Απαντήσεις σχετικά με τους κινδύνους του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας και, κυρίως, με τις διαδικασίες ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους, δηλαδή των δανείων, έδωσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Star forum στη Λαμία.
«Υπάρχει πλέον παγκόσμια παραδοχή ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σε πολύ καλύτερη θέση από ό,τι ήταν το 2019», σημείωσε ο κ. Σταϊκούρας, λέγοντας πως «αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει μειωθεί σημαντικά ο όγκος των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών».
Ο ίδιος έσπευσε να διευκρινίσει πως «για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έχει μειωθεί το ιδιωτικό χρέος, αλλά έχει μεταβιβαστεί στις εταιρείες διαχείρισης και παράλληλα έχουν αυξηθεί οι καταθέσεις των πολιτών κατά 50 δισ. ευρώ την τελευταία τριετία, με συνέπεια ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας του τραπεζικού συστήματος στη χώρα μας να είναι πάνω από το 17%, οι τράπεζες είναι κερδοφόρες και βεβαίως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σε πολύ καλύτερη θέση από ό,τι στο παρελθόν και αντέχει σε οποιαδήποτε εξωτερική αναταραχή αν υπάρξει».
Πάνω από 240 δισ. τα δάνεια
Την ίδια ώρα, η ειδική γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, Θεώνη Αλαμπάση, προσδιόρισε ότι «το ιδιωτικό χρέος σε αυτή τη φάση, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι στα 247 δισ. ευρώ, μοιρασμένα μεταξύ των εταιρειών διαχείρισης, των απαιτήσεων των τραπεζών και του ελληνικού δημοσίου».
Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία έδωσε ο κ. Σταϊκούρας, «αυτή την περίοδο οι πολίτες που χρωστούν στην εφορία είναι 400.000 λιγότεροι από ό,τι ήταν το 2018» και ανέφερε ότι «περίπου 400.000 μπόρεσαν και πλήρωσαν τις οφειλές τους την τελευταία τετραετία».
Παράλληλα, υπογράμμισε ως ενθαρρυντικό στοιχείο πως «μέσα στο 2022, το 84% της ελληνικής κοινωνίας πλήρωσε με συνέπεια όλες τις φορολογικές υποχρεώσεις» και μάλιστα είπε πως ήταν «χρονιά ρεκόρ».
Μιλώντας για το υφιστάμενο ιδιωτικό χρέος, ο υπουργός Οικονομικών υποστήριξε ότι οι κινήσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και, μάλιστα, υποστήριξε, «εγκλωβίστηκε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στο νόμο Κατσέλη και σήμερα, πολλοί πολίτες, με απόσταση μιας δεκαετίας από τότε, αφού έχουν χάσει τις υποθέσεις – αυτοί είναι περίπου 40.000 – βρίσκονται με υπερδιπλάσιο χρέος και έτσι αποτελούν ένα εγκλωβισμένο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σε καθυστερήσεις τόσα χρόνια».
Εκτίμησε ακόμη ότι μέσα από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό που «τρέχει» αυτή την περίοδο, περίπου 150 πολίτες την εβδομάδα προχωρούν σε ρυθμίσεις.
Τους ζήτησε «να βάλουν πλάτη»
Αποκάλυψε, επίσης, τις συνομιλίες που είχε με το τραπεζικό σύστημα αλλά και τους ενδιάμεσους διαχειριστές, από τους οποίους ζήτησε «να επαναξιολογήσουν τις ρυθμίσεις, στις οποίες έχουν καταλήξει οι πολίτες», καθώς όπως είπε «δεν είναι στην ίδια κατάσταση όπως πριν από δύο ή τρία χρόνια και πολλοί πολίτες δυσκολεύονται να τις τηρήσουν».
Και υπογράμμισε πως «είναι ευθύνη των διαχειριστών των δανείων να σκύψουν πάνω στο πρόβλημα και να δώσουν λύσεις».
Ο ίδιος ζήτησε περισσότερη εμπλοκή του τραπεζικού συστήματος, καθώς «οι πολίτες δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν, ενώ αντίθετα μέχρι σήμερα έχουν μάθει να απευθύνονται στις τράπεζες» και παράλληλα έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην αύξηση των επιτοκίων εξαιτίας των ευρωπαϊκών πολιτικών.
Όπως ανέφερε, υπήρξε συνάντηση την προηγούμενη εβδομάδα με τους εκπροσώπους των τραπεζών για να «βρεθεί κάποια λύση», καθώς εκτίμησε πως «σύμφωνα με τα στοιχεία από την πλευρά της ευρωπαϊκής τράπεζας, τα επιτόκια θα διατηρηθούν σε ένα σχετικά υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».
Τι συμφώνησε με τις τράπεζες για τα αυξημένα επιτόκια
Ο Χρήστος Σταϊκούρας διευκρίνισε, πάντως, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να δοθεί κάποια βοήθεια σε όλους αυτούς τους πολίτες για να πληρώσουν τις οφειλές αυτές, καθώς όπως υποστήριξε «δεν το επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση» και έσπευσε να διευκρινίσει πως «αν συμβεί κάτι τέτοιο, όλα αυτά τα δάνεια θα εγγραφούν ως κόκκινα δάνεια στις τράπεζες, με συνέπεια να μην μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα τέτοιο μέτρο».
Αποκάλυψε ωστόσο ότι «υπήρξε συμφωνία με τις τράπεζες, έτσι ώστε το 50% της αύξησης των επιτοκίων που αφορά στα ευάλωτα νοικοκυριά, που είναι καταγεγραμμένα στην πλατφόρμα της Γενικής Γραμματείας, να το καλύψουν οι τράπεζες».
Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι «οι σχετικές αιτήσεις είναι 38.000 και από αυτές περίπου 28.000 έχουν προχωρήσει σε ένα επόμενο στάδιο, ωστόσο όμως μόλις 3.000 έχουν βρεθεί».
Μάλιστα διευκρίνισε πως «25.000 δανειολήπτες δεν έχουν υποβάλει αίτηση, καθώς δεν μπορούν να βρεθούν, ούτε έχουν κάποιο e-mail και έτσι το τραπεζικό σύστημα τους αναζητά για να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση».