Σε δυσχερή θέση βρίσκονται χιλιάδες δανειολήπτες σε όλη την Ελλάδα, με τη δόση του στεγαστικού τους δανείου να βρίσκεται στα ύψη. Το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα το πότε θα σταματήσει η ΕΚΤ να προχωρά σε αυξήσεις.
Κι αυτό παρά το γεγονός της μίνι κρίσης που εξελίχθηκε σε ΗΠΑ, λόγω SVB και Ευρώπη, εξαιτίας πρωτίστως της Credit Suisse και δευτερευόντως της Deutsche Bank. Για την Κριστίν Λαγκάρντ ο στόχος παραμένει η πτώση του πληθωρισμού κάτω από το 2%, όταν τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 6,9% τον Φεβρουάριο.
Μετά τις 6 διαδοχικές αυξήσεις του βασικού επιτοκίου του ευρώ από το 0% στο 3,50% μέσα σε λίγους μήνες, οι δανειολήπτες καλούνται πλέον να καταβάλλουν έως και 5 επιπλέον παλαιές δόσεις σε ετήσιο επίπεδο. Εκτιμάται ότι το μεγαλύτερο τμήμα του στεγαστικού χαρτοφυλακίου με κυμαινόμενες δόσεις των τραπεζών, επιβαρύνεται αυτήν τη στιγμή με επιτόκια άνω του 5%, ενώ αναλόγως και των επόμενων κινήσεων της ΕΚΤ, δεν αποκλείεται να αγγίξει ακόμη και το 7%, μέσα στους επόμενους μήνες.
Πόσο επιβαρύνονται οι δανειολήπτες – Παραδείγματα
Τη μεγαλύτερη επιβάρυνση στη μηνιαία δόση την έχουν υποστεί οι δανειολήπτες που έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου χρονικής διάρκειας 15 ετών.
Για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 15 ετών, όταν το euribor ήταν μηδενικό και το επιτόκιο 3%, η μηνιαία δόση ήταν 690 ευρώ. Πλέον, η δόση έχει διαμορφωθεί στα 820 ευρώ, ενώ με τη νέα αύξηση η δόση θα φτάσει τα 837 ευρώ. Η συνολική επιβάρυνση για έναν δανειολήπτη θα ανέλθει στα 147 ευρώ ανά μήνα ή στα 1.764 ευρώ ετησίως.
Για στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου 100.000 ευρώ, διάρκειας 20 ετών, όταν το euribor τριμήνου ήταν μηδενικό και το επιτόκιο 3%, η μηναία δόση ήταν 560 ευρώ. Πλέον, με το euribor τριμήνου πέριξ του 3% και το επιτόκιο κοντά στο 6%, η δόση του δανείου έχει διαμορφωθεί στα 690 ευρώ, ενώ με τη νέα αύξηση θα φτάσει τα 710 ευρώ. Η συνολική επιβάρυνση για έναν δανειολήπτη θα ανέλθει στα 150 ευρώ τον μήνα ή 1.800 ευρώ ετησίως.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Φεβρουάριο του 2023, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων αυξήθηκε στο 0,21%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 5,57%. Έτσι, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 5,36 εκατοστιαίες μονάδες. Τον Φεβρουάριο του 2023, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων αυξήθηκε στο 0,18%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των υφιστάμενων δανείων αυξήθηκε στο 5,52%, με αποτέλεσμα το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 5,34 εκατοστιαίες μονάδες.
Η συζήτηση με τις τράπεζες και η ελάχιστη ενίσχυση
Το κρίσιμο ζήτημα της επιβάρυνσης των δανειοληπτών συζητήθηκε στη σύσκεψη του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα και των τραπεζικών διοικήσεων την περασμένη Τετάρτη.
Ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ζήτησε πέραν της δράσης επιδότησης των δόσεων για ευάλωτους που έχει ήδη ενεργοποιηθεί, να προχωρήσουν τα πιστωτικά ιδρύματα σε κατάλληλες ρυθμίσεις, όπου χρειάζεται, για την ελάφρυνση όσων δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
Πάντως, η επιδότηση μόνο τους 50% της αύξησης της δόσης για 12 μήνες αφορά μόλις 20.000 δανειολήπτες (30.000 η αρχική εκτίμηση) και φαίνεται πως δεν επαρκεί να καλύψει τις εκατοντάδες χιλιάδες που έχουν ανάγκη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη ένα στα πέντε νοικοκυριά δεν μπορεί να πληρώσει τη δόση, όπως έδειξε η πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, κάτι το οποίο εντείνει την ανησυχία ενόψει της πολύ δύσκολης συνέχεια.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κόστος της στέγασης στη χώρα μας, ως πoσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, διαμορφώθηκε το 2021 σε 34,2%. Tο ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά για τα οποία το κόστος στέγασης υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (overburden rate) ήταν το 2021 υψηλότερο για όσους ενοικιάζουν (74,6%), έναντι των ιδιοκτητών που αποπληρώνουν στεγαστικό (18,5%).
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι στον νόμο για τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό που δημιούργησε η κυβέρνηση δεν υπήρχε πρόβλεψη υποχρεωτικότητας σε ρύθμιση προς τράπεζες και funds. Ούτε οι πλέον πρόσφατες αλλαγές προέβλεπαν κάτι τέτοιο, ενώ η δημοσιοποίηση της αιτιολόγησης απόρριψης δανειολήπτη δεν κρίνεται ότι συνιστά «πίεση» προς τις τράπεζες.
Η πορεία του Εξωδικαστικού
Σε σχέση με την πορεία του εξωδικαστικού μηχανισμού, τα τελευταία στοιχεία που διαβιβάστηκαν από τον υπουργό Οικονομικών δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον από τους πολίτες να ρυθμίσουν τις οφειλές τους μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Όπως αναφέρει, «μέχρι στιγμής (στοιχεία Ιανουαρίου 2023), πάνω από 67000 οφειλέτες έχουν εισέλθει στην πλατφόρμα και από αυτούς, 47500 οφειλέτες, δηλαδή σχεδόν το 71% που έχουν εισέλθει στην πλατφόρμα, έχουν προσκομίσει τα οικονομικά τους στοιχεία, από τα οποία και προκύπτουν συνολικές οφειλές ύψους 26,6 δις ευρώ.
Ωστόσο, οι ρυθμίσεις είναι κατά πολύ λιγότερες, καθώς 12.900 οφειλέτες με συνολικές οφειλές 6,2 δισ ευρώ, έχουν υποβάλει οριστικά την αίτησή τους για ρύθμιση οφειλών, δηλαδή το ποσό αυτό είναι αυξημένο κατά 1,3 δις ευρώ, τους τελευταίους 3 μήνες.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, κατά το τελευταίο τρίμηνο, το ποσό των επιτυχών ρυθμίσεων σχεδόν υπερδιπλασιάστηκε. Με στοιχεία Οκτωβρίου 2022 οι ρυθμίσεις ανέρχονταν σε 308 εκ. Ευρώ, με αντίστοιχο σύνολο αρχικών οφειλών 513 εκ. Ευρώ. Αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι εντατικοποιήθηκαν οι προσπάθειες κατά τα τελευταίο διάστημα, από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, καθότι:
– 1525 ρυθμίσεις, συνολικού ύψους 420 εκατ. ευρώ, έχουν διενεργηθεί από τράπεζες και εταιρίες διαχείρισης.
– 1798 ρυθμίσεις, συνολικού ύψους 257 εκατ. ευρώ, έχουν διενεργηθεί από το Δημόσιο. Στις ανωτέρω ρυθμίσεις, έχει πραγματοποιηθεί διαγραφή οφειλής ποσοστού μέχρι και 50% σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ η διάρκεια αυτών ανέρχεται μέχρι και τα 35 έτη.
Επίσης, αναμένεται, από τους χρηματοδοτικούς φορείς, να ολοκληρώσουν άμεσα 750 αιτήσεις ρύθμισης οφειλών, συνολικού ύψους 653 εκ. ευρώ, κάτι το οποίο φαίνεται να αποδειχθεί. Το ζήτημα είναι ότι οι λύσεις που δίνονται μέσω Εξωδικαστικού υπολείπονται τόσο των πραγματικών αναγκών όσο και του ενδιαφέροντος.