Ποιες είναι οι «πρώτες ύλες» της αρχαιολογίας και της αναζήτησης του απώτατου παρελθόντος από τις οποίες αντλούν έμπνευση οι λογοτέχνες; Πώς μετατρέπουν σε ποίηση τα «ωραία κιόλας ερείπια»; Και από την άλλη ποιες είναι οι λογοτεχνικές καταφυγές των αρχαιολόγων όταν απομακρύνονται από το πεδίο; Απευθυνθήκαμε σε πέντε από αυτούς για την αμφίδρομη σχέση αρχαιολογίας – λογοτεχνίας

Μαρία Γιαννοπούλου

Δρ Αρχαιολόγος

Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων

Τα αγάλματα δεν είναι μόνο στο μουσείο

Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός υπήρξε συχνά πηγή έμπνευσης για την παγκόσμια λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία, από την Αναγέννηση έως και τη σύγχρονη εποχή. Μύθοι, ιστορικά γεγονότα, πρόσωπα και σύμβολα της αρχαιότητας χρησιμοποιήθηκαν από σημαντικούς έλληνες και ξένους λογοτέχνες ως μέσο έκφρασης ιδεών, συναισθημάτων και φιλοσοφικών προβληματισμών ή ακόμη και ως υπαινικτικός σχολιασμός της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.

Σε πολλά έργα εκπροσώπων του ρομαντισμού, όπως ο Schiller, ο Goethe και ο Hölderlin, η ελληνική αρχαιότητα αντιμετωπίζεται ως απόλυτη και αψεγάδιαστη αξία, ως ανέγγιχτο και αδιαπραγμάτευτο ιδανικό. Η εμφατική παρουσία του αρχαιοελληνικού πνεύματος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία άσκησε έντονη επιρροή και στη νεοελληνική ποίηση: από τον αλληγορικό λόγο του Καβάφη και τον λυρισμό του Σικελιανού έως την ελληνοκεντρική διάσταση στο έργο του Ελύτη και τους υπαρξιακούς προβληματισμούς του Ρίτσου, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αναβιώνει και χρησιμοποιείται επανειλημμένα ως σημείο αναφοράς.

Θα λέγαμε όμως ότι, ως προς το θέμα αυτό, ίσως περισσότερο επίκαιρη και οικεία προς το σημερινό γίγνεσθαι είναι η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, στην οποία εκφράζεται η αμηχανία του σύγχρονου Ελληνα μπροστά στην ευθύνη διαχείρισης της πολιτιστικής του κληρονομιάς:

 

«…Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω….»

(Μυθιστόρημα Γ΄, 1935)

Tο εξαντλητικό σημασιολογικό βάρος της ελληνικής αρχαιότητας μοιάζει να κατατρέχει τον σημερινό άνθρωπο, ο οποίος αγωνιά να φανεί αντάξιος του ιστορικού παρελθόντος του, όχι μόνο όπως αυτό πραγματικά υπήρξε αλλά και όπως διαμορφώθηκε στην παγκόσμια συλλογική μνήμη μέσα από το επεμβατικό πρίσμα των ιδεών της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Στο έργο του Σεφέρη είναι φανερή η αντιδιαστολή ανάμεσα στη διαχρονική και κατοχυρωμένη αξία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, που μας κληροδοτήθηκε ως εθνική παρακαταθήκη, και στην επισφαλή, φευγαλέα πραγματικότητα που τελικά βιώνουμε ως ανήμποροι συνεχιστές της παράδοσής μας.

Παράλληλα, οι αναφορές του Σεφέρη στην αρχαιότητα δεν αποτυπώνουν μόνο τις αγωνίες των Ελλήνων αλλά και όλης της ανθρωπότητας. Σε αντίθεση με τα αγαλματικά έργα της κλασικής αρχαιότητας, τα οποία υμνούν την τελειότητα του σώματος και την πραότητα του πνεύματος, ο σύγχρονος άνθρωπος υποφέρει από τα πάθη και τη φθαρτότητά του στον σεφερικό διάλογο:

«…- Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.

– Οχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;

Θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,

με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες

κι όμως την ξέρεις…

…Αλήθεια, τα συντρίμμια

δεν είναι εκείνα· εσύ ‘σαι το ρημάδι…»

(Ο ηδονικός Ελπήνωρ, Κίχλη, 1947)

Τα αρχαιοελληνικά γλυπτά που έχουν επιβιώσει, συνήθως ακρωτηριασμένα, βανδαλισμένα ή επαναχρησιμοποιημένα, μοιάζουν τελικά περισσότερο άρτια και αυθύπαρκτα από τις σάρκινες, πάσχουσες και πνευματικά κατακερματισμένες μορφές των ζώντων ανθρώπων, οι οποίοι καλούνται να υπομείνουν την πεζότητα και τη βαναυσότητα της σύγχρονης εποχής, κουβαλώντας το βάρος της ύπαρξής τους και μαζί εκείνο των προγόνων τους.

Κι όμως, μπαίνοντας κάποιος ως επισκέπτης σε ένα μουσείο και αντικρίζοντας τα αρχαιολογικά εκθέματα, αυτό που ανασαίνει δεν είναι απλώς ένας αέρας καλαισθησίας ή αρμονίας αλλά ένας αέρας συνείδησης. Είναι αυτό που τελικά λείπει από την εποχή μας, η οποία στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης αξιών πασχίζει να επαναπροσδιορισθεί και να βρει την ταυτότητά της. Μέσα στον νέο κόσμο που οικοδομείται, νομίζω ότι οι αρχαιότητες δεν έχουν ανάγκη ούτε το άκριτο δέος μας ούτε την ενοχική αποστροφή μας, αλλά ζητούν να συμφιλιωθούμε επιτέλους με αυτές και να γίνουν μέρος της καθημερινότητάς μας, ακόμη και εάν χρειαστεί να θυσιάσουν κάτι από την αιώνια αίγλη τους.

i i i

Χαράλαμπος Μπακιρτζής

Επίτιμος έφορος των Αρχαιοτήτων

Σοφές γνώσεις με προσωπικές εντυπώσεις

Στις αρχές του 1970 κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη (εκδόσεις Διαγωνίου) το μυθιστόρημα του Μ. Γεωργίου «Το τσιφλίκι του Μιχαλάκη». Ο συγγραφέας αφηγείται τις περιπέτειες της γενιάς εκείνης των Ελλήνων που, ξεριζωμένοι από τα χώματα της Μικράς Ασίας, ζήτησαν την τύχη τους στη θρακική γη. Το τελευταίο τμήμα του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στην ερημική παραλία της Μολυβωτής, στη χερσόνησο της αρχαίας Στρύμης κοντά στην Κομοτηνή, όπου ο Μιχαλάκης έστησε το τσιφλίκι του. Ο αναγνώστης του μυθιστορήματος εύκολα διακρίνει την αποφυγή του συγγραφέα να ομιλήσει διεξοδικά για τα αρχαία κατάλοιπα που ο Μιχαλάκης συνάντησε εκεί, αν και η παρουσία τους σε όλες τις σελίδες του βιβλίου είναι διάχυτη.

Τα αρχαιολογικά ωστόσο κενά του μυθιστορήματος συμπληρώνονται από το βιβλίο «Ανασκαφή Στρύμης» (Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1967), στο οποίο ο Γεώργιος Μπακαλάκης καταθέτει την αρχαιολογική έρευνά του στην αρχαία αυτή πόλη. Αντιπαραβολή των δύο κειμένων, αρχαιολογικού και λογοτεχνικού, οδηγεί στη διαπίστωση ότι λέξεις, εκφράσεις, προτάσεις ολόκληρες του ενός θα μπορούσαν να ανήκουν στο άλλο χωρίς αλλοίωση του επιστημονικού ή του αφηγηματικού χαρακτήρα τους. Εάν από το αρχαιολογικό σύγγραμμα έλειπαν οι λεπτομερείς περιγραφές των ευρημάτων, οι συγκρίσεις, οι μετρήσεις και οι παραπομπές σε εικόνες και σχέδια, τότε τα διηγηματικά του μέρη δεν είναι παρά άλλη γραφή στο ίδιο θέμα.

