Θυμάμαι τον Αλέξη Μινωτή που έλεγε πως «αν ο καλλιτέχνης έχει ένα σοβαρό πρόβλημα αυτό είναι ο χρόνος». Φαίνεται να το συμμερίζεται απολύτως από μιαν άλλη σκοπιά, η Ελένη Ράντου, όταν σε μια δραματική αποστροφή της εξομολογείται: «Με τα χρόνια, αυτά που είσαι αναγκασμένος να κάνεις γίνονται όλο και περισσότερα, ενώ αυτά που έχεις πραγματική ανάγκη να κάνεις πάνε όλο και πιο πίσω». Είναι πλέον ή βέβαιο πως όταν συνειδητοποιείς με έναν αντίστοιχο τρόπο, όντας ηθοποιός, το τι μπορεί να σου επιφυλάσσει ο χρόνος και με ποιον τρόπο θα αξιοποιηθεί πληρέστερα, σε σχέση με όσα οραματίζεσαι να κάνεις, ένα τουλάχιστον βήμα ως προς την κατεύθυνση που έχεις χαράξει θα το πραγματοποιήσεις οπωσδήποτε.
Αν και στο άκουσμα του ονόματος «Ελένη Ράντου» το μυαλό πηγαίνει σε ηθοποιό και όχι σε συγγραφέα, τα κείμενα που έχει γράψει κάνουν το δίλημμα όσον αφορά την προτίμησή της – θέατρο ή συγγραφή – να ακούγεται ως κάτι εντελώς νόμιμο. «Ολοκληρωμένη νιώθω όταν συνδυάζονται και οι δύο λειτουργίες. Βέβαια δεν είμαι συγγραφέας, με την έννοια ότι δεν μπορώ να γράψω για έναν άλλον, είμαι περισσότερο ηθοποιός. Οταν όμως γράφω για μια παράσταση που ονειρεύομαι να την παίξω, είναι σαν να γυρίζει ένας διακόπτης και η έννοια της δημιουργίας όχι απλώς να ολοκληρώνεται, αλλά να αποκτά κάτι μεγαλειώδες. Επειδή ξεκινώ πάντα από ένα «γιατί» (σαν τα παιδάκια που ρωτάνε «γιατί, μαμά;», «γιατί, μπαμπά;») αισθάνομαι πως όσο περισσότερα είναι τα «γιατί», που έχουν ν’ απαντηθούν, τόσο περισσότερο μ’ ενδιαφέρει η δουλειά που γίνεται. Από τότε που άρχισα να γράφω, νομίζω πως έγινα και καλύτερη ηθοποιός. Επειδή δυσκολευόμουν να καταλάβω τη μέθοδο που χρειάζεται για να προσεγγίσεις έναν ρόλο, με τη συγγραφή που, έτσι ή αλλιώς, απαιτεί μία μέθοδο, αισθάνθηκα πως ανακάλυψα και μέθοδο υποκριτική. Πάντως συγγραφή και υποκριτική αλληλοσυμπληρώνονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορείς να πεις πως πρόκειται για πραγματική εμπειρία».
Οσο κι αν διαισθάνεσαι να έχει κυριαρχήσει στην καλλιτεχνική της συγκρότηση μια μορφή αυτοεκπαίδευσης, αποκλείεται να μην υπάρχουν δημιουργοί που να μην πιστώνονται με τα τροφεία που της εξασφάλισαν σε νεαρή ηλικία. «Την περισσότερη δουλειά όσον αφορά τη διαμόρφωσή μου, την οφείλω στο διάβασμα. Αισθάνομαι να έπαιξαν ρόλο ακόμη και συγγραφείς που μπορεί να μην ήταν σπουδαίοι, να έγραψαν ένα έργο και να μην ξανάγραψαν ποτέ. Στην αρχή μπαίνεις σ’ αυτή τη δουλειά μ’ έναν ενθουσιασμό, χωρίς συχνά να ξέρεις για ποιον λόγο έχεις μπει. Οταν όμως αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι «γιατί άραγε βρίσκομαι σ’ αυτή τη δουλειά;», «τι μου συμβαίνει;», «τι με γοητεύει;», όταν δηλαδή αρχίζουν να μπαίνουν τα πολλά «γιατί», αυτή η περίοδος, όσο κι αν συνδυάζεται με σκηνοθέτες που ένιωσα να μου μαθαίνουν πράγματα, τη μεγάλη μου εκπαίδευση αισθάνομαι να την οφείλω στο διάβασμα. Πήγαινα στο Λονδίνο, στο βιβλιοπωλείο του Εθνικού Θεάτρου, κάθε καλοκαίρι, και αγόραζα γύρω στα ογδόντα θεατρικά έργα.
