Εγκαινιάστηκε στο Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων, η νέα ατομική έκθεση ζωγραφικής της Χριστίνας Κάλμπαρη με τίτλο «Η εκδρομή» στο Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων. Η έκθεση που θα διαρκέσει έως τις 14 Μαΐου 2023 και διοργανώνεται από τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ), περιλαμβάνει πίνακες μεγάλων διαστάσεων και μια σειρά σχέδια με κάρβουνο. Όλα τα έργα έχουν σχέση με το φως και το πώς αυτό διαμορφώνει τον ζωγραφικό χώρο.

Ο τίτλος της έκθεσης («Η εκδρομή») είναι μια έμμεση αναφορά στη νουβέλα «Η εκδρομή των κοριτσιών που χάθηκαν» της Anna Seghers. Για την Κάλμπαρη, το συγκεκριμένο κείμενο ήταν περισσότερο μια ευτυχής συνάντηση παρά η έμπνευση για να δημιουργήσει τα έργα της. Στην προσέγγιση της Seghers βρίσκει μια απρόσμενη σύμμαχο που τη βοηθά να κατανοήσει τη δουλειά της. Το θάμπωμα της μνήμης, αυτή η μόνιμη ομίχλη μπροστά από τα μάτια της αφηγήτριας μιας μονοήμερης εκδρομής με ποταμόπλοιο στο Ρήνο, αντανακλάται και στις ατμοσφαιρικές εικόνες που ζωγραφίζει.

Όπως η Seghers χρησιμοποιεί τη φύση ως σκηνικό για να μιλήσει για τη λειτουργία και τις δυνατότητες της ενθύμησης, έτσι και η Κάλμπαρη αντιλαμβάνεται τους χώρους στα έργα της ως σκηνικά, τα οποία πλαισιώνουν το συναίσθημα που επιχειρεί να αποτυπώσει. Η αίσθηση της χειρονομίας και της αφής που συνοδεύει το μεγάλο μέγεθος των έργων άλλαξε τον τρόπο που προσεγγίζει τη ζωγραφική. Δουλεύοντας αυτούς τους πίνακες η Κάλμπαρη αισθάνεται ότι μπαίνει μέσα στον ζωγραφικό χώρο, ότι γίνεται και η ίδια μέρος της αφήγησης.

Λόγω του μεγάλου μεγέθους, το «τώρα» στα έργα της δηλώνεται εμφατικά: στέκεσαι πια μπροστά σε έναν υπαρκτό ζωγραφικό χώρο. Η καλλιτέχνις δεν αναπαριστά απλώς κάποιες στιγμές από το παρελθόν, ούτε θέλει να αναπαραστήσει φιγούρες με τη μορφή που είχαν σε μια περασμένη δεκαετία. Αντιθέτως, από το παρόν ατενίζει το παρελθόν. Όπως ακριβώς και η ματιά της αφηγήτριας στην «Εκδρομή των κοριτσιών που χάθηκαν», που είναι τώρα εδώ και κοιτάει πίσω, προσπαθώντας να ζωντανέψει μια ανάμνηση.

Οι εσωτερικές, ψυχικές εικόνες της Κάλμπαρη θυμίζουν στιγμιότυπα ταινίας. Κάθε πίνακας είναι σαν μια οθόνη. Όπως τα σκηνικά που έχει σχεδιάσει για παραστάσεις στο θέατρο, τα τοπία της έχουν κάτι το τεχνητό. Οι φιγούρες που ζωγραφίζει βρίσκονται σε κατάσταση περισυλλογής. Δεν είναι ονειροπόληση. Δεν έχουν σχέση με το πραγματικό, με το καθημερινό. Ανήκουν σε μια άλλη σφαίρα, σε έναν μυθοπλαστικό χώρο. Δίνουν την εντύπωση ότι είναι χαμένες (στις σκέψεις τους). Επίσης, δεν υπάρχει τάση φυγής σε αυτές τις εικόνες. Δεν υπάρχει ρομαντισμός. Όταν ζωγραφίζει αυτές τις σκεπτόμενες φιγούρες, η Κάλμπαρη προσπαθεί να φωτίσει κάτι και όχι να δραπετεύσει από αυτό.