Ομοιες λέξεις, εκφράσεις και τρόποι στίξεως ακόμη πείθουν ότι τα δύο κείμενα είναι γραμμένα από το ίδιο πρόσωπο και πηγάζουν από την ίδια εμπειρία. Δεν χρειάζονται όμως φιλολογικά μέσα· ο πρόλογος του μυθιστορήματος ξεκαθαρίζει ότι συγγραφέας του είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αρχαιολόγο της αρχαίας Στρύμης και πηγή των δύο κειμένων ένα και μόνο βίωμα· η ανασκαφή.

Αυτό που κινεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια δεν είναι τόσο η συγγένεια των δύο κειμένων όσο ο συγγραφέας τους, ο οποίος παράλληλα με την επιστημονική εργασία επεξεργαζόταν σε μυθιστόρημα τις συναισθηματικές του εμπειρίες από τον ίδιο ανασκαφικό χώρο. Το γεγονός δηλώνει την αδυναμία του συγγράμματος να αποδώσει ολοκληρωτικά τη ματιά του αρχαιολόγου πάνω στα κατάλοιπα, που δεν είναι μόνο το ενδιαφέρον για τα αντικείμενα της έρευνας, αλλά μέσα από αυτά η αγάπη για τον ανθρώπινο μύθο. Ετσι εξηγείται η διάσπασή του σε δύο αντίρροπα έργα με σκοπό την έκφραση του ανασκαφικού βιώματος ολοκληρωμένου.

Είναι απαραίτητη άραγε σήμερα η διάσπαση αυτή; Εάν στραφούμε στους περιηγητές, τότε που η αρχαιολογία δεν είχε συγκροτηθεί σε επιστήμη, αλλά και σε κείμενα αρχαιολόγων του 20ού αιώνα (Πέτρου Ν. Παπαγεωργίου, Χρήστου Τσούντα, Γιάννη Μηλιάδη, Μανόλη Ανδρόνικου, Αγγελου Δεληβορριά, Γιάννη Τουράτσογλου και άλλων), βλέπουμε ότι συχνά αγκαλιάζουν σοφές γνώσεις με τη μελαγχολία των προσωπικών εντυπώσεων συμπλέκοντας με τρόπο ελκυστικό αρχαιολογία και λογοτεχνία. Παραλλάσσοντας λοιπόν τον Roland Barthes (Essais Critiques, σ. 275), θα έλεγα ότι στις ηλεκτρονικές ταχύτητες του σήμερα τα σύνορα έχουν ήδη πέσει, αν όχι ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον επιστήμονα, τουλάχιστον ανάμεσα στον διανοούμενο και τον καλλιτέχνη.

i i i

Ολυμπία Βικάτου

Δρ Αρχαιολόγος

Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος

Αρχαιολογία και λογοτεχνία: μία αμφίδρομη σχέση

Η αρχαιολογία, η επιστήμη που μελετά τα ανθρώπινα δημιουργήματα του παρελθόντος, διαχρονικά προκαλεί μία πολυσύνθετη συγκίνηση στον πνευματικό και ψυχικό μας κόσμο με το μυστήριο που υποκρύπτουν οι ανακαλύψεις της, αποτελώντας παράλληλα πηγή έμπνευσης για λογοτέχνες, πεζογράφους και ποιητές. Από τις απαρχές της ελληνικής γραμματείας ο Ομηρος «αρχαιολογεί» στα έπη του περιγράφοντας τόπους, πόλεις, ταξίδια, ήρωες, αντικείμενα, όπλα, πλοία, ταφικά τελετουργικά, ήθη και έθιμα παλαιότερων εποχών. Αιώνες αργότερα, στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, συγγραφείς και ποιητές συνδιαλέγονται με μνημεία και πηγές της αρχαιότητας, καθώς επηρεάζονται και αντλούν τα θέματά τους από τον αρχαίο και βυζαντινό κόσμο. Ενδεικτικά μόνο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους κορυφαίους μας Καζαντζάκη, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Δημουλά. Αλλά και πολλοί άλλοι νεοέλληνες δημιουργοί γοητεύονται από τις αρχαιότητες, αναδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση λογοτεχνίας και αρχαιολογίας.

