Ένα φόρο της τάξης του 0,55% επί του παγκόσμιου ΑΕΠ, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε χρόνο ως το 2050 αποτελεί ο καρκίνος, σύμφωνα με νεότερη μελέτη για τις επιπτώσεις της νόσου σε 144 χώρες που καλύπτουν το 92,7% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η οικονομική επιβάρυνση από 29 μορφές καρκίνου, εκτιμάται σε 25,2 τρισ. δολ. σε σταθερές τιμές του 2017 ή σε 2.857 δολ. ετήσια επιβάρυνση κατά μέσο όρο, για κάθε άνθρωπο που ζει στη γη.
Στην Ελλάδα η μακροοικονομική επιβάρυνση από όλες τις μορφές καρκίνου ως το 2050 εκτιμάται σε 24,161 δισ. δολ. κατά μέσο όρο (από 18,159-32,131 δισ. δολ.) με την ετήσια επιβάρυνση του ΑΕΠ της χώρας κατά 0,36% περίπου – μπορεί να φτάσει και το 0,48% – ενώ οι κατά κεφαλήν απώλειες εισοδήματος μπορεί να κυμαίνονται γύρω στις 2.500 δολ. με ελάχιστη επιβάρυνση τα 1.869 δολ και τη μέγιστη τις 3.306 δολ.
Τις προβλέψεις αυτές κάνει πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA, από επιστήμονες των Πανεπιστημίων της Χαϊδελβέργης, του Πεκίνου, του Σιτσουάν, της Βιέννης, του Κολούμπια της Νέας Υόρκης, του Στάνφορντ της Καλιφόρνιας και του Χάρβαρντ της Βοστώνης με θέμα την εκτίμηση και προβολή του κόστους 29 μορφών καρκίνου διεθνώς από το 2020-2050.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι 5 καρκίνοι με το υψηλότερο οικονομικό κόστος είναι ο καρκίνος της τραχείας, των βρόγχων και του πνεύμονα (15,4% ή 3,9 τρισ. δολ.), ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού (10,9% ή 2,8 τρισ.), ο καρκίνος του μαστού (7,7% 2 τρισ.), ο καρκίνος του ήπατος (6,5% ή 1,7 τρισ.) και η λευχαιμία (6,3% ή 1,6 τρισ.). Το κόστος του καρκίνου του πνεύμονα είναι 56 φορές μεγαλύτερο από αυτό που προκαλεί το μεσοθηλίωμα – ο καρκίνος με τη λιγότερη επιβάρυνση καθώς απορροφά το 0,001% του παγκόσμιου ΑΕΠ ή 7,8 δολ. κατά κεφαλήν έναντι 0,085% ή 440,3 δολ. για τον καρκίνο του πνεύμονα
Η Κίνα και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο οικονομικό κόστος των καρκίνων σε απόλυτες τιμές, αντιπροσωπεύοντας το 24,1% και το 20,8% της συνολικής παγκόσμιας επιβάρυνσης, αντίστοιχα.
Επιβάρυνση ανά χώρα
Το μεγαλύτερο βάρος συνολικά προκαλεί ο καρκίνος του πνεύμονα, αν και στη Σλοβακία, Ιαπωνία και Αυστραλία η βασική επιβάρυνση προέρχεται από καρκίνο του παχέος εντέρου. Στη Βραζιλία και Αλγερία, ο καρκίνος μαστού έχει το υψηλότερο μακροοικονομικό κόστος, ενώ στην Ινδία και το Πακιστάν η μεγαλύτερη επιβάρυνση εντοπίζεται σε καρκίνους του στόματος. Καρκίνος στομάχου είναι συχνότερος στην Κολομβία, Βολιβία και Περού, ενώ στην Ταϊλάνδη, Αίγυπτο και Μογγολία, τη μεγαλύτερη επιβάρυνση προκαλεί ο καρκίνος του ήπατος. Όσο τα εισοδήματα μεγαλώνουν, συνήθεις καρκίνοι όπως του πνεύμονα, του μαστού, του παχέος εντέρου και του παγκρέατος είναι συχνότεροι έναντι των καρκίνων του τραχήλου, του ήπατος και στομάχου ή της λευχαιμίας.
Αν και το 75,1% των θανάτων από καρκίνο συμβαίνουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, το μερίδιό τους στο οικονομικό κόστος των καρκίνων είναι χαμηλότερο, καθώς απορροφά μόνο το 49,5% των πόρων. Το κόστος θεραπείας στο συνολικό οικονομικό κόστος των καρκίνων είναι μεγαλύτερο στις χώρες υψηλού εισοδήματος από ό,τι στις χώρες με χαμηλό εισόδημα.
Στη σχετική μελέτη που σημειώνεται ότι το μακροοικονομικό κόστος των καρκίνων βρέθηκε να είναι σημαντικό όμως κατανέμεται ετερογενώς ανά τύπο καρκίνου και χώρα.
Οι αιτίες
Τονίζεται ότι ο καρκίνος είναι η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως, με 10 εκατομμύρια θύματα το 2019. Η συχνότητα εμφάνισης των καρκίνων και η συνεπαγόμενη θνησιμότητα αυξάνονται σε όλο τον κόσμο. Αυτή η αύξηση αντανακλά τη γήρανση του πληθυσμού και το ρόλο πολλών παραγόντων κινδύνου, όπως η χρήση καπνού και αλκοόλ, η ανθυγιεινή διατροφή, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας και η ατμοσφαιρική ρύπανση. Η επιβάρυνση για την περίθαλψη των καρκίνων κατανέμεται άνισα, με τις χώρες υψηλού εισοδήματος να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο επιβάρυνση ανά πληθυσμό όσον αφορά τα έτη ζωής με ποιότητα (DALYs) σε σχέση με τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος . Το 2019, η Κίνα παρουσίασε τον μεγαλύτερο απόλυτο αριθμό θανάτων λόγω καρκίνου, ενώ τη δεύτερη και τρίτη θέση κατέλαβαν η Ινδία και οι ΗΠΑ.
Όπως επισημαίνεται τη μελέτη, ο καρκίνος προκαλεί σημαντική επιβάρυνση στην οικονομία εξαιτίας της μειωμένης παραγωγικότητας, της ανεργίας, των απωλειών εργασίας και της μείωσης των επενδύσεων κεφαλαίου.
Αντίθετα, η επένδυση στον προσυμπτωματικό έλεγχο, τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη στην υγεία και οικονομία, πολύ περισσότερο στις χώρες μικρού και μέσου εισοδήματος έναντι των χωρών υψηλού εισοδήματος.
Οι πολιτικές περιορισμού
Η γνώση της οικονομικής επιβάρυνσης που προκαλεί ο καρκίνος δίνει τη δυνατότητα στα κράτη να χαράσσουν πολιτικές:
- για τον περιορισμό της θνησιμότητας και νοσηρότητας από τη νόσο,
- για την κατάλληλη κατανομή των πόρων και
- για τη δημιουργία συστημάτων περίθαλψης που μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την αναμενόμενη αύξηση στη συχνότητα του καρκίνου.
Η μελέτη καταλήγει επισημαίνοντας ότι η επένδυση στον περιορισμό του καρκίνου, όπως η έρευνα και ανάπτυξη, η αξιολόγηση κόστους-αποτελεσματικότητας στις θεραπευτικές παρεμβάσεις και οι στρατηγικές πρόληψης του καρκίνου, μπορεί να αποφέρουν σημαντικά οικονομικά οφέλη.