να ηγηθεί της μεγάλης τομής που πρέπει να υπάρξει σε όλα τα επίπεδα.
Από την άλλη στον ΣΥΡΙΖΑ θα «χτυπήσουν» με φόντο τους θεσμούς, τις ιδιωτικοποιήσεις που διαλύουν αντί να φτιάχνουν, την καταστροφική 4ετία Μητσοτάκη, τις εγκληματικές παραλείψεις που οδήγησαν στο δυστύχημα στα Τέμπη.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με τις πρώτες δημοσκοπήσεις να δείχνουν την τάση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, πλέον στα κομματικά γραφεία έχουν αρχίσει και φτιάχνουν σενάρια επί σεναρίων για το τι θα επικρατήσει μετά τις κάλπες. Τις πρώτες και τις δεύτερες προκειμένου να μην υπάρξουν και… τρίτες.
Το σενάριο της ακυβερνησίας
Ολοι αποκλείουν το σενάριο της ακυβερνησίας και μιας χώρας που θα λειτουργεί με υπηρεσιακές κυβερνήσεις, ωστόσο, για να μη συμβεί αυτό θα απαιτηθούν συναινέσεις και συνεργασίες που στην παρούσα φάση δε φαίνεται να είναι εφικτές. Ολοι είναι εναντίον όλων, με σκληρές εκφράσεις, με παντελή αδυναμία συνεννόησης ακόμη και για το πώς θα αποδοθεί δικαιοσύνη για το έγκλημα στα Τέμπη.
Ωστόσο, κορυφαίοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες αγωνιούν για την επόμενη ημέρα των εκλογών και για το αν μπορεί να προκύψει σταθερή κυβέρνηση με μεγάλο χρονικό ορίζοντα κι όχι για μερικούς μήνες.
Εκφράζουν φόβους για αποσταθεροποίηση της οικονομίας, σε μια χρονική περίοδο όπου η κατάρρευση μικρών αμερικανικών τραπεζών, απειλεί το παγκόσμιο οικονομικό – τραπεζικό σύστημα.
Φοβούνται επίσης ότι η «διπλωματία των σεισμών» και ο μήνας του μέλιτος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ καιρό, είτε νικητής στις εκλογές της 14ης Μαίου στη γειτονική χώρα είναι ο Ερντογάν είτε ο Κιλιντζάρογλου. Εκτιμούν δηλαδή ότι οι ακραίες, επιθετικές, εθνικιστικές τάσεις και η σκληρή ρητορική κατά της Ελλάδας κάποια στιγμή θα βγει ξανά στο προσκήνιο. Κι ότι η θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας» θα βγει και πάλι στο προσκήνιο.
Για το λόγο αυτό οι ίδιοι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι συνιστούν ψυχραιμία και πολιτική λογική προκειμένου να μην οδηγηθεί η χώρα σε περιπέτειες που θα φέρει μια ακυβερνησία πολλών μηνών. Ή ακόμη και τον σχηματισμό μιας θνησιγενούς κυβέρνησης και νέες κάλπες μετά από σύντομο χρονικό διάστημα.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο τα κόμματα είναι σε θέση να συνεννοηθούν μετά την ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Η ψήφος άλλωστε και τα ποσοστά που θα δώσει ο κόσμος στα κόμματα είναι αυτά που θα κρίνουν την επόμενη ημέρα.
Το «φάντασμα του 2012»
Σε κάθε περίπτωση τα μετεκλογικά σενάρια δίνουν και παίρνουν, υπό το… φόβο της αντισυστημικής ψήφου, όπως αυτό συνέβη το 2012. Δηλαδή εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά για τα δύο πρώτα κόμματα εξουσίας, ριζικό «σπάσιμο» του δικομματισμού με αθροιζόμενα ποσοστά κάτω κι από 50%, ενίσχυση των μικρότερων κομμάτων, περισσότερα από 6 κόμματα στη Βουλή.
Είναι το σενάριο της αποδοκιμασίας των κομμάτων που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια και που σε μια κοινωνική φάση οργής για τα κακώς κείμενα η «μπάλα παίρνει» τους πάντες.
Αυτό το σενάριο θεωρείται υπό τις παρούσες συνθήκες το πιο πιθανό, να επιστρέψει δηλαδή ο «εφιάλτης του 2012» για τα κόμματα.
Τι είχε γίνει το 2012
Υπενθυμίζεται ότι στις βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 από την κυβέρνηση Παπαδήμου, πρώτο κόμμα ήρθε η Νέα Δημοκρατία με ιστορικά χαμηλό ποσοστό 18,85%, δεύτερο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά με 16,75%, προάγγελος του καλπασμού στην εξουσία που ήρθε τρία χρόνια μετά.
