Ουδέποτε είχα κατά νου μια κάποια «επιστημονική μελέτη». Ουσιαστικὰ δεν ήξερα ούτε κατ’ ελάχιστον το γράψιμο, κάτι μέσα μου όμως διαμαρτυρόταν και έδειχνε προς τα βιβλία και το γράψιμο. Λόγω μιας δυσκολίας που έχω στην ομιλία, σιχάθηκα το γυμνάσιο, τη Νομικὴ και κάθε μορφή συνδιάλεξης. Στα βιβλία, οφείλω να σου πω, δεν πήγα για να σπουδάσω. Η ελευθερία μού έλειπε. Γνώρισα μια συντροφιά με τα ίδια ενδιαφέροντα: τον Αποστολόπουλο, τον Λεβέντη και τον Ζέρβα· αυτός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είδα να γράφει σε γραφομηχανή ποιήματα.
Κατά πρώτο λόγο για να απαιτήσεις ιδιαίτερη τύχη στο γράψιμο θα πρέπει να έχεις κάποιο τάλαντο, αρετή που μου έλειπε. Από την άλλη μεριά τα βιβλία ως ένα σημείο σε βοηθούν, από κει και πέρα σε τυφλώνουν. Όλα αυτά βέβαια αφορούν την ακαδημαϊκή σκέψη, που δεν ήταν το φόρτε μου.
Δεν είχα ακαδημαϊκές προθέσεις στο γράψιμο. Ήθελα να πάρει ο αναγνώστης το βιβλίο και να βρει κάτι αληθινά δικό του, δεν είχα την προθέση να τον καταπλήξω με τις γνώσεις μου. Μου άρεσε να είμαι και να παραμείνω αυτοδίδακτος.
Για να είμαι ειλικρινής, οφείλω να σας πω ότι ουδέποτε με γοήτευσε η ποίηση. Δεν μιλάμε για τον Όμηρο βέβαια, τους τραγικούς, τον Σαίξπηρ κτλ. Έχω βιβλία ποιητικά στο σπίτι μου, αλλά σπανίως τα ανοίγω. Αντίθετα, τα δοκίμια του Σεφέρη για παράδειγμα με έχουν καταγοητεύσει. Ειδικά το δοκίμιο για τα μοναστήρια της Καππαδοκίας. Από την άλλη μεριά, τη στοχαστική, ο Ράμφος και ο Κονδύλης νομίζω ότι επέτυχαν κάτι εντυπωσιακό. Να μην ξεχνάμε ότι τόσο ο Στέλιος όσο και ο Τάκης προκάλεσαν πανικό στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Μια και μιλάμε για γραφτά ντόπιων με ευρωπαϊκή νοοτροπία, καλό είναι να θυμόμαστε ότι ο Νεοέλλην έχει ένα σύνδρομο που ουδέποτε τον εγκαταλείπει. Σκοπεύει να χτυπήσει την πρωτιά, να γίνει ακαδημαϊκός ανήρ, να παίξει κάποιο ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας, να τον βλέπουν και να τον χαίρονται ή να τον φθονούν. Αν δεν έχει δημόσια εικόνα, αλλά ιδιωτεύει με το στίγμα του φουκαρά, τότε κανεὶς δεν δίνει σημασία.
Άρα έχουμε πάντα μιαν αντίθεση του ντόπιου φιλόδοξου Ρωμιού με το εξωτερικό: όποιος πάει στο εξωτερικό να σπουδάσει, βγάζει από πάνω του τον χιτώνα του Νέσσου. Μάλιστα ξέρουμε πολλούς ξενοσπουδασμένους που προτιμούν να συνδιαλέγονται γαλλιστί ή αγγλιστί και να θεωρούν την Ελλάδα χεσμένο τόπο. Από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να πούμε ότι μας λείπει κάποιο φάρμακο που να μιλάει απευθείας στο αίμα μας. Ούτε είναι τυχαίο ότι ο Έλλην του εξωτερικού, και δη του ξένου πανεπιστημίου, «βάζει ξένο μυαλό» και προσγειώνεται.