Ποιητές και πεζογράφοι αγαπούν τον ελληνικό πολιτισμό, χωρίς να τους απασχολεί ιδιαίτερα η ίδια η επιστήμη της αρχαιολογίας. Αρχαίες πόλεις, μεγάλα ιερά και νεκροταφεία, μεσαιωνικά κάστρα, μαζί με αγάλματα και τοιχογραφίες μετουσιώνονται σε ποιητικές εικόνες από τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη κ.ά., οι οποίοι αναπτύσσουν μία δυναμική σχέση με το παρελθόν, συνομιλώντας μοναδικά με μνημεία και έργα γλυπτικής. Χρησιμοποιώντας ως σκηνικό το Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας, την Αγορά και τη Σύγκλητο της Ρώμης ή περιγραφές ηρώων, ο μεγάλος Αλεξανδρινός ανασυνθέτει ένα κομμάτι του ελληνιστικού και ρωμαϊκού κόσμου.

Η διαχρονικότητα του μικρού πολύμορφου τόπου μας, που κατοικείται χιλιάδες χρόνια, με πόλεις πάνω από πόλεις, καθώς «Τα σπίτια μας είναι χτισμένα πάνω σ’ άλλα σπίτια ευθύγραμμα, μαρμάρινα, κι εκείνα πάνω σε άλλα. Τα θεμέλιά τους κρατιούνται πάνω στα κεφάλια όρθιων αγαλμάτων, δίχως χέρια» (Γιάννης Ρίτσος, Προοπτική – Μαρτυρίες), αποτυπώνεται συχνά σε ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα. Οι δημιουργοί τους υμνούν τις διάφορες όψεις του μοναδικού ελληνικού τοπίου, στο οποίο αρμονικά εντάσσονται τα αρχαία κατάλοιπα, καθώς η αρχιτεκτονική των μνημείων είναι συνυφασμένη με τη φυσιογνωμία του τόπου.

Οι άνθρωποι των σπηλαίων, θαμμένες πολιτείες, κτερίσματα τάφων που συντροφεύουν τους νεκρούς και διηγούνται αφώνως τη ζωή τους, μισόσβηστα σκαλίσματα κι ευγενικές εικόνες, άνθη πελεκητά, χλωμές γραφές, λευκές νεράιδες, δείγματ’ απλά, σημάδια αγνά της λύπης, της αγάπης (Κωστής Παλαμάς, Οι Τάφοι του Κεραμεικού), άδεια κοχύλια θεάτρων (Γιώργος ΣεφέρηςΜνήμη Β, Εφεσος), όπου η ελληνική ηχώ συνεχίζει σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο την αιώνια ιαχή του διθυράμβου (Γιάννης Ρίτσος, Αρχαίο Θέατρο, Συλλογή Μαρτυρίες Α), Τα θερμά μάρμαρα της Επιδαύρου ένα αυγουστιάτικο βραδινό ζωντανεύουν μαζί με το θίασο όλους εκείνους τους παλιούς θεατές στις ίδιες πάντα θέσεις (Βαγγέλης Χρόνης, Επίδαυρος, Η Ευθύνη του Μαΐου), τραυματισμένα αγάλματα αποτελούν προσφιλή θέματα μυθοπλασίας, που συχνά ενέχουν το λυρικό, επικό, ενίοτε και δραματικό στοιχείο. Επίσης, το ναυάγιο με το κιβώτιο των κλοπιμαίων του Ελγιν στη θάλασσα των Κυθήρων, η λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών από τους Ναζί, το μυστήριο του μηχανισμού των Αντικυθήρων εξάπτουν ακόμη περισσότερο τη φαντασία του αναγνώστη.