Τρίτο κόμμα ήταν το ΠΑΣΟΚ με 13,81%, τέταρτο οι Ανεξάρτητοι Ελληνες με 10,62%, πέμπτο το ΚΚΕ με 8,48%, έκτο η Χρυσή Αυγή με 6,97% και έβδομο η Δημοκρατική Αριστερά με 6,11%. Η αποχή άγγιξε το 35%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ψηφοφόροι έδωσαν δύναμη, αλλά με ποσοστό κάτω από 2%, στους Οικολόγους με 2,93%, στον ΛΑΟΣ με 2,89%, στη Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη με 2,55%, στη Δημιουργία Ξανά με 2,15%, στη Δράση με 1,80%, στην Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή με 1,19%.
Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης οδήγησε στην υπηρεσιακή υπό τον Πάνο Πικραμμένο και στις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Η ΝΔ πήρε ποσοστό 29,66% και 129 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ 26,89% και 71 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 12,28% και 33 έδρες, οι Ανεξάρτητοι Ελληνες 7,51% και 20 έδρες, η Χρυσή Αυγή 6,92% και 18 έδρες, η Δημοκρατική Αριστερά 6,26% και 17 έδρες και το ΚΚΕ 4,51% και 12 έδρες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και σε αυτές τις εκλογές η αντισυστημική ψήφος έκανε την εμφάνισή της. Τα δύο πρώτα κόμματα βρέθηκαν κάτω από 60%, είχαμε επτακομματική βουλή με ισχυρή παρουσία της ακροδεξιάς ενώ υπήρξαν κόμματα εκτός Βουλής που είχαν σημαντικό ποσοστό, όπως η Δημιουργία Ξανά των Τζήμερου – Μάνου με 2,36%, οι Οικολόγοι με 2,05%, ο ΛΑΟΣ με 1,32%.
Η ιστορία γράφτηκε με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να συμφωνούν για να σχηματίσουν την κυβέρνηση Σαμαρά.
Αυτό που παρατηρεί κανείς για εκείνη τη χρονική περίοδο είναι ότι η ακυβερνησία κράτησε σχετικά λίγο. Οι πρώτες εκλογές προκηρύχθηκαν στις 11 Απριλίου και σταθερή κυβέρνηση είχαμε στα μέσα Ιουνίου, ουσιαστικά δύο μήνες κράτησε η αβεβαιότητα και η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος.
Αυτή την εποχή μελετούν και σήμερα οι πολιτικοί αναλυτές οι οποίοι δεν αποκλείουν μια ανάλογη εικόνα. Δηλαδή ισχυρή ενίσχυση της αντισυστημικής ψήφου, στροφή των ψηφοφόρων στα μικρά κόμματα, αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης λόγω των μεγάλων διαφορών των κομμάτων και νέες κάλπες.
Δεν αποκλείεται δηλαδή να δούμε την πρώτη Κυριακή χαμηλά ποσοστά των πρώτων κομμάτων ως «απάντηση» των πολιτών στα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο «φόβος» και η «απειλή»
Το ερώτημα είναι αν και τη δεύτερη Κυριακή θα υπάρξει πλήρης κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού ή θα επικρατήσει ο φόβος της ακυβερνησίας.
Ενας φόβος, βεβαίως, που «ενισχύεται» από τα κόμματα που θέλουν να κυβερνήσουν, ως «απειλή» για τη χώρα. Δηλαδή στις δεύτερες κάλπες μπαίνουν σκληρά διλήμματα προκειμένου οι οργισμένοι και απογοητευμένοι ψηφοφόροι γυρίσουν στο «κομματικό μαντρί» που ανήκουν ή που αισθάνονται πιο κοντά.
Εχουν ιδιαίτερη σημασία πάντως, οι δηλώσεις του Νίκου Ανδρουλάκη, προέδρου του τρίτου κόμματος (με βάση τις δημοσκοπήσεις) που εμφανίζεται και ως «πολύφερνη νύφη» για ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για μια ενδεχόμενη συνεργασία.
Ο κ. Ανδρουλάκης συνεχίζει να μιλά για ισχυρό ΠΑΣΟΚ και για προοδευτικό πρόγραμμα που πρέπει να εφαρμοστεί στη χώρα, παίρνοντας ίσες αποστάσεις από Κυριάκο Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα.
«Εμείς δεν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας. Έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας, μεταξύ προγράμματος και φαυλότητας, μεταξύ αξιοκρατίας και αναξιοκρατίας» δήλωσε πρόσφατα ο κ. Ανδρουλάκης.
Αίσθηση όμως έχουν προκαλέσει οι αναφορές του ότι «η χώρα θα έχει κυβέρνηση μετά τις εκλογές, το θέμα είναι να έχει τη σωστή κυβέρνηση, ας αφήσει ο κ. Μητσοτάκης τα περί ακυβερνησίας».
Είναι προφανής η προσπάθεια του προέδρου του ΠΑΣΟΚ να «ακυρώσει» οποιονδήποτε πολιτικό εκβιασμό που θα οδηγούσε σε ενίσχυση του δικομματισμού.
