Οσο το σύνθημα «η κακιά η (χ)ώρα» κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα, στις συζητήσεις ανάμεσα στις παρέες και στις συγκεντρώσεις στις πλατείες, τόσο η ανησυχία για τις επόμενες κάλπες ανεβαίνει. Οχι μόνο γιατί τα κόμματα δεν μπορούν ακόμα να προσδιορίσουν πού θα «κάτσει» η οργή των πολιτών για την τραγωδία στα Τέμπη, που ξεγύμνωσε τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, αλλά γιατί κανείς δεν αποκλείει το κλίμα που υπάρχει το τελευταίο δεκαπενθήμερο να φέρει και αυξημένα ποσοστά αποχής από την εκλογική διαδικασία – τα οποία αφενός θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα και αφετέρου, όπως κάνουν πάντα, θα προϊδεάσουν για μια γενικότερη κοινωνική αμφισβήτηση που θα θυμίζει την κοινωνική αναταραχή και τις εξάρσεις της περασμένης δεκαετίας.
Μπορεί όμως να προβλέψει κάποιος σοβαρά την εκλογική αντίδραση; Πόσοι θα μείνουν το 2023 στον καναπέ τους, αποφεύγοντας ηθελημένα τα εκλογικά κέντρα; Από τις πρώτες εθνικές εκλογές της νέας χιλιετίας, τον Απρίλιο του 2000, έως τις τελευταίες, τον Ιούλιο του 2019, έχουν χαθεί περίπου 1,2 εκατ. ψηφοφόροι – και η τάση δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τα επίπεδα της αποχής αυξήθηκαν αισθητά τα χρόνια της κρίσης, όμως αυτή η απώλεια δεν είναι γραμμική. Αντιθέτως, έχει σκαμπανευάσματα, τα οποία δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τις προβλέψεις για τη συμμετοχή στις επερχόμενες κάλπες. Οσοι ασχολούνται επαγγελματικά με τις εκλογές αποφεύγουν να κάνουν εκτιμήσεις για το μέγεθος της αποχής που αναμένεται στις επόμενες εκλογές – η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού μετά το δυστύχημα στα Τέμπη οφείλεται εν πολλοίς στο ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τη μορφή που θα πάρουν οι αντιδράσεις όσο οι εκλογές θα πλησιάζουν.
Ποιον θα ψηφίσουν οι νέοι;
Το βασικό ερώτημα είναι αν οι νεότερες γενιές, που ηγούνται σε αυτή τη φάση του κύματος διαμαρτυρίας, θα επιλέξουν τελικά να πάνε να ψηφίσουν. Ο θυμός που καταγράφεται ως τώρα στις μετρήσεις, ο οποίος δεν είναι καθόλου αμελητέος, δεν επιτρέπει συμπεράσματα, ενώ ακόμα και ο χρόνος των εκλογών είναι παράγοντας που θα επηρεάσει τις προθέσεις – η απασχόληση των νεότερων στον τουριστικό κλάδο βαθιά μέσα στο καλοκαίρι ενδεχομένως να μην επιτρέψει η προσέλευσή τους να είναι αυτή που θα ήταν αν οι εκλογές έρθουν στα τέλη της άνοιξης. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτός ο θυμός δεν είναι απαραίτητο ότι θα εξωθήσει νεότερους και ωριμότερους ψηφοφόρους στην αποχή. Παρότι η μείωση της συμμετοχής από το 2009 έως σήμερα είναι εμφανής από τα στοιχεία, τα ίδια δεδομένα δείχνουν και μοτίβα εκλογικής συμπεριφοράς: όταν οι Ελληνες προσέρχονται στις κάλπες απογοητευμένοι, τότε το ποσοστό συμμετοχής μειώνεται, όταν όμως θεωρούν πως οι κάλπες έχουν ουσιαστικό διακύβευμα, τότε η συμμετοχή «τσιμπάει».
Ισως η πιο τρανταχτή περίπτωση ήταν η τεράστια πτώση στη συμμετοχή από το 2009 έως το 2012. Η απογοήτευση των ψηφοφόρων ήταν τόσο δυνατή και τόσο συσσωρευμένη που καθόρισε όχι μόνο το αποτέλεσμα των καλπών εκείνου του Μαΐου, αλλά και το μέγεθος του εκλογικού σώματος που συμμετείχε στη διαδικασία – μέσα στα τρία πιο ταραγμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χάθηκαν πάνω από 550.000 ψηφοφόροι. Πώς ερμηνεύεται η αποχή εκείνης της περιόδου; Από την απαξίωση στο δικομματικό σύστημα που εναλλασσόταν ως τότε στην εξουσία, εξού και οι δύο κερδισμένοι ήταν ο αντισυστημικής λογικής ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εκτόξευσε τα ποσοστά του, και η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, που ξεπέρασε για πρώτη φορά το 3%. Το νέο τοπίο επιβεβαιώθηκε έναν μήνα αργότερα, «χτίζοντας» το βασικό πολιτικό δίπολο της επόμενης δεκαετίας. Αντίστοιχη περίπτωση απογοήτευσης και μουδιάσματος παρατηρήθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015: με ψαλιδισμένες προσδοκίες και χωρίς αυταπάτες πια για τις αντιμνημονιακές εναλλακτικές που είχε και για το ποιοι θα τις υπηρετούσαν, οι πολίτες δεν έτρεξαν στα εκλογικά κέντρα – αντιθέτως, σε εκείνες τις εκλογές σημειώθηκε το υψηλότερο ποσοστό αποχής σε εθνικές εκλογές την τελευταία δεκαπενταετία.
