Η προχθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στους υπουργούς Αμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, Λόιντ Οστιν και Σεργκέι Σοϊγκού, έδειξε ότι η «κόκκινη γραμμή» ανάμεσα στις δύο χώρες παραμένει ενεργή, σε μια προσπάθεια να αποτραπούν ανεπιθύμητες και επικίνδυνες «επιπλοκές» στη σχέση τους. Ακόμη και μετά από «θερμά επεισόδια» όπως αυτό που συνέβη πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα την περασμένη Τρίτη και είχε ως συνέπεια την καταστροφή του αμερικανικού drone. Ωστόσο, η λειτουργία της δεν αποτελεί εγγύηση ομαλότητας και δεν αποκλείει το σενάριο της σύγκρουσης και της γενίκευσης του πολέμου – άλλωστε, όπως σημειώνει και σχετική ανάλυση στην «Guardian», «κάθε φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει, ο κόσμος καταναλώνει λίγη ακόμη από την καλή του τύχη».
«Εάν κανείς ήταν αναγκασμένος να αξιολογήσει τα σημεία στον πλανήτη στα οποία οι στρατοί των ΗΠΑ και της Ρωσίας θα μπορούσαν να συγκρουστούν κατά μέτωπο, η Μαύρη Θάλασσα θα βρισκόταν πιθανότατα κοντά στην κορυφή της λίστας», αναφέρεται σε σχετική ανάλυση των «New York Times», που ήρθε να υπογραμμίσει τη σημασία του συγκεκριμένου περιστατικού. «Τα πράγματα ήταν πάντοτε περίπλοκα εκεί και παραμένουν περίπλοκα, όμως το διακύβευμα είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερο. Οσο δε περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος τόσο αυξάνει ο κίνδυνος η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο», σημείωσε μιλώντας στην ίδια εφημερίδα και ο Ιαν Λέσερ, αντιπρόεδρος του German Marshall Fund.
Το CNN από την πλευρά του επισημαίνει τον κίνδυνο να υπάρξουν και να αυξηθούν σταδιακά οι απευθείας εμπλοκές ανάμεσα στις ΗΠΑ και άλλους εταίρους του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Παραπέμποντας, μάλιστα, στην εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου και των αερομαχιών ανάμεσα σε ρωσικά και αμερικανικά αεροσκάφη στον Πόλεμο της Κορέας, παρά το ότι επιχειρήθηκε να κρατηθούν μυστικές.
Η βύθιση του «Moskva» και το Φιδονήσι
Ουδείς, σε κάθε περίπτωση, αμφισβητεί τη σημασία της Μαύρης Θάλασσας, η οποία βρέχει έξι χώρες – Ρωσία, Ουκρανία, Τουρκία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Γεωργία -, καθεμία από τις οποίες προσπαθεί να ελέγξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα της, όπως και την κυκλοφορία σε αυτήν. Αναμφίβολα, δε, οι ισχυρότερες δυνάμεις είναι η Ρωσία και η Τουρκία. Η πρώτη έχει αναβαθμίσει τη θέση της μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την αξιοποίηση της βάσης στη Σεβαστούπολη – κάτι που, σε συνδυασμό και με τον έλεγχο τμήματος της Γεωργίας μετά τον πόλεμο του 2008, έκανε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να δηλώσει πως η Μαύρη Θάλασσα «μοιάζει με ρωσική λίμνη». Οσο για την Τουρκία, με βάση τη Συνθήκη του Μοντρέ του 1936, ελέγχει την πρόσβαση σε αυτή μέσω των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων.
Η Δύση, από την πλευρά της, παρά το γεγονός ότι τρεις από τις χώρες που βρέχονται από τη Μαύρη Θάλασσα είναι μέλη του ΝΑΤΟ, διαθέτει σαφώς μικρότερη παρουσία. Τα πλοία της, πρακτικά, έχουν αποκλειστεί, από τη στιγμή που η Αγκυρα άσκησε το δικαίωμά της και επέβαλε περιορισμούς στα Στενά, με αποτέλεσμα το βάρος να έχει πέσει στην παρουσία της στον αέρα, που περιλαμβάνει και τα drones.