Ο Ανδρουλάκης και οι άλλοι
Ο ίδιος δήλωσε ότι θέλει τις κυβερνήσεις συνεργασίας, διότι, όπως είπε, «είναι εμπόδιο στην αλαζονεία των ισχυρών», αλλά ξεκαθάρισε πως εννοεί τις προγραμματικές συνεργασίες, με βάση και την ευρωπαϊκή εμπειρία.
Σε ερώτηση αν η ακυβερνησία είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στη χώρα ο κ. Ανδρουλάκης απάντησε πως το χειρότερο είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα και σημείωσε: «Να έχουμε, δυστυχώς, κυβερνώντες οι οποίοι δεν θέλουν να αλλάξουν τη χώρα. Δεν θέλουν να φτιάξουν ένα κράτος αξιοκρατίας, υψηλού επιπέδου υπηρεσιών, διότι απλά δεν θέλουν να αλλάξουν οι ίδιοι νοοτροπία και αντίληψη για την πολιτική».
Σχετικά με τις μετεκλογικές συνεργασίες, ο κ. Ανδρουλάκης αναρωτήθηκε με νόημα «τι σημαίνει κυβέρνηση συνεργασίας; Σημαίνει κάθονται τρεις άνθρωποι σε ένα τραπέζι και μοιράζουν υπουργεία στους εκλεκτούς και στους φίλους τους; Όχι!» και κατέληξε: «…Ας αφήσει ο κ. Μητσοτάκης τους φόβους περί ακυβερνησίας. Η Ελλάδα θα έχει κυβέρνηση. Το θέμα είναι να έχει τη σωστή κυβέρνηση. Το ζήτημα είναι τι κυβέρνηση θα είναι. Θα είναι μία κυβέρνηση που θα κάνει κουμάντο ο κολλητός του Τσίπρα, ο Παππάς, που τον καταδικάζει το ειδικό δικαστήριο και τον βάζει ο ΣΥΡΙΖΑ στα ψηφοδέλτια; Σαν να λέει έχω γραμμένη τη δικαιοσύνη, στον ανώτατο βαθμό, στα παλιά μου τα παπούτσια; Αυτή είναι η νέα κουλτούρα; Ή ο κ. Μητσοτάκης που είχε έναν ανιψιό «αντ’ αυτού» στις υποκλοπές, στις υπογραφές των υπουργείων, όποιος ήθελε έπρεπε να βρει το Δημητριάδη. Εγώ εκπροσωπώ μία αλλαγή που έχει τον άνθρωπο και τον πολίτη στο επίκεντρο».
Χωρίς Τσίπρα και Μητσοτάκη;
Προφανώς ο κ. Ανδρουλάκης θέλει να εμφανίσει το ΠΑΣΟΚ ως ισχυρό πόλο εξουσίας και τρίτο δρόμο, ως επιλογή των πολιτών που δεν θέλουν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ο σκληρός τόνος που χρησιμοποιεί κατά Μητσοτάκη και Τσίπρα βάζει νέα σενάρια στο τραπέζι.
Κι αυτά δεν είναι άλλα από μια κυβερνητική συνεργασία ΝΔ με ΠΑΣΟΚ ή ΣΥΡΙΖΑ με ΠΑΣΟΚ αλλά με προαπαιτούμενο τη μη συμμετοχή σ’ αυτήν των κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα. Πολλοί λένε ότι δεν μπορεί το τρίτο κόμμα να επιβάλει κάποιο άλλο πρόσωπο για πρωθυπουργό κι όχι τον νικητή των εκλογών, είτε αυτός είναι ο νυν πρωθυπουργός είτε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, στα πολιτικά γραφεία ήδη κάποιοι μελετούν και αυτό το σενάριο και ψάχνουν πρόσωπα που θα μπορούσαν να αναλάβουν πρωθυπουργοί σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.
Με έναν αστερίσκο για το πόσο μακρύ βίο θα είχε μια τέτοια κυβέρνηση, είτε έχει πρωθυπουργό έναν τεχνοκράτη, είτε ένα πολιτικό πρόσωπο που θα συμφωνήσουν τα κόμματα.
Βεβαίως, υπάρχει και το πιο ακραίο σενάριο της συγκυβέρνησης των τριών πρώτων κομμάτων, με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής.
Αλλά κανείς δεν θα απέκλειε μια «κυβέρνηση των νικητών», δηλαδή με πρώτο κόμμα τον ΣΥΡΙΖΑ και συνεργασία με ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ 25, αν βεβαίως βγαίνουν τα «κουκιά».
Τέλος το σενάριο της συγκυβέρνησης ΝΔ με την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου προϋποθέτει υψηλά ποσοστά του πρώτου κόμματος και υψηλά ποσοστά και για την Ελληνική Λύση. Σε μια τέτοια περίπτωση θεωρείται αδύνατη η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τρικομματική με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ελληνική Λύση.