Την αξιοποίηση των κενών κτηρίων, όπου είναι δυνατόν, την περαιτέρω ρύθμιση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης καθώς και αλλαγές στη “χρυσή βίζα” προτείνει μεταξύ άλλων έρευνα της διαΝΕΟσις για την αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος στη χώρα μας που εκπονήθηκε από τον Ηλία Νικολαΐδη, senior editor της διαΝΕΟσις. Στην έρευνα καταγράφεται το οξύ, όπως χαρακτηρίζεται, στεγαστικό πρόβλημα και στην χώρα μας, μέσα από μια ιστορική αναδρομή τις βασικές αιτίες που το προκάλεσαν, ενώ αναδεικνύεται γενικότερα το συγκεκριμένο πρόβλημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και παρουσιάζονται οι πολιτικές στον τομέα της στεγαστικής πολιτικής σε ορισμένες χώρες.
Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτοξευτεί
Τα τελευταία χρόνια το σχετικό κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτοξευτεί, αναφέρεται στην έρευνα, με την επισήμανση ότι σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%. Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση, επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. Παράλληλα οι 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος. Σύμφωνα με την έρευνα και τις πηγές της, οι εμπειρικές καταγραφές της αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα, συνήθως γραμμένες σε απελπισμένο τόνο, συμπληρώνουν την ίδια εικόνα.
Αναφορικά με την πορεία των τιμών αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η αύξηση του δείκτη τιμών διαμερισμάτων για το 2021, σε σχέση με το 2020 ήταν 7,5% ενώ 10% είναι η αύξηση του δείκτη τιμών διαμερισμάτων για το 2022, σε σχέση με το 2021, την στιγμή που υπάρχουν 770.000 κενές κατοικίες σε όλη την Ελλάδα.
Πώς φτάσαμε να έχουμε την πιο ακριβή συγκριτικά με το εισόδημα στέγαση στην Ευρώπη
Η έρευνα της διαΝΕΟσις, εκτιμά ότι μια εξήγηση είναι η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων. Από το 2009 μέχρι το 2014 οι Έλληνες έχασαν περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Την ίδια περίοδο, οι τουρίστες στις πόλεις και στα νησιά αυξάνονταν. Οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέες επιλογές εκμετάλλευσης των ακινήτων τους, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν με τη σειρά τους τις τιμές και τα ενοίκια. Όμως, πριν ακόμη συμβούν τα παραπάνω, αναφέρεται στην έρευνα, η Ελλάδα ήταν ήδη μια χώρα χωρίς σπουδαία στεγαστική πολιτική. Μέσα στην καταιγίδα της κρίσης διαλύθηκε ό,τι υπήρχε: το 2012 ο ΟΕΚ, ο κρατικός φορέας που έτρεχε τα πιο μαζικά προγράμματα στέγασης στη χώρα, καταργήθηκε χωρίς να αντικατασταθεί. Στο σημείο αυτό της έρευνας γίνεται ειδική αναφορά στην ιστορική πορεία του ΟΕΚ. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι τον Απρίλιο του 2013, ο ΟΕΚ τυπικά απορροφήθηκε από τον τότε ΟΑΕΔ (πλέον ΔΥΠΑ). Όμως στην πραγματικότητα σύμφωνα με την έρευνα, σταμάτησε κάθε νέα δραστηριότητα. Σταμάτησε να εκδίδει νέα δάνεια, να επιδοτεί το επιτόκιο στεγαστικών δανείων ή να δίνει επιδόματα ενοικίου. Σταμάτησε, επίσης, να σχεδιάζει νέους οικισμούς και να κατασκευάζει κατοικίες. Από τότε μέχρι σήμερα, η λειτουργία του αφορά όσα είχαν σχεδιαστεί ή μείνει “ανοιχτά” πριν από το 2012: παρακολούθηση δανείων που είχαν ήδη εκδοθεί και ολοκλήρωση των έργων που είχαν ήδη αρχίσει.
Στην έρευνα επισημαίνεται ότι το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για τη στεγαστική πολιτική έχει ανοίξει ξανά. Όλοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και τις ευρύτερες συνέπειές του, π.χ. στο δημογραφικό προφίλ της χώρας. Η κυβέρνηση, αναφέρει η έρευνα, έχει υιοθετήσει μέτρα που μένουν να εφαρμοστούν, ενώ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν κάνει προτάσεις.