Την επιμέλεια της έκθεσης υπογράφει ο Χριστόφορος Μαρίνος, ιστορικός τέχνης, επιμελητής εκθέσεων και δράσεων του ΟΠΑΝΔΑ.

Λίγα λόγια για τη Χριστίνα Κάλμπαρη

Η Χριστίνα Κάλμπαρη (γενν. 1975) είναι ζωγράφος και εργάζεται επίσης στο θέατρο ως σκηνογράφος-ενδυματολόγος. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου (Udk) και παρακολούθησε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της ΑΣΚΤ. Έχει διακριθεί με το 1ο Βραβείο Φωτογραφίας στην 4η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης στη Φλωρεντία (2001). Έχει λάβει ερευνητική επιχορήγηση από το Υπουργείο Πολιτισμού (2020) και από το Ίδρυμα Biehler von Dorrer στο Μονάχο (2018). Έχει παρουσιάσει 11 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ενδεικτικά, στη Batagianni Gallery στην Αθήνα, στη Francoise Heitsch Gallery στο Μόναχο, στη Joey Ramone Gallery στο Ρότερνταμ, στην ARTcore Gallery στο Μπάρι. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως στην 7η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης του Πεκίνου (2017), στη 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης (2009), στην 4η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Φλωρεντίας (2001), στο Sotheby’s International Young Art σε Τελ Αβίβ, Άμστερνταμ και Μόσχα (2003), στην Contemporary Greek Photography, ΝBK, Βερολίνο (2005), στη Luciano Benetton Collection, Βενετία (2015) και στο Festival of Independents, Άμστερνταμ (2012).

Λίγα λόγια για την Έκθεση

Όπως επισημαίνει ο Χριστόφορος Μαρίνος, Ιστορικός τέχνης και Επιμελητής εκθέσεων και δράσεων ΟΠΑΝΔΑ, η έκθεση της Χριστίνας Κάλμπαρη στο Κέντρο Τεχνών περιλαμβάνει πίνακες μεγάλων διαστάσεων και μια σειρά σχέδια με κάρβουνο. Όλα τα έργα έχουν σχέση με το φως και το πώς αυτό διαμορφώνει τον ζωγραφικό χώρο. Ο τίτλος της έκθεσης («Η εκδρομή») είναι μια έμμεση αναφορά στη γνωστή νουβέλα της Anna Seghers. Η Γερμανίδα συγγραφέας γνώριζε καλά τον ζωτικό ρόλο του φωτός. Στο διδακτορικό της μελέτησε την αναπαράσταση των Εβραίων και του ιουδαϊσμού στο έργο του Rembrandt. Η Seghers μπορούσε να εκτιμήσει τη σημασία του φωτός στη ζωγραφική και στην καθημερινή ζωή. Το 1943 τη χτύπησε αυτοκίνητο και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε κωματώδη κατάσταση. Κατά την ανάρρωσή της έγραψε τη νουβέλα «Η εκδρομή των κοριτσιών που χάθηκαν».

Για την Κάλμπαρη, το συγκεκριμένο κείμενο ήταν περισσότερο μια ευτυχής συνάντηση παρά η έμπνευση για να δημιουργήσει τα έργα της. Ταυτίζεται με τη ματιά της Seghers, γιατί «είναι με το ένα πόδι στο παρελθόν και με το άλλο στο παρόν, και κοιτάει  πίσω συνειδητοποιώντας πράγματα στο τώρα. Ουσιαστικά αυτή ήταν η αίσθηση που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Και επίσης το ότι έχει επιλέξει να πει την ιστορία της μέσα από μια εκδρομή. Δεν μιλάει για μια συνηθισμένη ημέρα. Εντάσσει την ιστορία σε ένα ειδυλλιακό μέρος, το οποίο, συγχρόνως, μέσα από την αφήγησή της γίνεται τελείως δυστοπικό. Σε αυτό το “έξω” συμβαίνει μια συνειδητοποίηση. Είναι εκεί, σε αυτές τις στιγμές, έξω από την καθημερινότητα, που συνειδητοποιείς πράγματα. Και γι’ αυτό μ’ ενδιαφέρει το φως: να φωτίσεις κάτι που ήταν σκοτεινό και προσπαθούσες να το καταλάβεις».