Η επηρεασμένη από την αρχαιότητα λογοτεχνική παραγωγή, σήμερα πλέον, είναι εξαιρετικά πλούσια, ώστε μας επιτρέπει να μιλήσουμε για την αρχαιολογία του νεοελληνικού ρομαντισμού. Ποιητές και λογοτέχνες εξακολουθούν να εμπνέονται είτε από απλά, ταπεινά αντικείμενα είτε από ποικιλόμορφες εικαστικές δημιουργίες και έργα φιλοτεχνημένα από γνωστούς ή άγνωστους καλλιτέχνες, απεικάσματα θεών, ηρώων και ανθρώπων, που άλλοτε αποδίδουν το κάλλος και την αγαθότητα του θείου και άλλοτε ρεαλιστικά τον ήρωα και τον άνθρωπο – πολίτη. Αρχαιόθεμα και αρχαιόμυθα λογοτεχνικά κείμενα και ποιητικές συλλογές, ήρωες που συνδέονται με ιστορικά γεγονότα και εμπλέκονται σε περιπέτειες μυστηρίου, εμβληματικές μορφές μεγάλων αρχαιολόγων και οι ανακαλύψεις τους συγκινούν και γοητεύουν τους αναγνώστες. Παράλληλα τους καθιστούν κοινωνούς της ιστορίας, των τεχνικών έρευνας και συντήρησης, των μεθόδων χρονολόγησης και πολλών άλλων εξειδικευμένων ζητημάτων. Τις τελευταίες δεκαετίες ραγδαία ανάπτυξη γνωρίζει επίσης η εμπνευσμένη από την αρχαιολογία παιδική λογοτεχνία.

Η σχέση αρχαιολογίας και λογοτεχνίας είναι αμφίδρομη, αν αναλογιστούμε ότι αφενός οι αρχαιολόγοι προσπαθούν με οδηγό τις γραπτές πηγές, ιστορικές και λογοτεχνικές, να ξαναζωντανέψουν με τις ανακαλύψεις τους τον αρχαίο κόσμο, αφετέρου οι λογοτέχνες μετουσιώνουν στα κείμενά τους υλικά και άυλα στοιχεία από το παρελθόν της ελληνικής αρχαιότητας και του Βυζαντίου σε μια «συνομιλία» συναρπαστική και συνάμα γοητευτική. Δεν αντιγράφουν, αφομοιώνουν εικόνες που τις χρησιμοποιούν ως ερείσματα και «σκηνογραφικό φόντο» των πνευματικών τους δημιουργιών. Οι δύο επιστήμες συνδιαλέγονται, αλληλοεπηρεάζονται, δημιουργούν.

i i i

Νένα Γαλανίδου

Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης

«Η πρόκληση της ανάγνωσης, σαν τη συγκίνηση του ευρήματος»

Τα βιβλία λογοτεχνίας λειτουργούν ως καταφύγια του φαντασιακού και του βιωμένου χρόνου μου. Είναι μία από τις μικρές απολαύσεις μου. Ακόμα και όταν το βιβλίο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου, νιώθω την υποχρέωση να το διαβάσω μέχρι το τέλος, σε μια υποψία ψυχαναγκασμού και αλληλεγγύης στον κόπο του/της συγγραφέα. Στοίβες λογοτεχνικών βιβλίων συγκροτούν τον μίνι ουρανοξύστη του κομοδίνου μου και το περιεχόμενο της βαλίτσας που παίρνω μαζί μου στις ανασκαφές. Τις βδομάδες που πραγματοποιώ έρευνα πεδίου δημιουργώ ένα φορητό μικροσύμπαν με τα λιγοστά πράγματα που χωρά η βαλίτσα. Εκτός από τα ανασκαφικά θα χωρέσουν και δύο-τρία καλοσιδερωμένα φορέματα και δύο-τρία λογοτεχνικά βιβλία, για τη σχόλη που αποκτά άλλο περιεχόμενο στο πλαίσιο της ανασκαφικής περιόδου. Κατά τη διάρκεια των εξορμήσεων στο πεδίο είμαι συνήθως κατάκοπη από τη χειρωνακτική εργασία αλλά και γεμάτη ενέργεια και χαρά, και είναι τότε που η λογοτεχνία λειτουργεί σαν μικρή πατρίδα ενσφηνωμένη στη μεγαλύτερη και ξεχωριστή πατρίδα, την ανασκαφή.

