Παρότι αναμενόμενη και πολυσυζητημένη από καιρό η απόφαση του αριστερού και φιλοκουρδικού κόμματος HDP να μην ανακοινώσει δικό του υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές της 14ης Μαρτίου, διαμόρφωσε ένα τοπίο αρκετά πιο πιεστικό για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Και αυτό γιατί η ανακοίνωση του HDP, ενός κόμματος με ισχυρούς δεσμούς με το δικό του ακροατήριο, ισοδυναμεί με «γραμμή» για υπερψήφιση του υποψήφιου της αντιπολίτευσης, ηγέτη του CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, διαμορφώνοντας μια εκλογική δυναμική σαφούς πλειοψηφίας, τουλάχιστον στην προεδρική κάλπη.
Προφανώς είναι ακόμη νωρίς και οι δημοσκοπήσεις δεν προεξοφλούν το τελικό αποτέλεσμα. Όμως, είναι σαφές ότι ήδη αποτυπώνουν ένα κλίμα που διαμορφώνεται στην τουρκική κοινωνία.
Η τομή των σεισμών
Ας μην ξεχνάμε ότι, όπως έχουν υπογραμμίσει αρκετοί, οι σεισμοί με τις δεκάδες χιλιάδες θύματα αποτέλεσαν μια τομή στο πώς αντιμετωπίζει και τον ίδιο τον Ερντογάν η τουρκική κοινωνία. Η εικόνα μας ισχυρής χώρας τραυματίστηκε βαθιά από τη διαπίστωση ότι η χώρα δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει μια τόσο μεγάλη καταστροφή, την ώρα που οι εκτεταμένες κακοτεχνίες ακόμη και σε πρόσφατα κατασκευασμένα κτίρια λειτούργησαν ως μία συμβολική συμπύκνωση των προβλημάτων του ίδιου του «αναπτυξιακού υποδείγματος» που είχε διαμορφωθεί επί των ημερών Ερντογάν και που σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε σε μια ξέφρενη οικοδομική δραστηριότητα που αποδείχτηκε τραγικά ότι έβριθε κακοτεχνιών.
Όμως, δεν ήταν μόνο οι σεισμοί. Ούτως ή άλλως, η προβληματική κατάσταση της οικονομίας με την έκρηξη του πληθωρισμού και την αύξηση της ανεργίας αποτελούσε μια διαρκή φθορά της νομιμοποίησης ενός ηγέτη που σε μεγάλο βαθμό στήριξη την εδραίωσή του και στο ότι συνδέθηκε με την οικονομική ανάπτυξη προηγούμενων δεκαετιών. Και μπορεί οι παράδοξες οικονομικές επιλογές του, όπως για παράδειγμα η επιμονή σε χαμηλά επιτόκια εν μέσω έκρηξης του πληθωρισμού, τελικά να μην οδήγησαν σε κατάρρευση την τουρκική οικονομία, ωστόσο μεγάλο μέρος της κοινωνίας βλέπει το τελευταίο διάστημα τη θέση του να επιδεινώνεται.
Ο Ερντογάν βεβαίως προσπαθεί να στηριχθεί πολύ στην εικόνα ότι επί των ημερών του η Τουρκία κατάφερε να αποκτήσει χαρακτηριστικά περιφερειακής υπερδύναμης και να έχει μια πολύ πιο μεγάλη διεθνή παρουσία. Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι για τους εκλογείς η κατάσταση της οικονομίας μετράει πολύ περισσότερο από την εξωτερική πολιτική. Και βέβαια, η όλη εμπλοκή της Τουρκίας στη Συριακή κρίση, η συμμετοχή των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε επιχειρήσεις εκτός συνόρων και το κόστος που αυτό συνεπάγεται δεν έχει πάντα την καλύτερη αποδοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι για μεγάλο διάστημα στην Τουρκία υπήρχε μεγάλο και ειλικρινές κύμα συμπαράστασης στους Σύρους πρόσφυγες, το τελευταίο διάστημα έχουν καταγραφεί αρκετά πιο αρνητικές αντιδράσεις.
