Η Κίνα πρέπει να «συμμετέχει ενεργά στη μεταρρύθμιση και στην ανάπτυξη του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης», προσδίδοντας «σταθερότητα και θετική ενέργεια στην παγκόσμια ειρήνη», τόνισε ο Σι Τζινπίνγκ στην προ εβδομάδας ομιλία του στην ετήσια σύνοδο της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης, ήτοι του εθνικού νομοθετικού σώματος.
Χθες, ανήμερα της έναρξης της τριήμερης επίσημης επίσκεψης του στη στενή σύμμαχό του Ρωσία -η πρώτη που πραγματοποιεί στη χώρα εδώ και τέσσερα χρόνια, αυτή τη φορά δε μεσούντως του πολέμου στην Ουκρανία– ο Κινέζος πρόεδρος έκανε λόγο για «ένα ταξίδι φιλίας, συνεργασίας και ειρήνης», σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Rossiiskaya Gazeta (εκδίδεται από τη ρωσική κυβέρνηση) και στο ρωσικό πρακτορείο RIA Novosti.
Η συγκυρία είναι από πολλές απόψεις κομβική. Οι συνομιλίες του Σι Τζινπίνγκ με τον Ρώσο ομόλογό του γίνονται άλλωστε σε βαρύ φόντο.
Στον ένα και πλέον χρόνο από την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία, η Μόσχα και ο Βλαντίμιρ Πούτιν βρίσκονται υπό όλο και μεγαλύτερη δυτική απομόνωση -η άφιξη Σι ήρθε μόλις τρία 24ωρα μετά την έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του Ρώσου προέδρου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου.
Ταυτόχρονα κλιμακώνεται η ένταση στις σχέσεις του Πεκίνου με τη Δύση, την οποία ο πρόεδρος Σι κατηγόρησε προ ημερών ανοιχτά για πολιτική «πλήρους ανάσχεσης, περικύκλωσης και καταστολής της Κίνας», υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Στο επίκεντρο βρίσκεται το υπό διαμόρφωση νεο-ψυχροπολεμικό πεδίο, στο οποίο η Κίνα διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο, με τη χάραξη ενός νέου πολυπολικού κόσμου, αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ και αποδολαριοποίηση της διεθνούς οικονομίας.
Απέναντι στην περαιτέρω εμβάθυνση στις σινο-ρωσικές σχέσεις (πλέον με όρους που επιβάλλει η Κίνα στη Ρωσία), η Δύση απευθύνει σαφείς προειδοποιήσεις στο Πεκίνο κατά της παροχής στρατιωτικής βοήθειας στη Μόσχα ενόψει της εαρινής αντεπίθεσης του Κιέβου, αλλά και εν μέσω ενός στρατηγικού αδιεξόδου, ενόσω απορρίπτει ως ανισοβαρές το ειρηνευτικό σχέδιο που δημοσιοποίησε η Κίνα.
Τι σχεδιάζει το Πεκίνο;
«Η Ρωσία είναι ανοιχτή στην πολιτική και διπλωματική επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία», η οποία «προκλήθηκε και τροφοδοτείται επιμελώς από τη Δύση», τόνισε ο Βλαντίμιρ Πούτιν σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε την Κυριακή στη Λαϊκή Ημερησία, την εφημερίδα της του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Χαιρέτισε, δε, «την ετοιμότητα της Κίνας να συμβάλλει ουσιαστικά στη διευθέτηση της κρίσης», ενόσω ο ίδιος απαντούσε συμβολικά στο ένταλμα σύλληψης σε βάρος του με επισκέψεις στην προσαρτημένη Κριμαία και στην κατεχόμενη Μαριούπολη (επίσης προσαρτημένη πια κατά τη Μόσχα).
Επικεντρωμένο μεταξύ άλλων στον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας, στον τερματισμό των εχθροπραξιών και των «μονομερών κυρώσεων», στην έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών και στην «εγκατάλειψη της ψυχροπολεμικής νοοτροπίας», το κινεζικό σχέδιο βρέθηκε στο επίκεντρο της άτυπης συνάντησης που είχαν τη Δευτέρα οι Σι και Πούτιν.
