«Εγώ, λοιπόν, έτσι τρέχω, όχι σαν χωρίς στόχο…» είναι η βιβλική φράση που κοσμεί το μπράτσο του Όσκαρ Πιστόριους, του αθλητή που απογείωσε το παραολυμπιακό κίνημα, απέκτησε με πείσμα ολυμπιακά φτερά πριν σαν ένας ακόμα απερίσκεπτος Ίκαρος τα κάψει στο βωμό της αγάπης, της ζήλιας, του πάθους, ενός πραγματικού φονικού.
Σήμερα δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία της συντρόφου του, Ρίβα Στέενκαμπ, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου το 2013, ο 36χρονος πια δρομέας, που καταδικάστηκε αρχικά σε 6 χρόνια φυλάκιση και μετά από έφεση σε 13 έτη και 5 μήνες, περιμένει από ώρα σε ώρα την ετυμηγορία της αρμόδιας επιτροπής στην Πρετόρια για την υπό όρους αποφυλάκιση του.
Το έγκλημα του, παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει δεν έχει ξεχαστεί από κανέναν. Ίσως γιατί ακόμα και τώρα μετά τη δίκη, την έφεση και το ντοκιμαντέρ «Τα Δάκρυα ενός Εγκλήματος» για το τι πραγματικά συνέβη ανάμεσα στο ζευγάρι, ουδείς έχει πειστεί ότι τα πάντα έχουν βγει στο φως. Την αλήθεια φαίνεται πως την ξέρουν μόνο αυτός που δεν μιλά και εκείνη που δεν μπορεί να αποκριθεί.
Η ανατομία ενός εγκλήματος
Ήταν Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου, όταν ο Πιστόριους πυροβόλησε θανάσιμα τη Ρίβα. Μόλις το περασμένο καλοκαίρι είχε σφραγίσει με την παρουσία του τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου συναγωνιζόμενος, αυτός ένας άνδρας χωρίς πόδια, τους γρηγορότερους αρτιμελείς αθλητές στον κόσμο, κερδίζοντας μια περίοπτη θέση στην ιστορία των σπορ.
Όπως είχε δηλώσει τότε επικαλούμενος τα λόγια της μητέρας του σε μια επιστολή που του άφησε πριν φύγει νωρίς από τη ζωή, «αυτός που πραγματικά χάνει δεν είναι ποτέ αυτός που τερματίζει τελευταίος. Ο πραγματικά χαμένος είναι αυτός που κάθεται στο πλάι. Το άτομο που δεν προσπαθεί καν να αγωνιστεί».
Και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, γιατί ο «Blade Runner», ο δρομέας πάνω σε λεπίδες, αγωνίστηκε με κάθε τρόπο για να πείσει για την αθωότητα του, αμέσως μετά το στυγερό έγκλημα και την γοργή σύλληψη του, μόνο που δεν είπε την αλήθεια και γι’ αυτό δεν τον πίστεψε κανείς.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το ζευγάρι ήταν μαζί από τον προηγούμενο Νοέμβριο και παρά τις όποιες διαφωνίες του, οι οποίες είχαν γίνει αντιληπτές από τον περίγυρο του, η ίδια η Ρίβα, που ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη νομική για να αφοσιωθεί με την ίδια προσήλωση σε μια επικερδή καριέρα στο μόντελινγκ, είχε δηλώσει για τον σύντροφο της ότι είναι «ένας άψογος άνδρας που νοιάζεται πραγματικά για το συμφέρον μου».
Τον μοιραίο Φεβρουάριο είχε, μάλιστα, γράψει στον λογαριασμό της στο Twitter ότι ο Όσκαρ Πιστόριους «δεν είναι μόνο όμορφος για να τον κοιτάς, αλλά λέει και έξυπνα πράγματα».
Η κατάθεση και οι μάρτυρες
Προφανώς όχι και τόσο, αφού η κατάθεση του ότι ξύπνησε εκείνο το βράδυ, επειδή νόμιζε ότι είχαν μπει διαρρήκτες στο σπίτι του και ότι άδειασε το όπλο του στην κλειδωμένη από μέσα πόρτα του μπάνιου, για να προστατεύσει τον ίδιο και τη Ρίβα που πίστευε ότι κοιμόταν δίπλα του, για να συνειδητοποιήσει στη συνέχεια ότι κειτόταν νεκρή ακριβώς πίσω από την πόρτα που είχε κάνει σουρωτήρι, αμφισβητήθηκε εξαρχής.
