Ο Εμανουέλ Μακρόν διεκδίκησε με ποικίλους τρόπους να είναι ο μεγάλος αναμορφωτής της γαλλικής πολιτικής ζωής και αυτός που θα διαμόρφωνε μια νέα συνθήκη όπου η δική του εκδοχή «Κέντρου» θα υποκαθιστούσε και υπερέβαινε προηγούμενες πολιτικές διχοτομίες.
Βεβαίως στην πράξη αποδείχτηκε ότι ο «μακρονισμός» ήταν μάλλον ένας σκληρός νεοφιλελευθερισμός συνδυασμένος με την πολιτική αισθητική ενός Κέντρου έτεινε ολοένα και περισσότερο προς αυτό που συνήθως λέμε «ακραίο κέντρο».
Ένας πολιτικός σε διαρκή σύγκρουση με τα λαϊκά στρώματα
Κατεξοχήν γέννημα ενός πολιτικού συστήματος όπου παιδιά προερχόμενα από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ακολουθούν την «κλασική διαδρομή» μέσα από τα ειδικά λύκεια προετοιμασίας και τις «Μεγάλες Σχολές», διαμορφώνοντας ένα κλειστό σώμα, αποκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνία, με δικούς του κώδικες και σχέσεις εμπιστοσύνης, ο Εμανουέλ Μακρόν πολλές φορές έδειξε τη δυσανεξία του απέναντι στις αντιδράσεις των λαϊκών στρωμάτων.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι βρέθηκε κατ’ επανάληψη αντιμέτωπος με μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις. Πρώτα, με τα «κίτρινα γιλέκα», ένα εντυπωσιακά μαζικό και μαχητικό κίνημα, παρά την αντιφατικότητα ή την απροθυμία του αρθρώσει έναν πιο συνεκτικό λόγο και τώρα γύρω από το ασφαλιστικό.
Και καθόλου τυχαία σε όλες τις περιπτώσεις αντιδρά με την καταφυγή στη βία και τον αυταρχισμό, είτε πρόκειται για τις βάναυσες πρακτικές της αστυνομίας – το προσωπικό της οποίας ενστερνίζεται ακροδεξιές αντιλήψεις σε εντυπωσιακό βαθμό – είτε για την καταφυγή στη βαθιά αντιδημοκρατική πρακτική του άρθρου 49.3 του γαλλικού συντάγματος.
Ένας ούτως ή άλλως ηττημένος πολιτικός
Ο Εμανουέλ Μακρόν πολλές φορές διεκδίκησε – στα όρια της αλαζονείας – μια «Ολύμπια» θέση, ως εάν να μπορεί να τοποθετηθεί υπεράνω της καθημερινότητα και να δώσει το «όραμα» που λείπει και από τη Γαλλία και από την Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς – ενδεικτική η απουσία οποιασδήποτε σοβαρής συζήτησης και για το μέλλον της Ευρώπης ή η αποτυχία άρθρωσης διαφορετικής ευρωπαϊκής γραμμής για τον πόλεμο – αλλά είναι ουσιωδώς ηττημένος.
Ούτως ή άλλως, ο Μακρόν ήταν εξαρχής ένας πολιτικός μειωμένης νομιμοποίησης και περιορισμένης ηγεμονικής αποτελεσματικότητας. Αυτό αποτυπώθηκε με τον πιο εμφανή τρόπο στις περσινές εκλογές όταν αφενός πήρε ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό για εν ενεργεία πρόεδρο στον πρώτο γύρο (στον δεύτερο η εκλογή του απέναντι στο φόβητρο της Μαρίν Λεπέν ήταν δεδομένη) και αφετέρου είδε το κόμμα του να μην μπορεί να αποκτήσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Αποτυπώνεται ακόμη το μέγεθος και βάθος της αποτυχίας και της ήττας του στο ίδιο το γεγονός της εξαιρετικά χαμηλής δημοτικότητάς του (που αρχίζει και προσεγγίζει τις χειρότερες στιγμές του Φρανσουά Ολάντ) αλλά και στον συντριπτικό τρόπο με τον οποίο η γαλλική κοινωνία αποδοκιμάζει την ασφαλιστική του μεταρρύθμιση.
Όποια και εάν είναι η επιλογή του είναι σαφές ότι ο Εμανουέλ Μακρόν έχει κλείσει τον πραγματικό πολιτικό του κύκλο.
Μια κοινωνική έκρηξη με εντυπωσιακό βάθος και διάρκεια
Είναι σαφές ότι η κοινωνική έκρηξη που συγκλονίζει τη Γαλλία δεν λαμβάνει χώρα απλώς και μόνο ως αντίδραση σε μια αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης κατά δύο χρόνια (και πάλι σε μικρότερη ηλικία από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες).
Το ασφαλιστικό λειτουργεί και πάλι στη Γαλλία ως μετωνυμία του κοινωνικού κράτους, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αναδιανομής, των πολιτικών που βάζουν ως προτεραιότητα την κοινωνική προστασία.
Απέναντι σε αυτό ξεδιπλώνεται μια πολύμορφή έκρηξη που ως αιτία (και στόχο) έχει στην πραγματικότητα όλες τις πλευρές της αυτής τη βάναυσης νεοφιλελεύθερης «κοινωνικής μηχανικής» που κατεξοχήν εκπροσωπεί ο Μακρόν.
Και αποδεικνύεται ότι το κοινωνικό βάθος αυτής της έκρηξης είναι πολύ μεγάλο, τα αποθέματα γείωσης μέσα σε σωρευμένες δεξαμενές κοινωνικής δυσαρέσκειας πλούσια, και η ικανότητα να διαμορφώνονται συμμαχίες «στο δρόμο» εντυπωσιακή.