Πάλευα να καταλάβω τον μηχανισμό της γραφής τους. Μετά έβλεπα τις παραστάσεις και συνειδητοποιούσα πώς ο θεατρικός λόγος γίνεται πράξη. Πιστεύω πως το πολύ διάβασμα, η βαθιά μελέτη και η μεγάλη έρευνα διαμόρφωσαν αυτό το «όλα μαζί» που είναι για μένα το θέατρο. Αυτό που αισθάνομαι να μ’ έχει διαμορφώσει περισσότερο είναι το τι «δεν μου αρέσει», όχι το τι «μου αρέσει». Για παράδειγμα σε πολύ μικρή ηλικία έπαιζα στο θέατρο σε μια φάρσα που πήγαινε μάλιστα πάρα πολύ καλά.
Αποφάσισα όμως ότι δεν θέλω να το ξανακάνω. Δεν μπορώ το θέατρο που δεν έχει συναισθηματική συμμετοχή, αλλά το μόνο που ζητάει είναι να κάνεις κάθε βράδυ το ίδιο πράγμα, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς, για ν’ αποσπάς το γέλιο. Αυτό το γέλιο το συνεχές, το «χαχαχα», σαν να πρόκειται για κασέτα, δεν μπορώ να το αγαπήσω, γιατί κοντράρει με το νευρικό μου σύστημα. Δεν σας κρύβω ότι παίζοντας φάρσα έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει το ρολόι, δηλαδή σε πόση ώρα θα τελειώσει η παράσταση. Είχαν σπάσει τα νεύρα μου. Αρχισα να ενδιαφέρομαι για πράγματα που δεν έχουν μόνο γέλιο, έχουν συναίσθημα, στιγμές σκοτεινές. Θέλω να μην καταλαβαίνω το πώς περνάνε οι δύο ώρες μιας παράστασης. Κι αν δεν το καταλαβαίνω εγώ, δεν θα το καταλάβει κι ο θεατής».
Τελικά ακόμη κι αν θα έμενε κανείς επιφυλακτικός προκειμένου να χαρακτηρίσει έστω και λίγους ανθρώπους ως δασκάλους του, θα ήταν αδύνατον ν’ αρνηθεί τη σημασία που διατηρούν για τη ζωή τους κάποιες εκλεκτές «συναντήσεις». «Πρώτον, η συνεργασία μου με τον Μίνω Βολανάκη στο ΚΘΒΕ. Η έρευνά του πάνω στην ανθρώπινη φύση με συγκίνησε πολύ βαθιά. Μετά η «συνάντησή» μου με τον Σταμάτη Φασουλή. Ξέρει μ’ έναν μοναδικό, μαγικό τρόπο την κωμωδία. Μέσα από την ιδιαιτερότητα του καθενός, μπορεί να «διαβάσει» τη μη κολακευτική πλευρά μας, να τη φέρει στην επιφάνεια και να την κάνει αστεία. Μπορεί να σε κάνει να γελάσεις πολύ ακόμη και με το μεγαλύτερο καθοίκι. Δεν θα παραλείψω βέβαια τον Γιάννη Κακλέα που μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω το πόσο πολυδιάστατο είναι το θέατρο, αφού την ίδια ιστορία πρέπει να τη λέει τόσο ο λόγος που ακούς όσο και η εικόνα που βλέπεις».
Συμβαίνει τόσο με την πεζογραφία όσο και με το θέατρο, όταν ένα κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, να θεωρούν οι αναγνώστες και οι θεατές πως πρόκειται για μια αυτοβιογραφική κατάθεση. Ισχύει κάτι ανάλογο για «Το πάρτι της ζωής μου»; «Εχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία με την έννοια ότι δεν πρόκειται για πράγματα που έχουν συμβεί αναγκαστικά σε μένα, αλλά για πράγματα που τα έχω μοιραστεί με φίλους μου. Επειδή όμως είναι ένα έργο μνήμης, με τη μνήμη μπερδεύεσαι και δεν ξέρεις αν πρόκειται για πράγματα που έχουν συμβεί σ’ εσένα ή σε άλλους. Πολλές φορές ιστορίες που μου λέει η αδελφή μου τις θυμάμαι σαν δικές μου. Βέβαια το ταξίδι της ηρωίδας, όσον αφορά την απόρριψή της και το «τα έχω βρει με τον εαυτό μου», είναι και δικό μου ταξίδι. Ομως πολλά περιστατικά τα έχω δανειστεί από το περιβάλλον μου, πρόκειται για ιστορίες που τις έχω ακούσει, δεν τις έχω κατεβάσει από το μυαλό μου. Στη συνέχεια βέβαια για να συγκροτηθεί το θεατρικό έργο χρειάζεται να υπάρξει μια μυθοπλασία».
Μη συμβατικές επιλογές
Οσο περισσότερο εδραιωμένος μοιάζει ένας καλλιτέχνης, τόσο σε σχέση με την ίδια του τη δουλειά όσο και με την αποδοχή του κοινού, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η εντύπωση πως εκφράζει κάτι το συντηρητικό, το κατεστημένο. Επόμενο λοιπόν ήταν να αιφνιδιάσει η συνεργασία μιας εγκαταστημένης (με τη θετικότερη έννοια του όρου) πρωταγωνίστριας μ’ έναν γνωστό για τις πειραματικές του επιλογές σκηνοθέτη, όπως ο Ανέστης Αζάς. «Υπάρχει ένα θέμα αλήθειας γιατί όλα αυτά – ποιος είναι κατεστημένο και ποιος δεν είναι – είναι ταμπέλες και μόνο. Αισθάνομαι τόση συγγένεια με τον Ανέστη Αζά σαν να μεγαλώσαμε μαζί, σαν να δουλεύουμε χρόνια μαζί, σαν να έχουμε κοινές εμπειρίες. Θεωρώ πως πάντα αιφνιδίαζα με μη συμβατικές επιλογές. Για να κάνω μια δουλειά χρειάζεται να έχει προηγηθεί ως ανάγκη. Αν σκεφτώ «φέτος τι ανεβάζουμε;», προτιμώ να μην κάνω τίποτε. Δεν μπορείς βέβαια να το κάνεις πάντα αυτό γιατί είσαι επαγγελματίας, γιατί έχεις υποχρεώσεις, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να ζήσουν, δεν μπορείς να δουλεύεις μόνο όταν γεννιέται κάτι σε σένα. Με τα χρόνια αυτά που είσαι αναγκασμένος να κάνεις γίνονται όλο και περισσότερα, ενώ αυτά που έχεις πραγματική ανάγκη να κάνεις πάνε όλο και πιο πίσω».
Ισως να πρόκειται για το μοναδικό «επάγγελμα» – εννοούμε αυτό του ηθοποιού – που μεταβάλλει τον σωματικό κόπο σε πραγματική απόλαυση ώστε όσο μεγαλύτερος γίνεται ο κόπος, τόσο απολαυστικότερη να μετατρέπεται και η ίδια η δουλειά. Πώς άραγε βιώνει τη δίωρη παρουσία της στη σκηνή μια ηθοποιός εξομολογούμενη «τη ζωή της» με μοναδικούς «συμπαίχτες» δύο μουσικούς; «Είναι όλα τόσο οργανωμένα ώστε ακόμη και η πιο μικρή, αδιόρατη κίνηση ή αλλαγή να έχει προβλεφθεί. Ηξερα στην πρεμιέρα, αν μια κίνηση γίνει λάθος, τι έπρεπε να κάνω για να τη διορθώσω. Μέσα στην πανδημία είδα μια παράσταση των «Complicitées». Πρόκειται για μια ομάδα που κάνει μια μεγάλη έρευνα και φτιάχνει ένα δικό της έργο. Ενας σπουδαίος ηθοποιός, ο Μακ Μπέρνι, βγαίνει στη σκηνή, συστήνεται ως ηθοποιός και λέει «θα σας πω τώρα μια ιστορία». Πρόκειται για έναν τρόπο προσέγγισης που μεταβάλλει την παράσταση καθημερινά σε μια ανανεούμενη εμπειρία. Κάνεις μια προσομοίωση συναισθημάτων μπροστά στα μάτια του θεατή».
