Οσοι δεν έχουν ιδέα ποια είναι η Τσέλι Γουίλσον και δουν το ντοκιμαντέρ «Η βασίλισσα της Νέας Υόρκης» (Queen of the Deuce) της Βάλερι Κοντάκος που θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Παρασκευή, δεν θα χάσουν.
Η ζωή της Γουίλσον είναι όντως κομμένη και ραμμένη για ταινία – και ίσως μια μυθοπλασία μια μέρα ακολουθήσει το ντοκιμαντέρ της Κοντάκος που φτιάχνει ένα πλήρες πορτρέτο της Ελληνοεβραίας, λεσβίας, μετανάστριας, επιχειρηματία, ευεργέτιδας αλλά και από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, κορυφαίου ονόματος στο κύκλωμα των αιθουσών που πρόβαλλαν ταινίες… αισθησιακού περιεχομένου στην Τάιμς Σκουέαρ της Νέας Υόρκης.
Η Γουίλσον, γνωστή με το ψευδώνυμο The Deuce (=ντόρτια), ήταν πανέξυπνη, ριψοκίνδυνη και όπως όλοι οι άνθρωποι με επιχειρηματικό δαιμόνιο, δύσκολη στην «ανάγνωσή» της. Από την πλευρά της η Κοντάκος, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, εργάστηκε ως μοντέζ ήχου και το 1989 σκηνοθέτησε το πρώτο από τα τέσσερα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους της, «Α Quality of Light».
Το 1994 έγινε υποδιευθύντρια του Hellenic Foundation στη Νέα Υόρκη, ίδρυσε το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης και ανέλαβε τη διοργάνωση μηνιαίων κινηματογραφικών προβολών στο American Museum of the Moving Image. Από το 2007 όταν ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής Exile Films (2007) στην Αθήνα μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη.
Ανασυνθέτοντας τη ζωή της Γουίλσον την παρακολουθεί με αγάπη και θαυμασμό, την ίδια αγάπη και τον ίδιο θαυμασμό που νιώθουν για τη Γουίλσον όσοι μιλούν για αυτήν (συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και εργαζόμενοι).
Νιώθεις ότι ως σκηνοθέτρια δεν έκρυβε το χαμόγελό της όποτε εξιστορούσε στιγμές από τη ζωή αυτής της ηγετικής μα και ταλαιπωρημένης μορφής με τη βαθιά ψυχή, της σκληρής όταν χρειαζόταν αλλά και με χιούμορ εργοδότριας, της μάνας όχι μόνο ενός παιδιού αλλά όλων όσοι την περιστοίχιζαν. Για την εμπειρία της στο «σκάψιμο» του υλικού της αλλά και την έμπνευση που πήρε από το ίδιο της το θέμα, η Β. Κοντάκος μίλησε στα «ΝΕΑ».
Οταν βρέθηκε στα χέρια σας το πολύ ιδιαίτερο θέμα της ταινίας «Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης», πώς καταλήξατε να το διαχειριστείτε; Σε τι νιώσατε ότι ο θεατής θα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα σχετικά με την κεντρική ηρωίδα του θέματος;
Είχα προσπαθήσει για πρώτη φορά να κάνω μια ταινία για την Τσέλι πριν από πολλά χρόνια. Εκείνη την εποχή ήμουν ακόμα λίγο μπερδεμένη για το πώς θα χειριζόμουν τη συμμετοχή της στο πορνό. Με ποιον τρόπο θα μπορούσες να «απο-αισθητοποιήσεις» κάτι τέτοιο χωρίς να το ελαχιστοποιήσεις; Ευτυχώς η Τσέλι ήταν τόσο πολυπρόσωπη, ένα κράμα από τόσα πράγματα – μητέρα, επιχειρηματίας, ερωμένη, τζογαδόρος – κυριολεκτικά και μεταφορικά, αλλά πάνω απ’ όλα αγαπούσε τη ζωή. Η Τσέλι επέτρεψε στους ανθρώπους να αισθάνονται ενδυναμωμένοι.
Υποθέτει κανείς ότι τα στοιχεία που θα μπορούσες να θαυμάσεις στην Τσέλι Γουίλσον είναι αρκετά. Εσείς, προσωπικά, τι θαυμάζετε περισσότερο σε αυτήν;
Δύναμη, ανθεκτικότητα, έτοιμη να πάρει ρίσκο.
Η Γουίλσον, κατά μία έννοια, είναι ένα είδος «μητέρας» για όλους τους ανθρώπους γύρω της. Τουλάχιστον αυτό ένιωσα βλέποντας την ταινία. Η μητρότητα είναι ένα θέμα που σας απασχολεί γενικότερα; Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο καθώς η ταινία σας «Mana» προηγείται του «Queen of Deuce».