Μια κοινωνική έκρηξη από το μέλλον
Η χρονική σύμπτωση ανάμεσα στη μεγάλη κοινωνική έκρηξη στη Γαλλία, τις πολύ μεγάλες κινητοποιήσεις στην Ελλάδα που ακολούθησαν την τραγωδία στα Τέμπη, αλλά και εξελίξεις όπως π.χ. οι πολύ μεγάλες κινητοποιήσεις στο Ισραήλ, παρά τις μεγάλες διαφορές και τον τρόπο που αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό ιδιαίτερα «τοπικά» ζητήματα», δεν παύει να σηματοδοτεί και την εμφάνιση ενός νέου μεγάλου κύκλου κοινωνικών κινητοποιήσεων, που συμπίπτει με τα ανησυχητικά σημάδια μιας ενδεχόμενης οικονομικής κρίσης με αφετηρία την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος.
Και αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Σήμερα η ανησυχία για την οικονομική κρίση (ή ο πάντα υπαρκτός φόβος για μια επικείμενη χωρίς προηγούμενο οικολογική καταστροφή) έρχεται να συναντηθεί με την ολοένα και εντεινόμενη κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα, αλλά και την ολοένα και μεγαλύτερη ανασφάλεια για το μέλλον που αισθάνονται κοινωνικά στρώματα που έχουν δεχτεί πλήγματα το τελευταίο διάστημα.
Και αυτό διαμορφώνει το έδαφος για μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις και για κοινωνικές δυναμικές που δεν πιέζουν απλώς, αλλά στην πραγματικότητα αποδομούν τα αντίστοιχα πολιτικά συστήματα, αποσαθρώνοντας δεσμούς και σχέσεις εκπροσώπησης που ούτως ήταν χαλαροί στην εποχή μιας ιδιότυπης μηντιακής και ψηφιακής μεταδημοκρατίας.
Και είναι αυτές οι κοινωνικές εκρήξεις που υπογραμμίζουν ότι σε πείσμα μιας προσπάθειας να παρουσιαστούν μια σειρά από μέτρα ως αυτονόητα και αναπόφευκτα, οι κοινωνίες έχουν άλλη γνώμη και εξακολουθούν να υποστηρίζουν έναν πυρήνα αιτημάτων δικαιοσύνης, αναδιανομής, κοινωνικής προστασίας, δημοκρατίας.
Αυτό με τη σειρά του αποτυπώνει και την «ηγεμονική εξάντληση» ενός ολόκληρου μοντέλου πολιτικής που θεωρεί ότι το βασικό ζήτημα είναι απλώς να «επικοινωνηθεί» ένα μήνυμα ή ένα αφήγημα, παραβλέποντας ότι οι κοινωνίες δεν μπορούν να ανεχθούν ένα μέλλον επισφάλειας, ανισότητας και μειωμένων προσδοκιών, αναμένοντας ουσιαστικά τη θρυαλλίδα για μια έκφραση οργής που μπορεί να εκπλήττει επικοινωνιολόγους και «σχεδιαστές πολιτικής».
Το ερώτημα των νέων συμμαχιών
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια που προκύπτει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι εάν και σε ποιο βαθμό αυτές οι δυναμικές μπορούν να βρουν μια πολιτική «μετάφραση». Αυτό δεν έχει να κάνει απλώς με το εάν απλώς θα εκπεμφθεί ένας λόγος που θα συσπειρώσει και θα συνενώσει αυτούς τους ανθρώπους που κινητοποιούνται, αλλά και με το εάν μπορεί να σφυραλατηθεί μια κοινωνική συμμαχία, ένα κοινωνικό «μπλοκ» όλων των στρωμάτων που αισθάνονται δυσαρεστημένα, ανασφαλή και αδικημένα και που παρότι αποτελούν την πλειοψηφία της κοινωνίας διαπερνιούνται από διάφορες διαιρετικές τομές: ανάμεσα σε διαφορετικές ηλικιακές κατηγορίες, ανάμεσα σε λαϊκά στρώματα «γηγενή» ή μεταναστευτικής καταγωγής, ανάμεσα σε παραδοσιακά και νέα εργατικά στρώματα, ανάμεσα σε μορφωμένα και μη στρώματα. Διαιρέσεις που εν μέρει αποτυπώνονται και σε διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς (π.χ. το βάρος στη Γαλλία της μετατόπισης τμημάτων της «παλαιάς» εργατικής τάξης προς την ακροδεξιά).
Ωστόσο, φαίνεται ότι η δύναμη του «δρόμου» και της κινητοποίησης είναι αυτή που επιτρέπει δυναμικές ενότητας. Αυτό εν μέρει στη Γαλλία αποτυπώθηκε στα κίτρινα γιλέκα, πολύ πιο έντονα ίσως τώρα, όπως είχε αποτυπωθεί παλαιότερα στην Ελλάδα στις «Πλατείες» (και το Δημοψήφισμα) ή τώρα στις πολύ μεγάλες κινητοποιήσεις για την τραγωδία στα Τέμπη. Ωστόσο, το ζήτημα της πολιτικής μετάφρασης παραμένει ανοιχτό ερώτημα.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι είμαστε στην αρχή ενός νέου πολιτικού κύκλου στην Ευρώπη, όπου ολοένα και περισσότερο καθοριστικός παράγοντας θα είναι η παρουσία του λαϊκού παράγοντα.