Τι κι αν περπάτησε χωρίς τα προσθετικά του πόδια μέσα στη δικαστική αίθουσα, σε μια από πρόθεση φορτισμένη συναισθηματικά αναπαράσταση του εγκλήματος, ούτε ένας ούτε δύο αλλά 107 μάρτυρες τον έβγαλαν με τον τρόπο τους ψεύτη.
Μια εξ αυτών, η γείτονας του, Μισέλ Μπέργκερ, ανέφερε ότι ξύπνησε στις 3 τα ξημερώματα, ακούγοντας κραυγές και όπως είπε χαρακτηριστικά: «Ήταν πολύ τραυματικό για μένα. Η κοπέλα ούρλιαζε και φώναζε για βοήθεια. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο κύριος Πιστόριους δεν άκουσε τις φωνές της».
Ο Σεσίλ Μάιερς, ο οποίος ήταν σαν πατέρας για το 29χρονο μοντέλο και αυτός που αναγνώρισε το πτώμα της, δήλωσε ότι η Ρίβα ένιωθε εγκλωβισμένη, καθώς ο Πιστόριους ήταν «πιεστικός, κτητικός και κακοδιάθετος».
«Για εμάς, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η Ρίβα θα τον εγκατέλειπε εκείνο το βράδυ», ανέφερε η μητέρα της άτυχης κοπέλας, Τζουν Στίνκαμπ, αποκαλύπτοντας ότι το ζευγάρι δεν είχε έρθει ποτέ σε σεξουαλική επαφή.
Το καρφί στο φέρετρο του Πιστόριους έβαλε η πρώην κοπέλα του, Σαμάνθα Τέιλορ, που κατέθεσε ότι είχε πάντα στο κομοδίνο του ένα όπλο τα βράδια μαζί με το προσθετικά του πόδια, ο στενός φίλος του, Ντάρεν Φρέσκο, ο οποίος αποκάλυψε ότι πρόσφατα είχε παραλάβει επτά όπλα αξίας 3.200 ευρώ και φυσικά οι ιατροδικαστές που ανέλαβαν την υπόθεση και συμπέραναν από το άψυχο σώμα της Ρίβα και τα ρούχα της ότι τα πράγματα είχαν εξελιχθεί κάπως διαφορετικά.
Ο παραολυμπιονίκης «ήξερε τι έκανε» κατέθεσε ο εμπειρογνώμονας Κρις Μανγκένα, περιγράφοντας με χρήση ειδικών γραφικών ότι «η Ρίβα στεκόταν πίσω από την πόρτα, δεν ήταν σε καθιστή θέση. Αυτό σημαίνει ότι έτρεξε στην τουαλέτα και κλείδωσε, περίμενε, πίσω από την πόρτα, μέσα στην τουαλέτα. Ο πρώτος πυροβολισμός τη βρήκε στον μηρό και μετά από αυτόν τον πυροβολισμό έπεσε στο έδαφος. Πιθανώς ούρλιαξε και έπεσε».
Ποινές… πίσω μπρος
Στον Πιστόριους αρχικά επιβλήθηκαν πέντε χρόνια κάθειρξης, τα οποία μετά από οκτώ μήνες μετατράπηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση ήταν τεράστιες. Ποινικολόγοι άρχισαν να εκφράζουν φανερά την αντίθεση τους προς την ετυμηγορία της δικαστή, Τοκολίζε Μασίπα.
Γι’ αυτό και τον Δεκεμβρίου του 2015 ο Πιστόριους κρίθηκε ένοχος για τον φόνο της Ρίβα και καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλάκιση, ενώ τον Νοέμβριο του 2017 έγινε 13 χρόνια και 5 μήνες.
Έκτοτε ο Πιστόριους έχει πει πολλά, έχει κλάψει περισσότερο, ζητά συνεχώς συγχώρεση επειδή αφαίρεσε τη ζωή της συντρόφου του, αλλά και πάλι δεν έχει παραδεχτεί την ενοχή του.
Σε μια από τις τελευταίες δηλώσεις του, είπε χαρακτηριστικά: «Αν μου δοθεί η ευκαιρία της λύτρωσης, θα ήθελα να βοηθήσω τους λιγότερο τυχερούς όπως έκανα στο παρελθόν. Θέλω να πιστεύω ότι αν η Ρίβα μπορούσε να με κοιτάξει από ψηλά, θα ήθελε να ζήσω έτσι τη ζωή μου»…