Διαβάζω πολύ και χωρίς προτίμηση σε είδος, γλώσσα ή λογοτεχνική παράδοση. Τα πιο αγαπημένα δώρα που παίρνω είναι τα καλοσυστημένα βιβλία λογοτεχνίας, όταν μάλιστα η σύσταση έρχεται από άνθρωπο με μεράκι, η πρόκληση της ανάγνωσης είναι κάπως σαν τη συγκίνηση που μόνο το ανασκαμμένο έδαφος και το αρχαιολογικό εύρημα που ξεπροβάλλει από αυτό μπορούν να σου δώσουν. Από αυτή τη δεξαμενή επιλέγω δύο βιβλία αγαπημένα. Και τα δύο ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε ανεξερεύνητες πατρίδες και ξεχωρίζουν όχι μόνο για το λογοτεχνικό τους αποτύπωμα αλλά και για την επιμελημένη έκδοση που απευθύνεται στην αφή και την όραση. Είναι δύο διαμαντάκια της παγκόσμιας λογοτεχνίας που συνομιλούν με την αρχαιολογία.

Το πρώτο είναι ο «Πυριτόλιθος – ο τάφος του κυνηγού» του Βέλγου Daniel de Bruycker, ένα παλαιό και δυσεύρετο μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Ιστιοφόρο. Πρόκειται για το ποιητικό ημερολόγιο της ανασκαφής μιας Παλαιολιθικής θέσης που ανασκάπτουν τρεις σοβιετικοί επιστήμονες στην καρδιά της Ευρασιατικής στέπας, στο Τατζικιστάν. Το ημερολόγιο συντάσσει ο αρχαιολόγος της ομάδας μυώντας τον αναγνώστη στη φιλοσοφία της αρχαιολογικής επιστήμης. Περιγράφει τη σταδιακή και μαγευτική αποκάλυψη ενός νεαντερτάλιου τάφου και των κτερισμάτων του και ανατέμνει την ανασκαφική εμπειρία με τρόπο ελεγειακό. Αυτό είναι ένα βιβλίο που πάντα συστήνω στους φοιτητές μου, όταν προσπαθώ να τους μυήσω στη μαγεία της ανασκαφής και της Παλαιολιθικής περιόδου.

Το δεύτερο βιβλίο είναι ο «Κατάλογος Απολεσθέντων», της Γερμανίδας Judith Schalansky που κυκλοφόρησε στα ελληνικά γράμματα από τις εκδόσεις Αντίποδες. Το πλέον ποιητικό και ιδιοφυές λογοτεχνικό κείμενο που διάβασα πέρσι και λάτρεψα όχι μόνο για την υπόκωφη συνάφειά του με την αρχαιολογία αλλά και για την εξαιρετική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από τον Γιάννη Καλιφατίδη. Το βιβλίο αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων για στοιχεία με υλική ή άυλη υπόσταση που απωλέσθησαν, καταστράφηκαν ή απορρίφθηκαν: μία ατόλη στον Ειρηνικό Ωκεανό, ένα σπάνιο είδος τίγρης, ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα ποίημα της Σαπφούς, μια θλιμμένη ρωμαϊκή βίλα. Αυτά και άλλα ανομοιογενή στοιχεία ιδωμένα στη μακρά διάρκεια ίσως αποτελέσουν αντικείμενα έρευνας της μελλοντικής αρχαιολόγου με την ιερή αποστολή να τα ανασύρει από τη λήθη. Υπηρετώντας την ίδια αποστολή η Schalansky μας προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο πολλών καρατίων και μια αφορμή να ξανασκεφτούμε την πολύτιμη αξία της μυθοπλασίας και της αρχαιολογικής επιστήμης στην Ιστορία με κεφαλαίο Ι.