Είναι κοινό μυστικό, επίσης, ότι η Μαύρη Θάλασσα θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η Μόσχα επεδίωξε από την αρχή της εισβολής να κόψει την πρόσβαση της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα, κατακτώντας όλη την παράκτια ζώνη, από τη Μαριούπολη μέχρι την Οδησσό, κάτι που θα συνιστούσε τεράστια επιτυχία σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Στην πορεία αναγκάστηκε, όμως, να αναθεωρήσει τα σχέδιά της και να υποχωρήσει, μετά και τα καίρια πλήγματα που δέχθηκαν ο στρατός και ο στόλος της.
Κλειδί σε αυτό το μπρα ντε φερ υπήρξαν, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, δύο γεγονότα: το ένα ήταν η βύθιση της ναυαρχίδας του ρωσικού στόλου, του καταδρομικού «Moskva», τον Απρίλιο του 2022, που ανάγκασε τη Μόσχα να απομακρύνει το σύνολο των μονάδων της από τα παράλια, καθιστώντας τες λιγότερο αποτελεσματικές. Ακολούθησε, τον Ιούνιο, η ανακατάληψη από τις ουκρανικές δυνάμεις του μικροσκοπικού αλλά στρατηγικής σημασίας Φιδονησιού, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο των ακτών της Ουκρανίας και νοτίως της Οδησσού.
Οι δύο αυτές εξελίξεις δεν επέτρεψαν στη Μόσχα να προχωρήσει σε πλήρη ναυτικό αποκλεισμό της Ουκρανίας, ενώ την ανάγκασαν ουσιαστικά να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και για το ζήτημα της εξαγωγής των σιτηρών, υπογράφοντας τη σχετική συμφωνία, με τη διαμεσολάβηση και της Τουρκίας.
Η «κατάρριψη» και τα συντρίμμια
Πάντως, καθώς η διοίκηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη έδωσε στη δημοσιότητα βίντεο – ντοκουμέντο από την «επίθεση» του ρωσικού μαχητικού Su-27 κατά του αμερικανικού drone, που μοιάζει να αποδεικνύει ότι επρόκειτο για εσκεμμένη ενέργεια και όχι «λάθος», το Πεντάγωνο ξεκαθάρισε πως οι δυνάμεις του «θα συνεχίσουν να λειτουργούν εκεί όπου το επιτρέπει το διεθνές δίκαιο». Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ υποστήριξε πως «οι ΗΠΑ αναζητούν τρόπους να προκαλέσουν, με στόχο να ενισχυθούν οι προσεγγίσεις που τάσσονται υπέρ της αντιπαράθεσης», ενώ ο πρεσβευτής της στις ΗΠΑ αναρωτήθηκε πώς θα είχε αντιδράσει η Ουάσιγκτον εάν «ένα drone είχε περάσει κοντά από το Σαν Φρανσίσκο ή τη Νέα Υόρκη».
Οσον αφορά την προσπάθεια εντοπισμού και ανάκτησης των συντριμμιών του MQ-9 Reaper, ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου των ΗΠΑ, στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, υπήρξε καθησυχαστικός. «Δεν έχουμε παρουσία με πλοία μας στη Μαύρη Θάλασσα, όμως έχουμε πολλούς συμμάχους και διαθέτουμε πολλές επιλογές. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν απομείνει πολλά που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα στους Ρώσους, επειδή έχουμε πάρει τα μέτρα μας αναφορικά με τα ευαίσθητα τμήματα του αεροσκάφους, το οποίο συνετρίβη με την πρόσκρουση, ενώ ό,τι απέμεινε βρίσκεται σε πολύ μεγάλο βάθος», είπε.
Εσωτερικές ρωγμές
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα και με το ρεπορτάζ της ιταλικής «La Repubblica», το «θερμό επεισόδιο» της Τρίτης έκανε εκ νέου αισθητές τις ρωγμές στο εσωτερικό των ΗΠΑ αναφορικά με το Ουκρανικό. Κι αυτό διότι ενώ αρκετοί γερουσιαστές ασκούν πιέσεις για πιο επιθετική στάση έναντι της Μόσχας και ζητούν να απειλούνται με κατάρριψη τα ρωσικά αεροσκάφη που πλησιάζουν αμερικανικά μέσα, ο κυβερνήτης της Φλόριντα και πιθανός διεκδικητής του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία Ρον ντε Σάντις διαφώνησε ανοιχτά. Μάλιστα, διαφώνησε ανοιχτά με τη συνέχιση της παροχής βοήθειας προς το Κίεβο, με το επιχείρημα ότι «πρόκειται για μια τοπική εδαφική διαμάχη που δεν αφορά τα εθνικά μας συμφέροντα».