Όλη η χώρα, αυτή τέλος πάντων που απέμεινε, θυμίζει την ύαινα που κυλιέται πάνω στον εμετό της. Οι κοινότητες απανταχού της Ελλάδος είχαν χαρακτήρα, εμπορικό πνεύμα, θετική αντίληψη για τη ζωή. Σήμερα αυτή η κοινωνία διαλύεται προκλητικά και το μόνο που τη συγκρατεί είναι η ελπίδα για πολιτικο-κομματική εκδίκηση.
Φέρνω στο νου μου τους γραφιάδες κάθε λογής που κατασκοτώθηκαν μια ζωή να γράφουν ποιήματα και μυθιστορήματα, που μασκαρεύτηκαν με τα ρούχα του «πνευματικού ανθρώπου» και τώρα ψάχνουν το Νόμπελ. Ποιος θα παρηγορήσει αυτό το σινάφι που, σημειωτέον, δεν είναι θλιμμένα πρόσωπα, αλλά διεκδικητές μιας δόξας που για διάφορους λόγους δεν την απήλαυσαν. Η αποτυχία είναι το γούστο μου. Και η τιμωρία βέβαια.
Σημαντικοί μέχρι ενδιαφέροντες και ευφυείς άνθρωποι υπάρχουν στην κοινωνία μας, με τη διαφορά ότι απουσιάζει η όποια κλίμακα αξιών που θα έβαζε τα πράγματα σε μια τάξη. Δεν αρκεί να είσαι κάτι, θα πρέπει αυτὸ να αναγνωρίζεται και να είναι τρόπον τινά ενδιαίτημα αν όχι τρυφής και ραστώνης, τουλάχιστον ένας χώρος οικειότητας, όπου το λίγο και το πολύ θα βρίσκουν την αξία τους και θα πλέκουν συχνά όμορφες συζητήσεις.
Ένα από τα επικίνδυνα αστεία που συνειδητοποιήσαμε τα τελευταία χρόνια και τα αντιμετωπίζουμε με αληθινό πένθος είναι –τι άλλο;– η ηλικία, που έχει κάνει άνω κάτω τον κύκλο μας και (εξαιρουμένων των αληθινών νεκρών) παραμένουμε γερο-έφηβοι που παίζουν ένα θέατρο όψιμης οξύτητας, που ουσιαστικά δεν αξίζει ούτε μια δεκάρα.
Στο βιβλίο που ετοιμάζω τώρα, σχολιάζω τα περί εαυτού, επειδή ακριβώς δεν ξέρω τι ακριβώς είναι το εγώ, η συνείδηση, ο εαυτός και όλα τα συμπαρομαρτούντα, που τα χρησιμοποιούμε μεν, αλλά ελάχιστη γνώση έχουμε περί του θέματος.
*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Κωστής Παπαγιώργης στο περιοδικό «Νέο Πλανόδιον» τον Ιούνιο του 2013 (πηγή: neoplanodion.gr). Όπως σημειώνει ο εκ των τότε συντακτών (νυν διευθυντής) του «Νέου Πλανοδίου» Κώστας Κουτσουρέλης, η συνομιλία του Παπαγιώργη με τους συντάκτες του περιοδικού (πέραν του Κουτσουρέλη παρόντες ήταν ο Κωνσταντίνος Πουλής, ο Λεωνίδας Σταματελόπουλος και ο Σπύρος Γιανναράς) είχε λάβει χώρα στο σπίτι του Παπαγεωργίου, στην οδό Μπουμπουλίνας. Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στις αρχές του 2014, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Νέο Πλανόδιον» (χειμώνας 2013-2014), που ήταν αφιερωμένο στον Παπαγιώργη.
Ο Κωστής Παπαγιώργης (Παπαγεωργίου, το πραγματικό επώνυμό του), δοκιμιογράφος, συγγραφέας, κριτικός και διανοούμενος, απεβίωσε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2014, σε ηλικία 67 ετών.