Για την ανθρωπολογία, η ερμηνεία της ανθρώπινης έκφρασης πάντα παίζει σημαντικό ρόλο. Εδώ, το έργο που αξίζει να δούμε και θα εκτίθεται στο Μουσείο Ακρόπολης μέχρι και τις 2 Απριλίου δημιουργεί το ερώτημα: είναι άλλη μία συνήθης έκθεση ή μία πολιτισμική ετεροχρονική και σύγχρονη «μεταδημιουργία»;
Το «σώμα» μας απειλείται δίχως την πολιτισμική του διάσταση. Το σώμα μας δημιουργεί πολιτισμούς, φέρει πνοή ζωής, είναι και ψυχή. Το πάθος του να διαιωνίσει την ταυτότητά του, να καταργήσει τη φθορά και τον θάνατο μεταμορφώνοντάς τα σε μνήμη, αλλά και το να καθαγιάζει τον χωροχρόνο του, είναι, θα έλεγα, «η πεμπτουσία» τού να «είναι», να θέλει να «αφθαρτοποιηθεί» και να το κατορθώνει «επιτελεστικά» (δράση) και «εκστασιακά» (εκτός εαυτού με το σώμα του) στο έπακρο με αυθυπέρβαση.
Το σώμα είναι αυτό που συγκλονίζεται και συγκλονίζει, ταρακουνά την τέχνη. Στη δίνη του πολέμου, για παράδειγμα, συναντάμε την κατεξοχήν υπέρβαση και αυτοδιάθεση που επιτελούν τα σώματα – «σώμα με σώμα» στη μάχη -, όπου εκεί πλέον μιλάμε για «θυσία». Και έπεται η τέχνη που εξυμνεί.
Σώμα και τόπος
Το σώμα μας είναι ο τόπος που το γεννά. Τρέφει «μυστικές» σχέσεις με το χώμα που πατά, γνωρίζει την καταγωγή του. Οι ανθρωπογεωγραφίες σε συνάρτηση με τα πρόσωπα, τον χώρο και τον χρόνο από ανθρωπολογική σκοπιά είναι αυτές που «συγκλόνισαν» τον ρου της Ιστορίας (Επανάσταση 1821).
Περαιτέρω, το σώμα μας «ενδύεται» και ιστορικά δημιουργούνται η ταυτότητα «κοινωνικού» φύλου, το «status», αλλά και σε αυτό (στο σώμα) δομούνται – διά του ενδύματος – οι ιεραρχικές θέσεις σε κοινότητες, που δήλωναν το κύρος τους και την επιθυμία να ανήκουν αλλά και να διαδρούν με τους συμπολίτες τους για το «κοινό» αίσθημα. Αν και πολιτικές διχαστικές διακυμάνσεις που σημειώθηκαν κατοπινά έφεραν αθεράπευτες συνέπειες στη νοοτροπία μας.
Ωστόσο, όπως λέει και ο Ελύτης, «κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν την φθορά» και αυτοί είναι οι καλλιτέχνες. Πράγματι, το «Ενδυμα ψυχής», ένδυμα «σωματοποιημένης» ψυχής, που εμπερικλείει σύνολη «απτή» την ελληνικότητα, ήρθε για να μείνει ως μεταδημιουργία και να θέσει την ιστορία μας, τον τόπο, τον χρόνο και τα πρόσωπα με τις ενδυμασίες τους, σε μια ετεροχρονική βάση. Μεταγγίζει, μεταβιβάζει και άρα μεταδημιουργεί ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον ύπαρξης μέσα από νέα πρόσωπα και σε «έτερο» χρόνο, που αναπλάθεται με σύγχρονο ευρηματικό εξοπλισμό, τεχνοτροπία και αισθητική. Η «πεισματάρα» η τέχνη και εδώ έρχεται να εξαγιάσει τον άνθρωπο και το σώμα του.
Συγκεκριμένα, βλέπουμε τον φωτογράφο Βαγγέλη Κύρη να απεικονίζει πρωτογενές υλικό ενδυμασιών, φορεσιών και στολών καθημερινών, απλών, εμβληματικών και ηρώων προσώπων, τις οποίες φορούν νέοι και νέες της εποχής μας με υποδειγματική εκφραστικότητα και παραστατικότητα. Κατόπιν, όλο αυτό τυπώνεται σε υφασμάτινο βαμβακερό καμβά, επί του οποίου ο εκφραστής της κεντητικής τέχνης Anatoli Georgiev κεντά – από το πρωτότυπο – το φωτογραφικό αυτό έργο με «χρυσές» λεπτομέρειες.
Μεταδημιουργία
Προφανώς, μιλάμε για μία πολιτισμική καλλιτεχνική μεταδημιουργία.
Πρώτον, οι καλλιτέχνες εμπνέονται από το ίδιο το πρωτογενές «ιερό» υλικό, που φέρει ταυτότητα, και φόρεσαν «σώματα» που μας όρισαν και καθόρισαν ιστορικά, καθότι μιλάμε για τις «αυθεντικές ενδυμασίες της συλλογής του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου», όπως μας διασώζει ο αείμνηστος Ιωάννης Μαζαράκης – Αινιάν, γενικός γραμματέας του μουσείου.
Δεύτερον, έχουμε μια σύγχρονη καλλιτεχνική προσέγγιση των δημιουργών με φωτογραφική και κεντητή απεικόνιση επί υφασμάτινου καμβά σε συνδυασμό με την αισθητική του απαλού φωτισμού των εκθεμάτων «εν τω σκότει», που φαντάζουν ωσάν κεριά αναμμένα «εις μνήμην».
Τρίτον, αναφερόμαστε σε «έτερo» χρόνο, που είναι το δικό μας «σήμερα», και σε μια μεταδημιουργία των δύο καλλιτεχνών, που δηλώνει τη μετάβαση και την αναγωγή του υλικού ιστορικού στοιχείου ως απτού μνημείου σε καλλιτεχνικό μεταδημιούργημα. Οι φορεσιές – από τα «ιερά» σώματα, που ανέδειξαν την «ταυτότητά» τους μέσα από αυτές – «αφθαρτοποιούνται» στα σώματα νέων καλλιτεχνών της εποχής μας. Ο,τι ο συμβατικός χρόνος αφήνει, αναλαμβάνει να το απαθανατίσει η τέχνη, επειδή η ίδια συναισθάνεται οτιδήποτε ενέχει «ιερότητα», το ανασταίνει και δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον για αυτό, μέσα στο οποίο δεν της επιβάλλεται να απεκδυθεί τον καιρό της.
Τέταρτον, επισκεπτόμαστε το «Ενδυμα ψυχής» σε έναν σύγχρονο χώρο όπου διαφυλάσσεται η συνέχεια της μνήμης: το Μουσείο Ακρόπολης, όπου συνδυαστικά με τη Χιώτισσα Αρχαία Ελληνίδα, τα μαρμάρινα σμιλευμένα ενδύματα των Καρυάτιδων, το – επί υφασμάτινου καμβά φωτογραφισμένο και με κεντητές λεπτομέρειες – ένδυμα της περίφημης Κόρης του Οσέρ, που είδαμε στην έκθεση και το άγαλμα της οποίας βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, φανέρωσε τη μετάγγιση αυτή των σωμάτων από χρόνο σε χρόνο.
Ο Παναγιώτης Σδούκος είναι εκπαιδευτικός, MSc Εθνομουσικολογίας και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας με ειδικότητα στην ερμηνεία και εκτέλεση της παραδοσιακής μουσικής (ΕΚΠΑ)