Δύο χρόνια πένθους
Αν και έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει το θέατρο τον φετινό χειμώνα καθώς όλες οι θεατρικές αίθουσες γεμίζουν καθημερινά, ωστόσο δεν παύει το γεγονός να χρήζει μιας ή πολλών ερμηνειών. «Αυτή η βίαιη επιβολή για δύο χρόνια που ήθελε τον έναν να είναι μακριά από τον άλλον, δημιούργησε την ακριβώς αντίθετη διάθεση, να είναι ο ένας κοντά στον άλλον. Δεν ενδιαφέρει πια ο κορωνοϊός, τον έχουν ξεφοβηθεί, τον έχουν απομυθοποιήσει, τον λογαριάζουν σαν μια γρίπη που έχει καταχωριστεί στη ζωή μας. Για δύο χρόνια αισθανόμουν να έχω πένθος. Βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι το θέατρο είναι το πιο ανεξάρτητο, το πιο ελεύθερο είδος. Δεν είναι ούτε σινεμά, ούτε τηλεόραση, δεν παίζονται τόσο μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Αν κάτι μπορεί να κρατηθεί αθώο στη show biz είναι μόνο τo θέατρo.
Εχει κάτι το μαγικό, μπορεί να ενώνει τις ανάσες των ανθρώπων. Με όλη αυτή τη δυσανεξία που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, με τους εμφυλίους που μας πλήττουν, και που τους επιδείνωσε πολύ ο κορωνοϊός, η επιστροφή στο θέατρο σημαίνει επιστροφή στη συνύπαρξη. Ακόμη κι αν δεν είσαι θεατρόφιλος, αυτές τις δύο ώρες, όσο κρατάει μια παράσταση, έχεις συνυπάρξει σχεδόν συνωμοτικά, με πολλούς ή με λίγους άλλους. Αυτός ο συντονισμός που υπάρχει μέσα στη θεατρική αίθουσα και προϋποθέτει μια έλλειψη εγωισμού, δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον έξω κόσμο. Εξω δεν συντονιζόμαστε, είμαστε όλοι παράφωνοι. Μέσα στο θέατρο, ειδικά σε μια καλή παράσταση, υπάρχει αρμονία. Σ’ ένα τόσο δυσαρμονικό περιβάλλον, όπως αυτό που ζούμε, το να υπάρχουν δύο ώρες αρμονίας με το να συντονιζόμαστε μεταξύ μας, είναι μια ύψιστη θεραπεία. Το ότι επιστρέφει ο κόσμος στο θέατρο είναι για το καλό της κοινωνίας. Τώρα, ύστερα από δύο χρόνια, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως όλες αυτές οι καταγγελίες που έγιναν, μόνο στον θεατρικό χώρο θα μπορούσε να έχουν γίνει. Σε οποιονδήποτε άλλον χώρο, θα είχανε θαφτεί. Τα συμφέροντα θα είχαν φιμώσει τα πάντα.
Μόνο στο θέατρο μπορεί να αισθάνεσαι πως υπάρχει η ελευθερία να καθαρίσεις τον χώρο σου. Σε ποιον άλλο χώρο, για παράδειγμα τον ιατρικό ή τον πολιτικό, δεν θα είχε θαφτεί την επόμενη κιόλας ημέρα η οποιαδήποτε καταγγελία; Ποιος ισχυρός θα μπορούσε να βρεθεί, όπως στο θέατρο, σε μια αίθουσα δικαστηρίου; Το θέατρο αντέχει να είναι ακόμη ανεξάρτητο, μπορεί ν’ ακούει φωνές αδύνατες και ανίσχυρες, να τις λαμβάνει υπόψη του και αυτός είναι ένας λόγος που αξίζει να του αφοσιώνεται κανείς ολόψυχα. Μπορεί ακόμη μέσα σ’ έναν σκληρό ανταγωνισμό, να διατηρεί πινελιές ποιότητας».