Παρομοίως, η Κάλμπαρη ανασύρει από το σκοτάδι -από τα βάθη της μνήμης- κάτι αδιευκρίνιστο, δυσδιάκριτο, ασαφές. Στην προσέγγιση της Seghers βρίσκει μια απρόσμενη σύμμαχο που τη βοηθά να κατανοήσει τη δουλειά της. Το θάμπωμα της μνήμης, αυτή η μόνιμη ομίχλη μπροστά από τα μάτια της αφηγήτριας μιας μονοήμερης εκδρομής με ποταμόπλοιο στο Ρήνο, αντανακλάται και στις ατμοσφαιρικές εικόνες που ζωγραφίζει. «Αυτό που προσπαθώ να κάνω δεν είναι αναπαράσταση. Είναι η αποτύπωση της ενθύμησης ενός συναισθήματος. Γι’ αυτό και η χρωματική γκάμα είναι περιορισμένη. Γιατί αν προσέθετα επιπλέον χρώματα, το έργο θα γινόταν πιο ρεαλιστικό» αποσαφηνίζει η καλλιτέχνις. Ενώ τώρα η εικόνα είναι σαν θολή ανάμνηση, σαν ξεθωριασμένη φωτογραφία. «Σαν να έχει πέσει φως στα μάτια σου και βλέπεις το έργο ξασπρισμένο. Και είναι σαν να υπάρχει μια τομή στον χρόνο, ένα πάγωμα, όπου εκείνη την ώρα κάτι συνειδητοποιείς» προσθέτει.

Η πρώτη ύλη για τις εικόνες της Κάλμπαρη δεν είναι προϊόν δημιουργικής φαντασίας. Όπως και άλλοι καλλιτέχνες, ανατρέχει στο διαδίκτυο αλιεύοντας παλιές, vintage φωτογραφίες. Αφαιρεί και συνδυάζει στοιχεία· δεν χρησιμοποιεί ποτέ αυτούσια μια φωτογραφία. Οι εικόνες της προκύπτουν μέσα από μια διαδικασία κολλάζ: ένα βουνό μπορεί να προέρχεται από μια μακέτα, από ένα διόραμα, και η φιγούρα να είναι δανεισμένη από μια άλλη πηγή. Άλλες φορές αφαιρεί πρόσωπα, ιδίως όταν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Όλες οι φωτογραφίες είναι από τις δεκαετίες ’20, ’30 και ’40, κυρίως από την Αμερική και τη Βόρεια Ευρώπη. «Επειδή θέλω να μιλήσω για ανάμνηση και ενθύμηση, δεν θα χρησιμοποιήσω μια σύγχρονη φωτογραφία. Αντίθετα οι εικόνες από την εποχή του μεσοπολέμου με ενδιαφέρουν πολύ» λέει η ίδια.

Όπως η Seghers χρησιμοποιεί τη φύση ως σκηνικό για να μιλήσει για τη λειτουργία και τις δυνατότητες της ενθύμησης, έτσι και η Κάλμπαρη αντιλαμβάνεται τους χώρους στα έργα της ως σκηνικά, τα οποία πλαισιώνουν το συναίσθημα που επιχειρεί να αποτυπώσει. Η αίσθηση της χειρονομίας και της αφής που συνοδεύει το μεγάλο μέγεθος των έργων άλλαξε τον τρόπο που προσεγγίζει τη ζωγραφική. Δουλεύοντας αυτούς τους πίνακες η Κάλμπαρη αισθάνεται ότι μπαίνει μέσα στον ζωγραφικό χώρο, ότι γίνεται και η ίδια μέρος της αφήγησης. Λόγω του μεγάλου μεγέθους, το «τώρα» στα έργα της δηλώνεται εμφατικά: στέκεσαι πια μπροστά σε έναν υπαρκτό ζωγραφικό χώρο. Η καλλιτέχνις δεν αναπαριστά απλώς κάποιες στιγμές από το παρελθόν, ούτε θέλει να αναπαραστήσει φιγούρες με τη μορφή που είχαν σε μια περασμένη δεκαετία. Αντιθέτως, από το παρόν ατενίζει το παρελθόν. Όπως ακριβώς και η ματιά της αφηγήτριας στην «Εκδρομή των κοριτσιών που χάθηκαν», που είναι τώρα εδώ και κοιτάει πίσω, προσπαθώντας να ζωντανέψει μια ανάμνηση.