Ανάποδα στο ρεύμα
Δύο φορές, το εκλογικό σώμα έδειξε πως οι εκλογικές διαδικασίες είχαν σημασία – πηγαίνοντας ανάποδα στο ρεύμα της μείωσης της συμμετοχής. Η πρώτη ήταν τον Ιανουάριο του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ προηγούταν στις δημοσκοπήσεις προβάλλοντας ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης της κρίσης, με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και με το σκίσιμο των Μνημονίων «με έναν νόμο και ένα άρθρο». Το αφήγημα είχε προξενήσει το ανάλογο ενδιαφέρον: περίπου 120.000 περισσότεροι ψηφοφόροι έφτασαν στην κάλπη από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, οι περισσότεροι για να το υπερψηφίσουν και κάποιοι για να το αποτρέψουν. Σχεδόν 200.000 ψηφοφόροι αύξηση στη συμμετοχή από τον Σεπτέμβριο του 2015 καταγράφηκε και στις εθνικές εκλογές του 2019 – αυτή τη φορά ήταν το σύνθημα για επαναφορά στην κανονικότητα που είχε εγείρει το ενδιαφέρον, ενώ κατά κάποιους αναλυτές αρκετοί εξ όσων κινητοποιήθηκαν και προσήλθαν στην κάλπη ήθελαν και να τιμωρήσουν την απερχόμενη κυβέρνηση.
Πού αλλού βασίζεται το μέγεθος της συμμετοχής; Ενα ενδιαφέρον στοιχείο είναι το περιεχόμενο της δημόσιας συζήτησης από τα Τέμπη και μετά – και όχι από τα κανάλια επικοινωνίας που επικρίνονται για την αντικειμενικότητά τους και το αν έκαναν ή όχι επαρκή έλεγχο στην εξουσία. Οι κουβέντες μεταξύ συμμετεχόντων στις συγκεντρώσεις και χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης περιστρέφεται και γύρω από το νόημα της αποχής και το αν αυτή μπορεί επί της ουσίας να στείλει ένα μήνυμα απέναντι στο υπάρχον πολιτικό σύστημα.
Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο βέβαια, εξηγούν έμπειροι αναλυτές, τον μεγαλύτερο ρόλο θα τον παίξει η συμπεριφορά των ψηφοφόρων που βρίσκονται εντός των εκλογικών ορίων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Από τη μια, βρίσκονται όσοι ψήφισαν ΝΔ το 2019 και δεν θεωρούνται «πούροι νεοδημοκράτες», οι οποίοι υπολογίζονται περίπου στο 9% και αυτές τις μέρες καταγράφονται τουλάχιστον ως απογοητευμένοι από το κόμμα που ψήφισαν το 2019 – το ερώτημα δεν είναι μόνο αν μπορεί η ΝΔ να τους προσεγγίσει εκ νέου, αλλά και αν βρίσκουν μια κομματική εναλλακτική που να τους καλύπτει αρκετά, ώστε να φτάσουν μέχρι την κάλπη. Από την άλλη, υπάρχουν οι ψηφοφόροι που κινούνται «πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ», χωρίς η αντιπολίτευση να τους έχει πείσει πως μπορεί να επανέλθει στην εξουσία. Αν αυτοί οι ψηφοφόροι πειστούν από την αξιωματική αντιπολίτευση ή αν «κλείσουν τη μύτη τους» για να πάνε να ψηφίσουν, δεν θα επηρεάσουν μόνο το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και το μέγεθος της συμμετοχής. Το ενδιαφέρον εστιάζεται και στις επιλογές που προσφέρονται από μικρότερα κόμματα, από περισσότερο συστημικές ή εντελώς αντισυστημικές λύσεις, είτε μπουν είτε όχι στη Βουλή – το ζήτημα για το ποσοστό της αποχής άλλωστε είναι αν οι πολίτες θα επιλέξουν να ενεργοποιηθούν και όχι ο τρόπος που θα το κάνουν.