i i i

Νικόλαος Καλτσάς

Επίτιμος διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

και διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικού Πολιτισμού

«Ρεαλιστικά, συμβολικά, υπερρεαλιστικά»

Οταν το 1870 στις ανασκαφές στον Κεραμεικό της Αθήνας ήρθε στο φως η όμορφη επιτύμβια στήλη της Ηγησούς, ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε γι’ αυτήν αμέσως ένα ποίημα γεμάτο λυρισμό. Το ίδιο έκανε και για τη στήλη του Δεξίλεω, γράφοντας το μακροσκελές ομώνυμο ποίημα, στο οποίο μάλιστα βάζει τον ίδιο τον νεκρό πολεμιστή να μιλάει. Και στα δυο ποιήματα καταλήγει με έναν στίχο για τα «μαρμαρένια Ηλύσια, τα Ηλύσια της τέχνης».  Αυτά τα δύο παραδείγματα, μπορούμε να πούμε ότι είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά ως προς την άμεση σχέση αρχαιολογίας και λογοτεχνίας στην εποχή του ρομαντισμού. Μιλώντας για την αρχαιολογία, δεν εννοούμε φυσικά μόνο την αρχαιολογία πεδίου, δηλαδή την ανασκαφική δραστηριότητα των αρχαιολόγων. Ο όρος περικλείει ένα σύνολο πολλών πραγμάτων, όπως τα μουσεία και βεβαίως τα έργα που εκτίθενται στις αίθουσές τους, γλυπτά, αγγεία, μικροαντικείμενα και νομίσματα, πάνω στα οποία, ειδικά στην Ελληνιστική εποχή, οι ηγεμόνες αποτύπωσαν φιλάρεσκα το πορτρέτο τους.

Ενα τέτοιο νόμισμα, ένα τετράδραχμο, θα είδε ο Κ. Καβάφης με την προτομή του Οροφέρνη και έγραψε το ποίημα Οροφέρνης Αριαράθου, σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα αυτού του βασιλιά της Καππαδοκίας.

Η σχέση του λογοτέχνη με την αρχαιολογία και τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση. Πολλοί από αυτούς θα επισκέφτηκαν μουσεία και θα εντυπωσιάστηκαν στη θέα των εκθεμάτων, κυρίως από τα αγάλματα. Αναφορές σε αγάλματα, πραγματικά ή και μεταφορικά, υπάρχουν πολυάριθμες στους μεγάλους ποιητές.

Σε πολλά έργα του ποιητή της Ρωμιοσύνης γίνονται αναφορές σε αρχαιολογικά θέματα. Θα είχε δει αγάλματα, επιτύμβια, και πλήθος άλλων έργων. Οταν λέει ότι τα «θεμέλια κρατιούνται στα κεφάλια όρθιων αγαλμάτων χωρίς χέρια» μας δίνει την εικόνα από τις Καρυάτιδες. Στον Ορέστη του, με αφορμή το μυθολογικό θέμα, αναφέρεται σε τεφροδόχα αγγεία, σε πτυχές γυναικείων αγαλμάτων, σε ξίφη, σε χρυσά προσωπεία.

Και στη σειρά «Χάρτινα» γράφει:

Και το μάρμαρο

έτσι γυμνό

έτσι άσπρο

μην περιμένοντας το άγαλμα.

Ανάλογες αναφορές βρίσκουμε και στο έργο του Γ. Σεφέρη, όπως στα ποιήματα Ο βασιλιάς της Ασίνης και Ο ηδονικός Ελπήνωρ.

