Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, από τους σπουδαιότερους Έλληνες λαϊκούς ζωγράφους έφυγε από τη ζωή άδοξα σαν σήμερα, στις 24 Μαρτίου 1934.
Ο ζωγράφος που έμεινε στην ιστορία ως Θεόφιλος είχε χαρακτηριστικά έργα από τη λαϊκή παράδοση και η αγάπη του για την Ελλάδα φωτιζόταν σε κάθε του πινελιά.
Η αξία του ωστόσο αναγνωρίστηκε μετά θάνατoν καθώς οι σύγχρονοί του τον αντιμετώπιζαν με χλεύη και απαξίωση. Ο Θεόφιλος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και έζησε στη Σμύρνη αλλά και τον Βόλο. Η παραδοσιακή φουστανέλα που συνήθιζε να φοράει τον έφερναν συχνά στο επίκεντρο αστείων και πειραγμάτων που ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστεί.
Από μικρό παιδί στη Μυτιλήνη ως αριστερόχειρας καταπιεζόταν πολύ να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των δασκάλων του και παρέμεινε για χρόνια ένα κλειστό παιδί που έβρισκε παρηγοριά στη ζωγραφική.
Σε ηλικία 18 ετών εγκατέλειψε την οικογένειά του και πήγε στη Σμύρνη. Εκεί ανέπτυξε και την κύρια θεματολογία των έργων του με την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο να κερδίζουν συνεχώς έδαφος στα ενδιαφέροντά του.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1897 ο Θεόφιλος μετακομίζει στον Βόλο αναζητώντας ευκαιρίες για δουλειά. Συνήθιζε να ζωγραφίζει σπίτι και μαγαζιά της περιοχής και η οικονομική του κατάσταση παρέμενε πολύ δύσκολη.
Προστάτης του στάθηκε ο Γιάννης Κοντός για λογαριασμό του οποίου ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου στην περιοχή. Εκτός από τη ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στη διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Στη Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους.
Η διεθνής αναγνώριση που άργησε
Ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Teriade) θα μάθει για τον Θεόφιλο από τον ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο και τον Φώτη Κόντογλου και θα αναλάβει να τον κάνει γνωστό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ειδικά στο Παρίσι όπου έμενε μόνιμα ο ίδιος.
Κατά την περίοδο αυτή ο Θεόφιλος στρέφεται προς μία άλλη θεματολογία πέρα από τα ηρωικά, ιστορικά και μυθολογικά θέματα και προσεγγίζοντας περισσότερο το καθημερινό και οικείο. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να απολαύσει την αλλαγή αυτή στη ζωή του μιας και άφησε την τελευταία του πνοή στο φτωχικό του δωμάτιο στις 24 Μαρτίου 1934.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του /biographies/697Τεριάντ στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «…Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του.
Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου. Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν «σοβατζή». Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη, τον «παρθένο μαθητή των αισθήσεων», ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη «έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο».
Ο «εν ξιφήρεις» φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα[5]. Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης «οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας».