Η κατάρρευση δύο τραπεζών στις Ηνωμένες Πολιτείες και η επιμονή του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, σε συνδυασμό με την αναταραχή στην Ευρώπη εξαιτίας της Credit Suisse προκαλεί έντονη ανησυχία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και αυτό αποτυπώθηκε και στη σημερινή της συνεδρίαση.
Εν μέσω των κλυδωνισμών αυτών, η ΕΚΤ αποφάσισε να αυξήσει τα επιτόκιά της κατά 50 μονάδες βάσης, διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης παραμένει ισχυρό, και έχει όλα τα εργαλεία στην εργαλειοθήκη της για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Το σκεπτικό της απόφασης
Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό.
«Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με την αποφασιστικότητά του να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%».
Η ΕΚΤ τονίζει ότι το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας ενισχύει τη σημασία μιας προσέγγισης που εξαρτάται από τα δεδομένα για τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής, η οποία θα καθορίζεται από την εκτίμησή του για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και τη δύναμη της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Οι ανησυχίες
Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είναι έτοιμο να ανταποκριθεί όπως απαιτείται για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, με ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί, και για να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Εκτιμήσεις
Οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ οριστικοποιήθηκαν στις αρχές Μαρτίου πριν από την πρόσφατη εμφάνιση εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ως εκ τούτου, αυτές οι εντάσεις συνεπάγονται πρόσθετη αβεβαιότητα γύρω από τις βασικές εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη.
Πριν από αυτές τις τελευταίες εξελίξεις, η βασική πορεία για τον μετρούμενο πληθωρισμό είχε ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, κυρίως λόγω της μικρότερης συμβολής των τιμών της ενέργειας από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Το προσωπικό της ΕΚΤ βλέπει τώρα τον πληθωρισμό κατά μέσο όρο 5,3% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,1% το 2025.
Ταυτόχρονα, οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων συνέχισε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο και το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 4,6% το 2023, ποσοστό υψηλότερο από αυτό που προβλεπόταν στις προβλέψεις του Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, προβλέπεται να μειωθεί στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% το 2025.
Οι βασικές προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 έχουν αναθεωρηθεί έως και 1,0% κατά μέσο όρο ως αποτέλεσμα τόσο της πτώσης των τιμών της ενέργειας όσο και της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας στο απαιτητικό διεθνές περιβάλλον. Στη συνέχεια, το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί περαιτέρω, στο 1,6%, τόσο το 2024 όσο και το 2025, υποστηριζόμενη από μια ισχυρή αγορά εργασίας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, η ανάκαμψη της ανάπτυξης το 2024 και το 2025 είναι ασθενέστερη από ό,τι προβλεπόταν τον Δεκέμβριο, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.
Πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) και πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης πανδημίας (PEPP)
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει όλες τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν. Η μείωση θα ανέλθει στα 15 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος Ιουνίου 2023 και ο μετέπειτα ρυθμός της θα καθοριστεί με την πάροδο του χρόνου.
Όσον αφορά το PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις κύριες πληρωμές από τίτλους που λήγουν στο πλαίσιο του προγράμματος μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετατροπή του χαρτοφυλακίου PEPP θα γίνει για να αποφευχθεί η παρέμβαση στην κατάλληλη νοµισµατική πολιτική.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που έχουν δανειστεί στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά τον τρόπο με τον οποίο οι στοχευμένες δανειοδοτικές πράξεις συμβάλλουν στη στάση της νομισματικής του πολιτικής.
Αλλαγή πλεύσης
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις έσκασε η νέα κρίση της Credit Suisse, αρκετοί αναλυτές έσπευδαν χθες να τονίσουν ότι ήταν πολύ πιθανόν η ΕΚΤ να βάλει φρένο στις αυξήσεις επιτοκίων, αναμένοντας να δει πώς θα εξελιχθεί η κρίση.
Ωστόσο, η σανίδα σωτηρίας που παρείχε η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB), με τη διοχέτευση έως και 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (50,6 δισ. ευρώ) και την αγορά χρέους της τράπεζας ύψους έως και 3 δισ. φράγκων, επανέφερε την εμπιστοσύνη στην αγορά, τουλάχιστον προσωρινά.
Η απόφαση του εποπτικού φορέα της ελβετικής κεφαλαιαγοράς (FINMA) και της SNB έχει σκοπό την ενίσχυση της Credit Suisse, που θεωρείται συστημικά σημαντική τράπεζα, που δεν πρέπει να τίποτα να πτωχεύσει. Να σημειωθεί πως είναι η πρώτη φορά που ανακοινώνεται η χορήγηση τόσο μεγάλης ρευστότητας σε μεγάλη τράπεζα σε παγκόσμια κλίμακα, από την τραπεζική κρίση του 2008.
Η απόφαση αυτή έρχεται λίγο μετά την απότομη πτώση των μετοχών της ελβετικής τράπεζας την Τετάρτη, σε ιστορικό χαμηλό για δεύτερη συνεχόμενη ημέρα, αφού ο κορυφαίος επενδυτής της, Saudi National Bank, ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι σε θέση να παράσχει περαιτέρω βοήθεια.
Οι εκτιμήσεις για τις αποφάσεις της Fed
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδυτές και οι οικονομολόγοι άλλαξαν γρήγορα τις προβλέψεις τους για την πορεία της Fed, η οποία μόλις την περασμένη εβδομάδα έπαιζε με την ιδέα να επιταχύνει τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων της και να επιλέξει αύξηση του επιτοκίου κατά μισή μονάδα στη συνεδρίασή της στις 21-22 Μαρτίου. Στον απόηχο των τραπεζικών χρεοκοπιών, η Wall Street ήταν διχασμένη ως προς το αν η Fed θα προχωρήσει σε άλλη μια αύξηση των επιτοκίων κατά ένα τέταρτο της μονάδας ή θα παραιτηθεί εντελώς από μια αύξηση.
Η κατάρρευση της SVB και της ακόμα μικρότερης Signature Bank θεωρείται ως συνέπεια της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων από την Federal Reserve, προκειμένου να πατάξει τον ιστορικά υψηλό πληθωρισμό, ακόμα και αν αυτό θα ήταν σε βάρος της αναπτυξιακής τροχιάς. Και μάλιστα, πολλοί αξιωματούχοι της Fed εξέφραζαν την έκπληξή τους για το πόσο μικρή αναταραχή είχε προκαλέσει μέχρι τώρα η αύξηση των επιτοκίων τους. Τα γεράκια μάλιστα, έχοντας αυτό ως σημαία, και προκρίνοντας την ισχυρή αγορά εργασίας, τους ενθάρρυνε να ζητούν ακόμα πιο επιθετικές αυξήσεις.
Αυτό μπορεί να αλλάξει τώρα, με ορισμένους αναλυτές να υποστηρίζουν ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ θα πρέπει να προσανατολίζεται πλέον προς ένα χαμηλότερο τελικό σημείο στον κύκλο αύξησης των επιτοκίων.
Φρένο στις αυξήσεις
Η Goldman Sachs προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, και εκτιμά ότι η Federal Reserve κατά τη συνεδρίασή της την επόμενη εβδομάδα, δεν θα πρέπει να προχωρήσει σε μία ακόμα αύξηση των επιτοκίων της. «Υπό το φως της πίεσης στο τραπεζικό σύστημα, δεν αναμένουμε πλέον από την FOMC να ανακοινώσει αύξηση επιτοκίων στην επόμενη συνεδρίασή της στις 22 Μαρτίου», δήλωσε ο οικονομολόγος της Goldman, Γιαν Χάτζιους σε σημείωμα της Κυριακής.
H προηγούμενη εκτίμηση της Goldman έκανε λόγο για αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης. Τον περασμένο μήνα, η Ομοσπονδιακή Ειτροπή Ανοικτής Αγοράς για τον καθορισμό των επιτοκίων αύξησε το επιτόκιο ομοσπονδιακών κεφαλαίων κατά ένα τέταρτο της εκατοστιαίας μονάδας σε ένα εύρος στόχου από 4,5% έως 4,75%, το υψηλότερο από τον Οκτώβριο του 200
«Ιδιοσυγκρασιακά προβλήματα»
Η αρχική αίσθηση ήταν ότι τα προβλήματα της SVB ήταν «ιδιοσυγκρασιακά», όπως το έθεσαν οι αναλυτές της Bank of America, με άλλους να σημειώνουν ότι οι αγορές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως απρόσβλητα από τις επιπτώσεις.
Πηγή: ot.gr