Τι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα – Οι πιθανές λύσεις
Το πρόβλημα της στέγασης είναι σημαντικό όχι μόνο για τις πρωτογενείς συνέπειές του, αλλά και επειδή συνδέεται στενά με τις ανισότητες και με το δημογραφικό πρόβλημα. Οι πιθανές λύσεις σύμφωνα με την έρευνα εστιάζονται σε 4 άξονες:
1.Επανεκκίνηση της στεγαστικής πολιτικής.
2.Αξιοποίηση των κενών κτηρίων, όπου είναι δυνατόν.
3.Περαιτέρω ρύθμιση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης.
4.Αλλαγές στη “χρυσή βίζα”.
Αναλυτικότερα, όπως διαπιστώνεται υπάρχουν λύσεις παρά το γεγονός ότι η κρίση φαίνεται ότι είναι αρκετά βαθιά και δεν θα λυθεί εύκολα. Μια προφανής κατεύθυνση είναι τα άδεια κτήρια. Σύμφωνα με την προηγούμενη απογραφή, του 2011, το 35% του συνόλου των κατοικιών στην Ελλάδα, 2,2 εκατομμύρια κατοικίες, ήταν κενές -οι 600.000 από αυτές στην Αττική. Αν εξαιρέσει κάποιος εξοχικά ή δεύτερες κατοικίες, μένουν 900.000 κατοικίες και 314.000 στην Αττική.
Πιο πρόσφατα στοιχεία, που προέρχονται από την ΑΑΔΕ και έχει δημοσιοποιήσει η κυβέρνηση, συνηγορούν σε μια παρόμοια τάξη μεγέθους: 770.000 κενές κατοικίες (όπως δηλώνονται στο Ε2) σε όλη την Ελλάδα. Μια καλύτερη και πιο συστηματική καταγραφή αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων σπιτιών μπορεί να δείξει περισσότερα για τις προοπτικές αξιοποίησής τους: Σε ποια κατάσταση βρίσκονται; Πού ακριβώς βρίσκονται; Τι ζήτηση υπάρχει για τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται;
«Η αξιοποίηση των κενών κατοικιών είναι ένα κομβικό σημείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στέγασης», λέει ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης. «Αλλά είναι και η βέλτιστη πρακτική, δεδομένων των περιορισμών που εκ των πραγμάτων θα θέσει η κλιματική μετάβαση στο συνολικό κτηριακό απόθεμα. Η Ελλάδα έχει, άλλωστε, τον υψηλότερο αριθμό κατοικιών ανά κάτοικο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η συγκράτηση των τιμών θα έρθει και από την ενεργοποίηση της προσφοράς».
Ένα ακόμη βασικό σημείο, σύμφωνα με την έρευνα, σχετίζεται με την εισαγόμενη ζήτηση και τις πλατφόρμες σαν το Airbnb. Το 2019, το Airbnb είχε ξεπεράσει τα 125.000 καταχωρισμένα καταλύματα σε όλη την Ελλάδα. Παρότι ισχύει από το 2017 η υποχρέωση δήλωσης των εισοδημάτων από πλατφόρμες και, σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει όριο ημερών που μπορεί κάποιος να διαθέσει το ακίνητό του στην πλατφόρμα, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι μπορούν να γίνουν περισσότερα.
«Η βραχυχρόνια μίσθωση έχει μπει πάρα πολύ έντονα στην ελληνική πραγματικότητα», λέει ο Θωμάς Μαλούτας. «Έχει μειώσει την προσφορά στην ενοικιαζόμενη κατοικία και, μειώνοντας την προσφορά, συμβάλλει στην αύξηση των ενοικίων. Υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο παρέμβασης, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία. Βεβαίως, έχει παίξει και έναν θετικό ρόλο -για παράδειγμα, έχουν αναβαθμιστεί πολλά κτήρια με αυτό τον τρόπο».
Αντίστοιχοι περιορισμοί στις «χρυσές βίζες», όπως ο πρόσφατος διπλασιασμός του ορίου από 250.000 σε 500.000 ευρώ για κάποιες περιοχές, πιθανόν να μετριάσουν κάπως τη ζήτηση από το εξωτερικό και, έτσι, να έχουν κάποια επίδραση στις τιμές. Όμως κι εδώ άλλες χώρες λαμβάνουν πολύ πιο δραστικά μέτρα: η Πορτογαλία πρόσφατα κατάργησε εντελώς τη χρυσή βίζα.
Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, τονίζεται στην έρευνα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πακέτο μέτρων για τη στέγαση ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ισχυρίζεται ότι θα ωφελήσουν 137.000 δικαιούχους. Αυτό περιλαμβάνει την επιδότηση επιτοκίου για στεγαστικά δάνεια σε νέους, προγράμματα επιδότησης ανακαινίσεων και ενεργειακών αναβαθμίσεων για κενά σπίτια και για νέους, αύξηση φοιτητικών επιδομάτων στέγασης, ακόμα και ένα σύστημα «κοινωνικής αντιπαροχής», όπου το Δημόσιο θα διαμορφώσει κενά κτήρια σε κατοικίες και θα τα νοικιάσει με χαμηλό ενοίκιο σε δικαιούχους.
Πολλά, ίσως τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα και τα μέτρα, εκτιμά η έρευνα, ξεπερνούν τον εκλογικό κύκλο που διανύουμε και, επομένως, οι λεπτομέρειες της εφαρμογής τους και ο αντίκτυπός τους θα φανούν στο μέλλον. Τα υπόλοιπα κόμματα έχουν καταθέσει κι αυτά τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, εστιάζοντας τόσο στους περιορισμούς στις πλατφόρμες όσο και στην επανεκκίνηση του θεσμού της κοινωνικής κατοικίας.
Στην έρευνα δίνεται έμφαση και στο γεγονός ότι ο διάλογος για τη στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα έχει ανοίξει ξανά. «Η εμπειρία του παρελθόντος αλλά και η εμπειρία των άλλων χωρών έχουν φυσικά πολύτιμα μαθήματα να δώσουν. Πώς μπορεί να δημιουργηθεί από το μηδέν ένα νέο μοντέλο στεγαστικής πολιτικής που θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και βιώσιμο, ώστε να μην εξαρτάται από τη διάθεση αναπτυξιακών πόρων ή από τον δημοσιονομικό χώρο κάθε χρονιάς; Πώς θα ενσωματώσει τις νέες προκλήσεις που έφεραν πιο σύγχρονοι τρόποι εκμετάλλευσης των ακινήτων; Πώς θα αμβλύνει τελικά τις ανισότητες πριν “ξεφύγουν”, χωρίς να ανακόψει την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων; Οι ερωτήσεις αυτές θα μας απασχολούν συχνά στο άμεσο μέλλον», εκτιμά η έρευνα της διαΝΕΟσις.
Τι γίνεται στην Ευρώπη
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ευρωπαϊκά παραδείγματα που παρουσιάζονται στην έρευνα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πηγές της δημοσιογραφικής έρευνας 1 στις 5 κατοικίες στην Αυστρία είναι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες. Η Αυστρία είναι μία από τις μόλις έξι χώρες του ΟΟΣΑ όπου, από το 2010 μέχρι το 2018, το ποσοστό τέτοιων κατοικιών αναλογικά με το σύνολο αυξήθηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι 80% το ποσοστό των νοικοκυριών της Αυστρίας που δικαιούνται πρόσβαση σε ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες.
Την ίδια στιγμή το 14% του συνόλου των κατοικιών στη Γαλλία είναι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες, με 5 εκατομμύρια κοινωνικές κατοικίες να λειτουργούν στη χώρα από τις οποίες τα 2 εκατομμύρια προστέθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια, όταν 0,45% είναι το ποσοστό των μισθών σε επιχειρήσεις ενός μεγέθους και πάνω που χρηματοδοτεί την ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία στη Γαλλία. Η δημοσιογραφική έρευνα διαπιστώνει επίσης ότι σχεδόν τα μισά νοικοκυριά που ζουν στο ενοίκιο, ακόμα και στις κοινωνικές κατοικίες, δικαιούνται σημαντικό επίδομα ενοικίου στη Γαλλία.
Στην Ισπανία 20.000 ενεργειακά αποδοτικές κοινωνικές κατοικίες θα ανακαινιστούν και θα διατεθούν, χρηματοδοτημένες από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πρόκειται για ακίνητα της Sareb, της κρατικής τράπεζας (“bad bank”) στην οποία κατέληξαν χιλιάδες ακίνητα που εκπλειστηριάστηκαν την προηγούμενη δεκαετία.