Ως μητέρα δύο αγοριών, θα μπορούσες να πεις ότι έχω μια ευαισθησία απέναντι στις γυναίκες οι οποίες νοιάζονται για τους άλλους. Επίσης, δεν ασχολούμαστε όλοι με τους λιγότερο ισχυρούς, είτε είναι γυναίκες είτε άνδρες. Με ελκύουν οι γυναικείοι χαρακτήρες γιατί νιώθω ότι είναι λίγο αλλαγμένοι και παραμελημένοι. Νιώθω ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερο πάθος και πιο έντονη ενσυναίσθηση για τους άλλους. Αυτά ίσως να ακούγονται ως γενικεύσεις, αλλά από εκεί «προέρχομαι».
Θα θέλατε να είστε φίλες με την Τσέλι Γουίλσον;
Είναι αστείο που το ρωτάτε γιατί όντως ένιωθα ότι ήμασταν φίλες. Συχνά σκέφτομαι «πώς θα είχε αντιδράσει (ή πως θα είχε αντιμετωπίσει) η Τσέλι με αυτή ή εκείνη την κατάσταση;». Αναφέρομαι συγκεκριμένα σε καταστάσεις όπου δυσκολεύομαι να διαχειριστώ τον εαυτό μου και τις απόψεις μου. Οσο για το τι μπορεί να σκεφτόταν για το ντοκιμαντέρ είμαι σίγουρη ότι θα της άρεσε! Και μάλλον θα αναρωτιόταν γιατί δεν συμπεριέλαβα περισσότερα! Αυτή ήταν η γενναιοδωρία της, που επέτρεπε σε όλους να νιώσουν συγγένεια μαζί της.
Ελληνες με ιστορία σε διάφορους τομείς φαίνεται ότι σας ενδιαφέρουν πολύ καθώς ήσασταν και παραγωγός του ντοκιμαντέρ «Ο τελευταίος παρτιζάνος», με θέμα τον Μανώλη Γλέζο. Νιώθετε ενωμένη με τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική Ιστορία ή θεωρείτε ότι το βλέμμα σας είναι εκείνο ενός ξένου που επιδιώκει να μάθει;
Είναι ευλογία και κατάρα να νιώθεις ότι είσαι μέρος ενός πράγματος αλλά ποτέ να μην αισθάνεσαι ότι ανήκεις πλήρως, οργανικά μέσα του. Ηρθα να ζήσω στην Ελλάδα σε ένα σημείο της ζωής μου που λίγο-πολύ, επαγγελματικά και συναισθηματικά, είχα διαμορφωθεί ως άνθρωπος. Αν και ζούσα στη Νέα Υόρκη, η Ελλάδα ήταν πάντα ένα δεύτερο σπίτι για μένα, πολιτιστικά, συναισθηματικά και πολιτικά.
Αλλά, είτε μου αρέσει είτε όχι, ο χαρακτήρας μου διαμορφώθηκε ενώ μεγάλωνα στη Νέα Υόρκη. Εχω μια συγκεκριμένη ευθύτητα που θεωρείται αφέλεια στην Ελλάδα, κάτι που με διαφοροποιεί από έναν αληθινό ντόπιο· υπό αυτή την έννοια, εξακολουθώ να βλέπω τα πράγματα στην Ελλάδα ως αουτσάιντερ. Αν και νιώθω μια πραγματική εξοικείωση εδώ, εξακολουθώ να εκπλήσσομαι με το πώς γίνονται τα πράγματα και πώς σκέφτονται οι άνθρωποι. Ο Γλέζος ήταν μια πραγματική χαρά να τον ακολουθήσεις. Ενας γνήσιος «νέος στην καρδιά», ένας ιδεαλιστής μέχρι θανάτου, που ποτέ δεν κουράστηκε.
Εχετε χαράξει έναν υπέροχο δρόμο στον χώρο του ντοκιμαντέρ. Εχετε σκεφτεί ποτέ να ασχοληθείτε με τη μυθοπλασία;
Ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση! Λατρεύω τη μυθοπλασία, αλλά όχι αρκετά για να θέλω να αφοσιωθώ σε αυτήν στη δημιουργία ταινιών. Δεν μου αρέσει να λέω στους άλλους τι να κάνουν. Προτιμώ να εξερευνώ τι κάνει κάποιος με δική του βούληση. Θα μπορούσατε να πείτε ότι έκανα καλό κάστινγκ (διανομή) επιλέγοντας την Τσέλι.