Εκτός τροχιάς βρίσκεται η παγκόσμια κοινότητα, καθώς απομακρύνεται από τον στόχο της για μείωση της πρόσληψης νατρίου κατά 30% έως το 2050. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) σε μια πρωτοφανή παρέμβαση για το θέμα αυτό εξέπεμψε πρόσφατα σήμα κινδύνου, αποδεικνύοντας πως οι τροφές που καταναλώνουμε αποτελούν δείκτη υγείας.
Το νάτριο, όπως αναφέρουν οι ειδικοί του Οργανισμού σε σχετική έκθεση, είναι ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό που όμως αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικού και πρόωρου θανάτου όταν καταναλώνεται σε υπερβολική ποσότητα. Η κύρια πηγή νατρίου είναι το επιτραπέζιο αλάτι (χλωριούχο νάτριο), αλλά περιέχεται επίσης σε άλλα καρυκεύματα όπως το γλουταμινικό νάτριο (απαντάται φυσικά σε τρόφιμα όπως η ντομάτα και το τυρί, αλλά χρησιμοποιείται και ως ενισχυτικό γεύσης σε τσιπς, έτοιμα noodles, έτοιμες σάλτσες, κατεψυγμένα τρόφιμα κ.ά.).
Και παρά τις εντατικές προειδοποιήσεις των επιστημόνων ανά τον κόσμο, η ίδια έκθεση δείχνει ότι μόνο το 5% των κρατών μελών του ΠΟΥ προστατεύονται από υποχρεωτικές και ολοκληρωμένες πολιτικές μείωσης του νατρίου, ενώ το 73% των κρατών μελών του ΠΟΥ δεν έχουν πλήρη εφαρμογή τέτοιων πολιτικών.
Πολιτικές μείωσης.
Εντούτοις, οι παρεμβάσεις αυτές θα μπορούσαν να σώσουν περίπου 7 εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως έως το 2030. Αυτός είναι και ο λόγος που οι πολιτικές για μείωση της πρόσληψης νατρίου αποτελούν σημαντική συνιστώσα της δράσης για την επίτευξη του στόχου Βιώσιμης Ανάπτυξης για τη μείωση των θανάτων από μη μεταδοτικές ασθένειες. «Σήμερα, όμως, μόνο εννέα χώρες (Βραζιλία, Χιλή, Τσεχία, Λιθουανία, Μαλαισία, Μεξικό, Σαουδική Αραβία, Ισπανία και Ουρουγουάη) διαθέτουν ένα ολοκληρωμένο πακέτο δράσεων.
«Η ανθυγιεινή διατροφή είναι η κύρια αιτία θανάτου και ασθενειών παγκοσμίως και η υπερβολική πρόσληψη νατρίου είναι ένας από τους κύριους ενόχους» δήλωσε ο δρ Tedros Adhanom Ghebreyesus, γενικός διευθυντής του ΠΟΥ. «Αυτή η έκθεση δείχνει ότι οι περισσότερες χώρες δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει υποχρεωτικές πολιτικές μείωσης του νατρίου, αφήνοντας τους ανθρώπους τους σε κίνδυνο καρδιακής προσβολής, εγκεφαλικού και άλλων προβλημάτων υγείας. Ο ΠΟΥ καλεί όλες τις χώρες να εφαρμόσουν τις “καλύτερες αγορές” για τη μείωση του νατρίου και τους κατασκευαστές να εφαρμόσουν τα κριτήρια αναφοράς του ΠΟΥ για την περιεκτικότητα σε νάτριο στα τρόφιμα».
«Καλύτερες αγορές»
Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη μείωση του νατρίου θα πρέπει να περιλαμβάνει και τις τέσσερις παρεμβάσεις «καλύτερης αγοράς» του ΠΟΥ, καθώς αναμένεται να συμβάλλουν σημαντικά στην πρόληψη ασθενών που σχετίζονται με τις… αλμυρές τροφές. Πιο συγκεκριμένα τα μέτρα είναι τα εξής:
- Επαναδιαμόρφωση των τροφίμων ώστε να περιέχουν λιγότερο αλάτι και καθορισμός στόχων για την ποσότητα νατρίου στα τρόφιμα και τα γεύματα.
- Καθιέρωση πολιτικών στις προμήθειες τροφίμων σε δημόσια ιδρύματα όπως νοσοκομεία, σχολεία, χώρους εργασίας και γηροκομεία, ώστε να περιοριστούν γεύματα πλούσια σε αλάτι.