Σε όλα αυτά προστίθεται και το βάρος των αλλεπάλληλων κατηγοριών για διαφθορά είτε για το ίδιο το AKP, είτε για τους εθνικιστές συμμάχους του από το MHP, που επίσης δημιουργούν μια συνθήκη απονομιμοποίησης.
Από την άλλη βέβαια ο Ερντογάν είναι ιδιαίτερα ικανός στις προεκλογικές εκστρατείες και τη ρητορική τους, την ώρα που δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε καθόλου το γεγονός ότι το AKP έχει ιδιαίτερα μακρόχρονη ιστορία στο κράτος και άρα ικανότητα να το αξιοποιήσει και προεκλογικά, με τρόπους θεμιτούς αλλά και αθέμιτους. Και είναι σαφές ότι δεν έχει καθόλου σκοπό να παραχωρήσει την εξουσία τόσο εύκολα.
Την ίδια στιγμή μένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν και οι βουλευτικές εκλογές. Παρότι η τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, με πρωτοβουλία άλλωστε του ίδιου του Ερντογάν, διαμόρφωσε ένα νέο και εξαιρετικά προεδροκεντρικό σύστημα, την ίδια στιγμή και ο συσχετισμός στην Εθνοσυνέλευση διατηρεί ακέραιη τη σημασία του. Εδώ το AKP θα προσπαθήσει να διατηρήσει την πρωτιά του και να ελπίζει ότι οριακά – και ανάλογα και με το πώς θα πάνε οι εθνικιστές του MHP – θα έχει έναν ευνοϊκό συσχετισμό στην επόμενη Βουλή, ακόμη και εάν χαθεί η προεδρία.
Τα ζητήματα συνοχής της αντιπολίτευσης
Αντίστοιχα, η αντιπολίτευση μπορεί να ελπίζει να κερδίσει την προεδρία με την υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου, μέσα από την σιωπηρή «γραμμή» για υπερψήφισή του από τους Κούρδους, όμως την ίδια στιγμή οι συσχετισμοί στις βουλευτικές είναι διαφορετικοί. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι π.χ. το Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσενέρ, που διεκδικεί την κληρονομιά του εθνικιστικού – και ακροδεξιού – χώρου (του ρεύματος των «Γκρίζων Λύκων»), είναι τόσο διατεθειμένο να συγκυβερνήσει σε επίπεδο Εθνοσυνέλευσης με ένα αριστερό κόμμα, όπως το HDP (που στις βουλευτικές εκλογές θα «δανειστεί» την ομπρέλα του Πράσινου Αριστερού Κόμματος, για να παρακάμψει τυχόν απαγόρευση συμμετοχής του).
Ούτως ή άλλως υπάρχει ένα συνολικότερο θέμα με την πολιτική συνοχή ενός συνασπισμού κομμάτων που περιλαμβάνει από το κεντροαριστερό CHP μέχρι το εθνικιστικό Καλό Κόμμα και το κόμμα του βασικού «οραματιστή» του «στρατηγικού βάθους», της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου.
Αυτό γεννά και τα ερωτήματα που θα προκύψουν εάν όντως υπάρξει μια ανατροπή στις εκλογές. Για παράδειγμα μια νέα κυβέρνηση εάν εγκαταλείψει την «ανορθόδοξη» πολιτική Ερντογάν στην οικονομία, θα κληθεί να απαντήσει εάν θα ακολουθήσε μια πολιτική λιτότητας και εκ νέου προσφυγής στο ΔΝΤ (κάτι που έχει προσπαθήσει να αποφύγει πάση θυσία ο Ερντογάν), που θα μπορούσε να τη φέρει αντιμέτωπη με κύματα κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Έπειτα υπάρχουν τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής όπου μια νέα κυβέρνηση θα κληθεί να απαντήσει εάν θα κάνει μια «φιλοδυτική» στροφή, που όμως μπορεί να την αποξένωνε από το ακροατήριό της, αλλά και επείγοντα ζητήματα όπως η μεγάλη εμπλοκή στη Συρία. Και βέβαια θα πρέπει να δει τι θα κάνει με το τον σκληρό πυρήνα του «βαθέος κράτους», ιδίως εάν μια νέα κυβέρνηση θελήσει να ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική στο Κουρδικό.