Σήμερα ουδείς γνωρίζει πόσο ασφαλείς είναι οι γέφυρες στη χώρα μας και κάθε πόσο ελέγχονται, με εξαίρεση αυτές που κτίστηκαν τα τελευταία χρόνια στους σύγχρονους αυτοκινητοδρόμους. Σύμφωνα με ειδικούς, οι γέφυρες που χτίστηκαν από το ’50 έως το ’80 στο παλιό εθνικό και επαρχιακό δίκτυο είναι αφημένες στην τύχη τους (!). «Δυνητικά η κατάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εκρηκτική», λέει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) Θεοδόσης Τάσιος. «Ενδέχεται από εδώ και πέρα να δούμε πολλά τέτοια φαινόμενα από προβλήματα αστοχίας λόγω γήρανσης των έργων», συμπληρώνει.
Και το πρόβλημα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός πως σήμερα δεν υπάρχει κανένας «φάκελος για τον ασθενή». Η κατάσταση αναμένεται να αλλάξει, ύστερα από περίπου ενάμιση χρόνο, όταν θα έχει ολοκληρωθεί από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) το Εθνικό Μητρώο Υποδομών.
Μόνο τότε θα ξέρουμε, όπως λένε πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, ποιος είναι υπεύθυνος για το έργο/γέφυρα, πότε συντηρήθηκε και να έχουμε όλες τις άλλες απαραίτητες πληροφορίες που απαιτούνται.
Ποιες υπόκεινται σε έλεγχο και ποιες όχι
Κατά τις ίδιες πηγές, οι γέφυρες που χτίστηκαν τα τελευταία χρόνια στους σύγχρονους αυτοκινητοδρόμους είναι οι μόνες που υπόκεινται σε συστηματικούς ελέγχους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί, όπως επισημαίνει ο δρ πολιτικός μηχανικός/πρόεδρος της ΓΕΦΥΡΑ ΑΕ και διευθύνων σύμβουλος της Ολυμπία Οδός ΑΕ Π. Παπανικόλας, ότι για τις παλιές γέφυρες που υπάρχουν κατά μήκος των αυτοκινητόδρομων έχει γίνει καταγραφή ενώ προχωρούν και οι συντηρήσεις.
Για τις υπόλοιπες γέφυρες, οι ευθύνες γίνονται συνήθως μπαλάκι μεταξύ της Περιφέρειας και των Δήμων. Το ζήτημα θέτει «κομψά» ο δρ πολιτικός μηχανικός Τηλέμαχος Παναγιωτάκης λέγοντας πως ενώ η διεύθυνση οδικών έργων του υπουργείου Υποδομών έχει συντάξει σχετικό εγχειρίδιο, στα πλαίσια της επιθεώρησης και συντήρηση των γεφυρών, αντίστοιχα και οι παραχωρησιούχοι, εντούτοις η όλη διαδικασία εφαρμόζεται πιλοτικά από το Δημόσιο.
Χαρακτηριστική είναι – και – η απάντηση του Θ. Τάσιου στην ερώτηση: Ποια γέφυρα κινδυνεύει περισσότερο; «Είναι σαν να ρωτάς γιατρό ποιο νοσοκομείο είναι πιο επικίνδυνο», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Γι’ αυτό λέμε πως πρέπει να υπάρχει ενεργό Αρχείο Γεφυρών, για να εντοπίζουμε ποιες γέφυρες έχουν πρόβλημα».
Βρίσκονται στα «γεράματά τους»
«Οι γέφυρες στην Ελλάδα ηλικιακά βρίσκονται στα “γεράματά τους” και δεν έχει γίνει κανένα συστηματικό τσεκάπ ή λίφτινγκ», επισημαίνει ο Π. Παπανικόλας. «Τα συνήθη προβλήματα που συναντώνται στα παλιά γεφύρια του ’60, μεταξύ άλλων, είναι: κακής ποιότητας σκυρόδεμα με μικρή ποσότητα τσιμέντου. Μικρή ή ανύπαρκτη επικάλυψη σκυροδέματος με συνέπεια τη διάβρωση του σιδηροπλισμού και την αστοχία του φέροντος οργανισμού. Επιπλέον, έλλειψη μόνωσης μεταξύ της πλάκας του σκυροδέματος και του ασφαλτικού τάπητα αλλά και κακή τοποθέτηση αρμών και εφεδράνων».
Η γήρανση και η ελλιπής συντήρηση των υποδομών – και ιδίως των γεφυρών – δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά όλη την Ευρώπη, κατά τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πολιτικών Μηχανικών Αρη Χατζηδάκη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στη Γαλλία για παράδειγμα, η εκτίμηση είναι πως το 1/3 από τις 12.000 γέφυρες της χώρας θέλει συντήρηση. Μάλιστα, όπως λέει, στο 7% των περιπτώσεων η κατάσταση κρίνεται επικίνδυνη για κατάρρευση και χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση. Την ίδια ώρα, όπως λέει, στη Γερμανία, ενώ μόλις το 12,5% των γεφυρών θεωρείται πως βρίσκεται σε κακή κατάσταση, επίσης μόνο το 12,5% κρίνεται πως ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις, κοινώς δεν σχεδιάστηκαν για τα σημερινά φορτία. Αλλά και γειτονική μας Ιταλία η εκτίμηση είναι πως περίπου 300 γέφυρες αντιμετωπίζουν κίνδυνο αστοχίας.
Τι πρέπει να γίνει
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή Αντισεισμικών Κατασκευών στο ΕΜΠ Δημήτρη Καρύδη «πρέπει να γίνονται επιθεωρήσεις έπειτα από κάθε ακραίο γεγονός, όπως ένας σεισμός ή μια έντονη βροχόπτωση, επειδή μπορεί να επιβαρύνει την ασφάλεια μιας κατασκευής. Εφόσον ξεκινήσει η διάβρωση, αναπτύσσεται υπό μορφών γεωμετρικής προόδου».
Ενα παράδειγμα: η διάβρωση, όπως λέει, ο Παναγιώτης Καρύδης, ενός δομικού υλικού που παρατηρείται την τελευταία τριετία σε ένα έργο 50 ετών, μπορεί να είναι ίση με τη διάβρωση που αναπτύχθηκε τα πρώτα 30 χρόνια από την κατασκευή του έργου, και αυτός είναι ο λόγος, που οι συντηρήσεις θα πρέπει να γίνονται συχνότερα όσο τα έργα/γέφυρες γερνούν.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος Γεφυροποιών (IABSE) Ι. Σιγάλας υποστηρίζει «πως για τη μακροχρόνια ασφαλή χρήση των γεφυρών πρέπει να αξιοποιήσουμε την προηγμένη επιστημονική γνώση. Και η αξιοποίηση θα έχει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μόνο αν ακολουθήσει συστηματικά – και όχι αποσπασματικά – μια δέσμη κατάλληλων εργαλείων και μέτρων υπό την αιγίδα μιας Εθνικής Αρχής Γεφυρών».
Κατά τον πρόεδρο του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας δρα Β. Μπαρδάκη, το κόστος συντήρησης και αναβάθμισης των γεφυρών μπορεί να είναι χαμηλό και διαχειρίσμο, επειδή έχουμε τα εργαλεία, τις μεθόδους, τις τεχνικές και τις τεχνολογίες μαζί με τα υλικά για να προλάβουμε πολλές καταστροφές.