- Σήμανση στο μπροστινό μέρος της συσκευασίας που βοηθά τους καταναλωτές να επιλέγουν προϊόντα χαμηλότερης περιεκτικότητας σε νάτριο.
- Προώθηση της αλλαγής καταναλωτικής συμπεριφοράς με επικοινωνιακές εκστρατείες (με τη συμβολή των μέσων μαζικής ενημέρωσης) για τη μείωση της κατανάλωσης αλατιού/νατρίου.
Στο πλαίσιο αυτό, οι χώρες ενθαρρύνονται να θεσπίσουν στόχους περιεκτικότητας νατρίου στα επεξεργασμένα τρόφιμα, σύμφωνα με τους δείκτες αναφοράς του ΠΟΥ, σε μια προσπάθεια να μπει φρένο στην ανεξέλεγκτη κατανάλωση αλατιού. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζεται στην ίδια έκθεση, «οι υποχρεωτικές πολιτικές μείωσης του νατρίου είναι πιο αποτελεσματικές, καθώς επιτυγχάνουν ευρύτερη κάλυψη και προστασία έναντι εμπορικών συμφερόντων, ενώ παρέχουν ίσους όρους ανταγωνισμού για τους παραγωγούς τροφίμων».
Πόσο καταναλώνουμε
Η μέση παγκόσμια πρόσληψη αλατιού υπολογίζεται ότι είναι 10,8 γραμμάρια την ημέρα – υπερδιπλάσια δηλαδή από τη σύσταση του ΠΟΥ που επισημαίνει πως η κατανάλωση πρέπει να περιορίζεται σε λιγότερο από 5 γραμμάρια αλατιού την ημέρα (ποσότητα που αναλογεί σε ένα κουταλάκι του γλυκού). Και όλα αυτά ενώ η υπερβολική κατανάλωση αλατιού έχει τεκμηριωμένα συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση ασθενειών (πλην των καρδιαγγειακών) όπως είναι ο καρκίνος του στομάχου, η παχυσαρκία, η οστεοπόρωση και η νεφρική νόσος. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο Οργανισμός καλεί τα κράτη μέλη να ενώσουν τις δυνάμεις τους, συμμαχώντας ενάντια στον κοινό αυτόν κίνδυνο, εφαρμόζοντας χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις τις πολιτικές μείωσης της πρόσληψης νατρίου.
Οπως άλλωστε προειδοποιεί και ο δρ Francesco Branca, διευθυντής στο Τμήμα Διατροφής για Υγεία και Ανάπτυξη, «το πολύ αλάτι είναι ο σημαντικότερος διατροφικός παράγοντας κινδύνου για την υγεία». Και αυτό διότι, όπως προσθέτει, «μακροπρόθεσμα οδηγεί στην υπέρταση, που αποτελεί κύρια αιτία για εγκεφαλικά, εμφράγματα και πρόωρο θάνατο. Ενας στους τέσσερις ενηλίκους σε όλον τον κόσμο πάσχει από υπέρταση. Και 2 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από το πολύ αλάτι».
Το… κρυμμένο αλάτι
Το αλάτι που ρίχνουμε στο φαγητό μας για να το νοστιμίσουμε είναι μόνο μία πηγή της ημερήσιας κατανάλωσης. Και αυτό διότι όπως εξηγεί ο δρ Branca σε πολλές χώρες υψηλού εισοδήματος οι πολίτες περνούν την «κόκκινη γραμμή» που χωρίζει την κατανάλωση από την υπερκατανάλωση όταν εντάσσουν στο καθημερινό τους διαιτολόγιο επεξεργασμένες τροφές.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως το ψωμί, το τυρί, το επεξεργασμένο κρέας, τα σνακ καθώς και τα έτοιμα γεύματα αποτελούν περίπου το 80% της ποσότητας αλατιού που καθημερινά εισάγεται στον οργανισμό μας. Συνεπώς, ο γενικός κανόνας είναι πως το φαγητό που μαγειρεύουμε στο σπίτι είναι λιγότερο αλμυρό συγκριτικά με το φαγητό που τρώμε έξω, όπως ισχύει και με τα σπιτικά σνακ. Και αυτό διότι πολλά έτοιμα τρόφιμα περιέχουν υπερβολικά πολύ αλάτι. Για παράδειγμα, ένα σακουλάκι πατατάκια των 150 γρ. περιέχει το μισό από το αλάτι που πρέπει να τρώμε καθημερινά, αναφέρει ο δρ Branca.