Εμοιάζε να ζει μέσα σε έναν εφιάλτη. Κοίταξε γύρω του και δεν υπήρχε ούτε ένα τρένο, ούτε μία βάρκα. Το χειρότερο όλων όμως ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε μία ιδέα καπνού στον ουρανό για να κεντρίσει την έμπνευσή του. Και μη μπορώντας να ζωγραφίσει ο εκ των κορυφαίων του ιμπρεσιονισμού Κλοντ Μονέ, σε ένα από τα ταξίδια του στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 1901, μετέφερε τη βαθιά απογοήτευσή του στην επιστολή του προς τη σύζυγό του.
Λίγο αργότερα άναψαν φωτιές στη βρετανική πρωτεύουσα. Κι ο «εφιάλτης» του Μονέ χάθηκε μέσα στον καπνό και την ομίχλη της βιομηχανικής ρύπανσης που κάλυψε τον ουρανό, με αποτέλεσμα να συνεχίσει το έργο του.
Η επιστολή αυτή σε συνδυασμό με τα ίδια τα έργα του Μονέ αλλά και τους πίνακες του ετέρου σπουδαίου, Βρετανού Τζόζεφ Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ, που θεωρείται πως έθεσε τα θεμέλια του ιμπρεσιονισμού, μπήκαν στο μικροσκόπιο των ερευνητών. Και ύστερα από ενδελεχή μελέτη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσο εξελισσόταν η εκβιομηχάνιση της παραγωγής, τόσο ο ουρανός στα έργα των δύο ζωγράφων εμφανιζόταν πιο θολός εξαιτίας της διαρκώς αυξανόμενης ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Αλλαγές του φωτός
«Είναι γνωστό ότι οι ιμπρεσιονιστές υπήρξαν εξαιρετικά ευαίσθητοι στις αλλαγές του φωτός», λέει η Αννα Λι Ολμπράιτ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και επικεφαλής συγγραφέας της σχετικής μελέτης που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences», επισημαίνοντας πως η λειτουργία εργοστασίων καύσης άνθρακα επιβάρυνε δραματικά την ποιότητα του αέρα.
«Δουλεύοντας πάνω σε ζητήματα που αφορούν την ατμοσφαιρική ρύπανση και παρατηρώντας τους πίνακες του Μονέ και του Τέρνερ, πρόσεξα ότι υπήρχαν αλλαγές στα έργα τους. Τα περιγράμματά τους έγιναν πιο θολά, η παλέτα τους φαινόταν πιο λευκή και το ύφος τους άλλαξε, ήταν λιγότερο παραστατικό. Κι αυτές οι αλλαγές συμφωνούν με εκείνες που επιφέρει η ατμοσφαιρική ρύπανση και οι οποίες επηρεάζουν το φως», πρόσθεσε.
Η ομάδα εξέτασε περισσότερους από 100 πίνακες των Μονέ και Τέρνερ με στόχο να αποδείξει την υπόθεση ότι ζωγραφικά αποτυπωνόταν ολοένα και πιο μολυσμένος ο ουρανός όσο προχωρούσε η Βιομηχανική Επανάσταση.
Η επιλογή των συγκεκριμένων ζωγράφων έγινε, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, επειδή ζωγράφισαν επαναλαμβανόμενα τοπία, οπότε υπήρχε η δυνατότητα της σύγκρισης του τρόπου απόδοσης του ουρανού σε βάθος χρόνου.
Κατά συνέπεια οι πίνακες καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1796 έως το 1901, κατά την οποία εξορύσσονταν μεγάλες ποσότητες άνθρακα για τη λειτουργία των ατμομηχανών. Ενδεικτικό είναι ότι μόνο στη Βρετανία η παραγωγή άνθρακα από 2,9 εκατ. τόνους ετησίως το 1700 έφτασε στους 275 εκατ. τόνους μέχρι το 1900.
Η αιθάλη δημιούργησε μια πυκνή, σκοτεινή ομίχλη και ο αριθμός των ημερών με ομίχλη στο Λονδίνο τριπλασιάστηκε μεταξύ 1850 και 1890, από 25 σε 75 ετησίως. Στο πλαίσιο της έρευνας διαπιστώθηκε ότι περίπου το 61% των διαφορών που παρατηρούνται στους πίνακες ακολουθεί τις αυξανόμενες συγκεντρώσεις διοξειδίου του θείου.
«Η ατμοσφαιρική ρύπανση κάνει τα αντικείμενα να φαίνονται πιο θολά, καθιστά πιο δύσκολο τον εντοπισμό των άκρων τους και δίνει στη σκηνή μια πιο λευκή απόχρωση, επειδή η ρύπανση αντανακλά ορατό φως σε όλα τα μήκη κύματος», λέει η Αν Ολμπράιτ.
«Ομιχλικός τουρισμός»
Ο Τζόναθαν Ράιμπνερ, καθηγητής ευρωπαϊκής τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, που ήταν μεταξύ των πρώτων ιστορικών τέχνης που πρότειναν τη σύνδεση μεταξύ του έργου των δύο καλλιτεχνών και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σε ένα δοκίμιο του 2004 σχολιάζει ότι η μελέτη δικαιώνει την άποψή του, κάνοντας λόγο για «ομιχλικό τουρισμό», για ταξίδια που έκαναν δηλαδή οι Γάλλοι για να παρατηρήσουν την ομίχλη του Λονδίνου, και σχολιάζει την προαναφερθείσα επιστολή του Μονέ, υποστηρίζοντας πως ο ζωγράφος πιθανόν να κατέστρεψε μερικά έργα του με καθαρό ουρανό.
Ωστόσο, ο κριτικός τέχνης Σεμπάστιαν Σμι επικρίνει τη μελέτη, λέγοντας ότι συγχέει «εσωτερικές δημιουργικές επιλογές με εξωτερικά ερεθίσματα», και προσθέτει, μιλώντας στη διεθνή έκδοση της ιστοσελίδας του CNN, ότι η αυξημένη ρύπανση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η στυλιστική εξέλιξη των καλλιτεχνών και ότι δεν απέδιδαν την αντικειμενική πραγματικότητα.
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης απαντώντας στις κριτικές ανέφερε ότι δεν είναι στις προθέσεις της να παρακάμψει οποιαδήποτε ιστορική προσέγγιση της τέχνης αλλά να προσφέρει μια άλλη οπτική γωνία προσέγγισης.