Στα ύψη βρίσκεται το πολιτικό και κοινωνικό θερμόμετρο της Γαλλίας καθώς σήμερα Πέμπτη, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει τις αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις της στο συνταξιοδοτικό σύστημα, αποφεύγοντας την ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση.
Ήδη, από την προηγούμενη Πέμπτη, το νομοσχέδιο για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 πέρασε από την Άνω Βουλή, με τους υπουργούς όμως να συνειδητοποιούν ότι μπορεί να μην εξασφαλίσουν τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων στην Κάτων Βουλή.
Έτσι, σήμερα, μόλις η πρωθυπουργός Ελίζαμπεθ Μπορν επικαλέστηκε το άρθρο 49:3 του Συντάγματος -που επιτρέπει στην κυβέρνηση να αποφύγει μια ψηφοφορία στη Συνέλευση- χλεύαστηκε από βουλευτές.
«Δεν μπορούμε να στοιχηματίσουμε στο μέλλον των συντάξεων μας και αυτή η μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη», είπε η πρωθυπουργός στη συνεδρίαση της Κάτω Βουλής όπου επικράτησε αναστάστωση.
Σύμφωνα με τις μεταρρυθμίσεις, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να συνεισφέρουν στο σύστημα για 43 χρόνια για να λάβουν πλήρη σύνταξη.
Ύβρεις και ψέματα
Τους τελευταίους μήνες, η κοινοβουλευτική συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού έχει στιγματιστεί από ύβρεις και ψέματα. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης έχουν αποκαλέσει τον υπουργό Εργασίας, Olivier Dussopt, «δολοφόνο» και δημοσίευσαν φωτογραφίες τους να σφραγίζουν τη φωτογραφία του, ενώ η κυβέρνηση έχει διογκώσει τον αριθμό του ελάχιστου εισοδήματος από τη σύνταξη που θα λάμβαναν οι πολίτες βάσει του νόμου.
Με παρέμβασή του στο The Conservative, ο κοινωνιολόγος στην École des hautes études en sciences sociales, Μισέλ Βιβιορκά εκτιμάω ότι «για τα εκατομμύρια που βγήκαν στους δρόμους, οι διαδηλώσεις απέτυχαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις ή την αναζήτηση συμβιβασμού στο κοινοβούλιο, επειδή αυτοί που διαπραγματεύονται δεν έχουν δεσμούς ούτε με τον συνδικαλισμό ούτε με τη λαϊκή διαμαρτυρία».
«Ο Πρόεδρος Μακρόν έδειχνε πάντα μεγάλες επιφυλάξεις, ακόμη και περιφρόνηση, απέναντι στον συνδικαλισμό, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμιστικών όπως το CFDT» συμπληρώνει.