Το άρθρο 49.3 είναι ούτως ή άλλως μία από τις πιο αυταρχικές και αντιδημοκρατικές πλευρές του γαλλικού συντάγματος και κληρονομιά μιας αντίληψης ότι στο τέλος η κυβέρνηση πρέπει να μπορεί να πάρει αποφάσεις, ακόμη και εάν δεν έχει πλειοψηφία.
Σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη, η κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί αυτό το άρθρο και να κυρώσει νόμο χωρίς αυτός να περάσει από ψηφοφορία στη Βουλή. Η αντιπολίτευση δεν έχει τη δυνατότητα να αντικρούσει αυτή την απόφαση, παρά μόνο να προχωρήσει σε πρόταση δυσπιστίας. Εάν η κυβέρνηση χάσει τη σχετική ψηφοφορία τότε θεωρείται ότι καταψηφίστηκε και ο νόμος.
Τη διαδικασία αυτή έχουν χρησιμοποιήσει αρκετές φορές οι γαλλικές κυβερνήσεις γιατί τους λύνει τα χέρια σε περιπτώσεις όπου φοβούνται ότι δεν θα έχει ένα νομοθέτημα πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Οι κυβερνήσεις καταφεύγουν σε αυτό το μέσο κυρίως όταν γνωρίζουν ότι δεν θα χάσουν μετά την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Ένα βολικό αυταρχικό εργαλείο
Ιστορικά το μέτρο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί 100 φορές στη διάρκεια της Πέμπτης Δημοκρατίας. Πρωταθλητής είναι ο Μισέλ Ροκάρ, που ως πρωθυπουργός στην περίοδο 1988-1991 επικαλέστηκε αυτό το άρθρο του συντάγματος 28 φορές.
Όμως, μέχρι στιγμής το… αργυρό μετάλλιο το έχει η Ελιζαμπέτ Μπορν, η επιλογή του Μακρόν για την πρωθυπουργία της Γαλλίας από τις βουλευτικές εκλογές του 2022 που χωρίς να έχει καν συμπληρώσει έναν χρόνο στη πρωθυπουργία έχει ήδη κάνει χρήση αυτού του μέτρου 10 φορές.
Ο πολιτικός υπολογισμός της πτέρυγας Μακρόν είναι ότι οι Ρεπουμπλικάνοι, όπως ήδη δήλωσαν, δεν θα υπερψηφίσουν την πρόταση δυσπιστίας που αναμένεται να κατατεθεί και άρα η κυβέρνηση Μπορν, μια κυβέρνηση μειοψηφίας θα παραμείνει στη θέση της.
Όμως, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η Γαλλία δεν βρίσκεται μόνο αντιμέτωπη με ένα εντυπωσιακό κοινωνικό κίνημα γύρω από το ασφαλιστικό. Αλλά και ότι αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης, που αποτυπώνει ακριβώς το γεγονός ότι ούτε ο Μακρόν σχημάτισε μια πραγματικά πλειοψηφική δυναμική γύρω από την επανεκλογή του, ούτε το κόμμα του κατάφερε να έχει τη δυναμική που θα αναλογούσε σε κόμμα που μπορεί να περάσει μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
Η καταφυγή σε αυταρχικές πρακτικές έρχεται ουσιαστικά να «αναπληρώσει» αυτή την έλλειψη νομιμοποίησης. Μόνο που ενέχει τον κίνδυνο να βαθύνει ακόμη περισσότερο την πολιτική κρίση καθώς ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας θα βλέπουν εχθρικά το πολιτικό σύστημα.
Το ίδιο το γεγονός ότι οι κινητοποιήσεις κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης συνεχίζονται, παρά την τυπική λήψη της νομοθετικής διαδικασίας, αλλά και τα έντονα σημάδια οργής και διάθεσης κινητοποίησης που καταγράφονται στην κοινωνία και τη δημόσια σφαίρα, δείχνει ότι το ρήγμα είναι βαθύτερο και δεν θα κλείσει εύκολα.
Στη Γαλλία το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό λειτουργεί ουσιαστικά ως μετωνυμία για αυτό που θα λέγαμε «κοινωνικό κράτος» και συνολικά για το κοινωνικό συμβόλαιο που διαμορφώθηκε για δεκαετίες. Αυτό εξηγεί και το μέγεθος των αντιδράσεων. Και εάν μας φαίνεται ότι η μεταρρύθμιση δεν είναι τόσο «επιθετική» σε σχέση με το δικό μας ασφαλιστικό, καλό είναι να θυμόμαστε ότι και στην Ελλάδα χρειάστηκε η «κατάσταση εξαίρεσης» των Μνημονίων για να περάσουν οι μεγάλες τομές στην κοινωνική ασφάλιση.
Μια βαθύτερη πολιτική κρίση που δεν αφορά μόνο τη Γαλλία
Ούτως ή άλλως, έχουμε μπει σε έναν νέο ιστορικό κύκλο, που περιλαμβάνει όχι μόνο πιο έντονες κρισιακές τάσεις – η διαρκής εμφάνιση «αδύναμων κρίκων» στο διεθνές τραπεζικό σύστημα μόνο ως προάγγελος μιας συνολικότερης καμπής μπορεί να ερμηνευτεί – αλλά και μια έντονη επιστροφή του «δρόμου», δηλαδή των μαζικών κοινωνικών κινητοποιήσεων. Υπάρχει μια συσσωρευμένη απονομιμοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών, που έρχεται να συναντηθεί με τη στρατηγική αμηχανία αυτού που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως «νεοφιλελεύθερη συναίνεση», που ενίοτε παίρνει τη μορφή οργής και αγανάκτησης και τροφοδοτεί κοινωνικές συγκρούσεις ακόμη και με την μορφή μεγάλων κινητοποιήσεων.
Αντιμέτωπες με αυτή τη συνθήκη, οι κυβερνήσεις που θεωρούν ότι εκπροσωπούν το πολιτικό “mainstream” έχουν μια πραγματική δυσκολία να αποσπάσουν συναινέσεις. Ακόμη και εάν προσπαθούν να μιλήσουν μια πιο δημοκρατική γλώσσα ή να μια ρητορική που παραδέχεται ότι υπάρχει μια δυσπιστία από τη μεριά των πολιτών, όταν έρχεται η ώρα επιλέγουν να τοποθετηθούν με τη λογική του κράτους που αντιμετωπίζει εχθρικά τους πολίτες. Μία τέτοια περίπτωση είναι και η περίπτωση του Εμανουέλ Μακρόν που διεκδίκησε να είναι ένα κάπως «υπερβατικό» Κέντρο, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να διαμορφώσει πλειοψηφική δυναμική γύρω από την πολιτική, εξ ου και η αρκετά αυταρχική πολιτική σε διάφορες στιγμές.
Μέχρι στιγμής κάποιος σαν τον Μακρόν μπορεί να ζητά ή ακόμη και να εκβιάζει ακόμη για στήριξη, με το επιχείρημα ότι διαφορετικά μπορεί να έρθουν πολιτικές δυνάμεις «εκτός πλαισίου» και ειδικά στη Γαλλία να παίζει ρόλο ο τρόπος που διαφορετικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων πολώνονται προς την Αριστερά και διαφορετικά προς την Ακροδεξιά, μην επιτρέποντας τη διαμόρφωση μιας πλειοψηφικής δυναμικής όσων αισθάνονται ότι αδικούνται από τις σημερινές πολιτικές.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί το ενδεχόμενο, αυτές ακριβώς οι μαζικές κινητοποιήσεις, να λειτουργήσουν ως καταλύτης για νέες μορφές ενότητας των λαϊκών στρωμάτων που να διαμορφώσουν και νέες πολιτικές δυναμικές, παρότι πάντα το ζήτημα της πολιτικής «μετάφρασης» έχει και τη δική του απροσδιοριστία.