Οι εσωτερικές, ψυχικές εικόνες της Κάλμπαρη θυμίζουν στιγμιότυπα ταινίας. Κάθε πίνακας είναι σαν μια οθόνη. Όπως τα σκηνικά που έχει σχεδιάσει για παραστάσεις στο θέατρο, τα τοπία της έχουν κάτι το τεχνητό. «Είναι σαν να έχω κατασκευάσει τον ζωγραφικό χώρο. Πώς είναι το διόραμα; Σαν να τοποθετώ αυτές τις φιγούρες μέσα σε αυτά τα σκηνικά για ξαναζωντανέψω αυτή την ενθύμηση. Έτσι το αντιλαμβάνομαι το έργο, σαν μια κατασκευή. Το παιχνίδι με τη μικρή και τη μεγάλη κλίμακα με ενδιαφέρει πολύ. Θα μπορούσαν να είναι και μακέτες αυτά τα έργα. Γι’ αυτό και θέλω να υπάρχει αυτή η τρισδιάστατη αίσθηση του χώρου. Γιατί όντως σκέφτομαι την εικόνα ως τοποθετημένα στοιχεία στον χώρο. Όπως σε μια σκηνή από ταινία. Λες και ένας σκηνοθέτης το έχει στήσει όλο αυτό και βλέπουμε τη στιγμή από μια αφήγηση συμπυκνωμένη.»

Οι φιγούρες που ζωγραφίζει η Κάλμπαρη βρίσκονται σε κατάσταση περισυλλογής. Δεν είναι ονειροπόληση. Δεν έχουν σχέση με το πραγματικό, με το καθημερινό. Ανήκουν σε μια άλλη σφαίρα, σε έναν μυθοπλαστικό χώρο. Δίνουν την εντύπωση ότι είναι χαμένες (στις σκέψεις τους). Η γυναίκα που στέκεται μπροστά στην άγραφη πινακίδα είναι ακινητοποιημένη, παγωμένη, δεν ξέρεις -ούτε και η ίδια- αν θα πάει μπρος ή πίσω ή αν θα μείνει εκεί που βρίσκεται. Οι τρεις συντηρητικά ντυμένες φοιτήτριες που χορεύουν πάνω σε ένα μεγάλο βράχο μπορεί να δώσουν τέλος στη ζωή τους, μπορεί και όχι. Η κοπέλα στο κανό που χαϊδεύει το νερό (κυρίαρχο στοιχείο σε πολλά έργα) και η κοπέλα με φόντο ένα φασματικό βουνό δεν μας αφήνουν να καταλάβουμε τις προθέσεις τους και γιατί βρίσκονται εκεί. Πάντως, δεν υπάρχει τάση φυγής σε αυτές τις εικόνες. Δεν υπάρχει ρομαντισμός. Όταν ζωγραφίζει αυτές τις σκεπτόμενες φιγούρες, η Κάλμπαρη προσπαθεί να φωτίσει κάτι και όχι να δραπετεύσει από αυτό.

Το φως είναι βασικό στοιχείο και στα μαυρόασπρα σχέδια, που δημιουργούν μια γέφυρα με την παλαιότερη δουλειά της. Όταν τα δουλεύει εφαρμόζει συνεχώς μια οριζόντια και μια κάθετη γραφή. Σβήσιμο και γράψιμο. Όπως διαπιστώνει η καλλιτέχνις, αυτή η διαδικασία είναι σαν γραφή, σαν να γράφει πάνω στο χαρτί. Και εδώ το βασικό στοιχείο είναι το συναίσθημα. Τα έργα της Κάλμπαρη δεν είναι συμβολικά, είναι ανώφελο οι θεατές να αναζητήσουν κρυμμένα μηνύματα και μυστικούς συμβολισμούς. Οι εικόνες της είναι κατεξοχήν ποιητικές και έτσι οφείλουμε να τις προσεγγίσουμε, ως ανοιχτές αφηγήσεις που γεννούν δυνατές συγκινήσεις – ίσως και μια απροσδιόριστη ανησυχία που τη συντηρεί το χλωμό, υποτονικό φως, όπως αυτό που βγάζει κάποιες φορές το φεγγάρι.