Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, οι νόσοι του στόματος είναι οι πιο συχνές μη μεταδοτικές νόσοι και επηρεάζουν τους ανθρώπους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Είναι ενδεικτικό ότι οι παθήσεις του στόματος αντιπροσωπεύουν το 5,3% του συνολικού ποιοτικά σταθμισμένου προσδόκιμου ζωής. Η κακή στοματική υγεία και η έλλειψη της κατάλληλης οδοντιατρικής φροντίδας συνεπάγεται σωματικά συμπτώματα, λειτουργικούς περιορισμούς, ψυχικές και κοινωνικές επιπτώσεις, στιγματισμό, χαμηλή παραγωγικότητα στην εργασία, μειωμένη επίδοση των παιδιών στο σχολείο αλλά και επιπλοκές στη γενική υγεία δεδομένου του γεγονότος ότι οι νόσοι του στόματος έχουν συχνά συννοσηρότητα με άλλα Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα (π.χ. συσχέτιση της περιοδοντικής νόσου με τον διαβήτη και την καρδιαγγειακή νόσο).
Ευλόγως, η κακή στοματική υγεία και η έλλειψη πρόσβασης στην οδοντιατρική φροντίδα συντελούν στην επιδείνωση της γενικής υγείας των πολιτών και, συνεπώς, στην επιβάρυνση του Συστήματος Υγείας και των νοικοκυριών με υπέρογκες δαπάνες ιατροφαρμακευτικής φροντίδας και νοσηλείας. Άλλωστε, το οικονομικό κόστος των παθήσεων του στόματος διεθνώς είναι εξαιρετικά υψηλό, υπερβαίνοντας ακόμη κι αυτό του καρκίνου! Μοιραία, οι φτωχοί και τα ευάλωτα μέλη της κοινωνίας πλήττονται δυσανάλογα, καθώς οι υψηλές ίδιες άμεσες (out of pocket) πληρωμές στις οποίες υποβάλλονται τα νοικοκυριά λόγω της απουσίας δημόσιας χρηματοδότησης της οδοντιατρικής φροντίδας συνδέονται συχνά με καταστροφικές δαπάνες υγείας και συνεπάγονται μεγάλες ανισότητες.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας η στοματική υγεία του πληθυσμού έχει δοκιμαστεί σκληρά καθώς σημαντικό μέρος των πολιτών δεν διαθέτει την οικονομική δυνατότητα προσφυγής στον ιδιωτικό τομέα ενώ, παράλληλα, ο δημόσιος οδοντιατρικός τομέας είναι σοβαρά υποστελεχωμένος και με χρόνια ελλείμματα σε υποδομές και οργάνωση. Την τελευταία, ιδίως, δεκαετία, το ΕΣΥ και η Κοινωνική Ασφάλιση έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί από την οδοντιατρική φροντίδα και η δημόσια δαπάνη στοματικής υγείας αγγίζει, πλέον, το μηδέν. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα κατέχει μία από τις χειρότερες θέσεις στην Ε.Ε., ως προς τις ακάλυπτες ανάγκες οδοντιατρικής φροντίδας (unmet dental needs), με ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Όμως, οι νόσοι του στόματος μπορούν να προληφθούν και το ιστορικό Ψήφισμα του Π.Ο.Υ. (Μάιος 2021) αλλάζει τα δεδομένα υπέρ της στοματικής υγείας! Οι κυβερνήσεις καλούνται να επενδύσουν αποφασιστικά στη στοματική υγεία των πολιτών έχοντας ως κύριες προτεραιότητες την καθολική κάλυψη, την πλήρη ένταξη της Στοματικής Υγείας στο Σύστημα Υγείας και την στροφή στην πρόληψη.
Για την Ελλάδα είναι επιβεβλημένη η χάραξη Εθνικής Στρατηγικής αλλά και η δραστική αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης με τη θέσπιση Ρήτρας Στοματικής Υγείας στο Σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης: την καθιέρωση δηλαδή ενός εγγυημένου ποσοστού (υπολογίζεται διεθνώς σε 5%) των δημόσιων δαπανών υγείας το οποίο θα κατευθύνεται αποκλειστικά στη στοματική υγεία. Μία τολμηρή πρόταση της Ελληνικής Δημοκρατίας, που υιοθετήθηκε από τον Π.Ο.Υ. το 2022 και συνιστά δέσμευση για την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα της χώρας μας.
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις (προληπτικό πρόγραμμα για παιδιά – ‘dentist pass’, Κινητές Ομάδες Υγείας με οδοντίατρο, η ένταξη των οδοντιάτρων σε πρόγραμμα του ΕΣΠΑ για την πράσινη μετάβαση, κ.α.) είναι θετικές αλλά δεν αρκούν! Χρειάζεται υψηλότερη και σταθερή δημόσια χρηματοδότηση της οδοντιατρικής φροντίδας και ισχυρή πολιτική δέσμευση.
Γιατί η στοματική υγεία αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα αλλά και προϋπόθεση της κοινωνικής συνοχής και της ατομικής και συλλογικής ευημερίας.