«Αναμένουμε από το Πεκίνο να ασκήσει την επιρροή του στη Μόσχα», διεμήνυσε το Κίεβο δια του εκπροσώπου του ΥΠΕΞ του.
«Είμαστε έτοιμοι να δεσμευτούμε σε πιο στενό διάλογο με την Κίνα για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ουκρανία βάσει των αρχών του Χάρτη του ΟΗΕ και του πρόσφατου ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για το θέμα», υπογράμμισε, εν αναμονή επικοινωνίας του Κινέζου προέδρου με τον Ουκρανό ομόλογό του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Το έτερο ειρηνευτικό σχέδιο που ο Ζελένσκι παρουσίασε τον περασμένο Νοέμβριο, στη σύνοδο κορυφής των G20, παραμένει εξάλλου στα χαρτιά.
Ως εχέγγυο στον ρόλο της ως ειρηνοποιού δύναμης, η Κίνα προβάλει τώρα την επιτυχή πρόσφατη μεσολάβησή της μεταξύ δύο ορκισμένων εχθρών στη Μέση Ανατολή: της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που θα μπορούσε να «μεταμορφώσει τη Μέση Ανατολή», σχολίασαν οι New York Times.
Σε κάθε περίπτωση, παρατηρεί η ειδική αναλύτρια Έιμι Χόθορν της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Project on Middle East Democracy, αναβαθμίζει την Κίνα διπλωματικά σε νέα κατηγορία.
Τα όρια της κινεζικής διπλωματίας
Οι τελευταίες κινήσεις σκιαγραφούν μια νέα «τάση στην κινεζική εξωτερική πολιτική», παρατηρεί στο αμερικανικό περιοδικό The Atlantic ο δημοσιογράφος και αναλυτής Μάικλ Σούμαν, με έδρα το Πεκίνο.
Πρακτικά ο νέος ρόλος του Σι ως παγκόσμιου ειρηνοποιού «αποσκοπεί σε ενίσχυση της αξιοπιστίας του ως υπεύθυνου παράγοντα της διεθνούς σκηνής», παρατηρεί το Bloomberg.
Ωστόσο η παρέμβαση του Πεκίνου στο ουκρανικό -που επιμένει να χαρακτηρίζει επισήμως «κρίση» και όχι «πόλεμο» ή «ρωσική εισβολή»- κάθε άλλο παρά είναι ουδέτερη, σχολιάζει το Ινστιτούτο Ειρήνης των Ηνωμένων Πολιτειών (USIP): ένα ομοσπονδιακό ίδρυμα που ιδρύθηκε το 1984 με απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου.
«Απηχεί την εκστρατεία της Κίνας να αναδιαμορφώσει τους κυρίαρχους τρόπους παγκόσμιας διακυβέρνησης», επισημαίνει, «δίνοντας προτεραιότητα σε περιφερειακές ομάδες στις οποίες διαδραματίζει ηγετικό ρόλο ή ασκεί επιρροή, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που έχει η ίδια σφυρηλατήσει, όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης» ή η ομάδα BRICKS.
«Για το Πεκίνο το βασικό ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος, αλλά πώς πρέπει να τελειώσει», εκτιμά ο Μπέντζαμιν Χέρσκοβιτς, ερευνητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας.
«Η Κίνα βλέπει τη Ρωσία ως κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής της για αποδυνάμωση της αμερικανικής ισχύος και επιρροής και τη δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου», σχολίασε πρόσφατα στο πρακτορείο Reuters.
Και σε αυτό παραμένει προφανώς κομβική για το Πεκίνο η διατήρηση της πολιτικής και εξουσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Ο κόσμος μας βρίσκεται αντιμέτωπος με πολύπλοκες και αλληλένδετες παραδοσιακές και μη παραδοσιακές προκλήσεις ασφαλείας, με επιζήμιες πράξεις ηγεμονίας, κυριαρχίας και εκφοβισμού, καθώς και με μακρά και βασανιστική παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά στο άρθρο του ο Κινέζος πρόεδρος.
«Η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει ότι καμία χώρα δεν είναι ανώτερη από τις άλλες», επισημαίνει, «κανένα μοντέλο διακυβέρνησης δεν είναι καθολικό και καμία χώρα δεν πρέπει να υπαγορεύει τη διεθνή τάξη».