Και οι ποιητές των ημερών μας εμπνέονται από αρχαιολογικά ευρήματα, είτε στους αρχαιολογικούς χώρους είτε μέσα σε μουσεία. Το μάτι του Βαγγέλη Χρόνη έλκεται από τα επιτύμβια κυρίως. Στη συλλογή του Η ευθύνη του Μαΐου με λιτό, αλλά τόσο άμεσο τρόπο, γράφει για τη στήλη της Λυσιστράτης στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, για τον Μεγακλή του ίδιου μουσείου, ή για τα επιτύμβια του Λούβρου και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Στα μάτια των ανθρώπων οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία περιβάλλονται από ένα μυστήριο, η φαντασία εξάπτεται και οδηγείται στις ατραπούς του μυστικισμού και του αποκρυφισμού.

Στην ατμόσφαιρα ενός πανάρχαιου μοναστηριού των Βενεδικτίνων τοποθετεί ο Ουμπέρτο Εκο την πλοκή στο αριστούργημά του Το όνομα του ρόδου, γύρω από την αναζήτηση ενός χαμένου χειρογράφου του Αριστοτέλη. Και ο Alain Nadaud φέρνει στο φως μια αρχαία σέκτα με το όνομα «Λάτρεις του Μηδενός» με την ανακάλυψη μιας υπόγειας νεκρόπολης.

Βαρύνουσας σημασίας, κατά τη γνώμη μου, έχει και η αρχαιολογία στην παιδική λογοτεχνία, καθώς με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά εξοικειώνονται με την αρχαιολογία και έρχονται κοντά στο παρελθόν με διηγήματα και παιδικές ιστορίες που γράφονται γύρω από κάποιο εύρημα ή κάποια αρχαιολογική ανακάλυψη. Αναφέρω ενδεικτικά τρία τέτοια παιδικά βιβλία, από τα πολλά που έχουν γραφτεί. Το Αρθουρ Εβανς, ο μάγος που ανακάλυψε την Κνωσό της Πόπης Μαγουλά-Γαϊτάνου, Το Δέλτα Χι της Ερικας Αγγελικής Γαρμπή, που αναφέρεται στον Μηχανισμό των Αντικυθήρων και το Αγαλμα που κρύωνε του Χρήστου Μπουλώτη, εμπνευσμένο από το γνωστό Μικρό Προσφυγάκι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Η αρχαιολογία γοητεύει. Οι μη ειδικοί πολλές φορές προσπαθούν να ανακαλύψουν μυστήρια και ιστορίες που πιστεύουν ότι υπάρχουν πέρα από τα φαινόμενα. Οι λογοτέχνες από τη μεριά τους εμπνέονται και δημιουργούν τέχνη του λόγου, χρησιμοποιώντας την αρχαιολογία είτε ρεαλιστικά, είτε συμβολικά και υπερρεαλιστικά.

Η Βιομηχανική Αρχαιολογία

Του Νίκου Σηφουνάκη

αρχιτέκτονα, προέδρου του ΔΣ του Μουσείου Ελαιοτριβείου Βρανά της Λέσβου

Η επιστήμη της αρχαιολογίας μεριμνά μέσω του κράτους για τις αρχαιότητες όλων των εποχών. Στη χώρα μας αλλά και αλλού προτάσσεται η προστασία και ανάδειξη πρωτίστως των μνημείων της κλασικής και προϊστορικής περιόδου.

Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δραστηριοποιήθηκε ενεργότερα για τις Βυζαντινές Αρχαιότητες, με πρωτεργάτη τον Μανώλη Χατζηδάκη, και πολύ αργότερα τη δεκαετία του ’80, δειλά-δειλά για τα Νεότερα Μνημεία ήτοι της Νεοκλασικής και Λαϊκής Αρχιτεκτονικής.

Η Βιομηχανική Αρχαιολογία αγνοείτο παντελώς, και δεν έτυχε έστω κατ’ ελάχιστον της πρέπουσας προστασίας από το Ελληνικό κράτος, και αναφέρομαι στα βιομηχανικά συγκροτήματα της περιόδου από το 1860 και μετά.

Τότε προσδιορίζεται η έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης που δημιούργησε τη μνημειακή Βιομηχανική Αρχιτεκτονική με αποκορύφωμα το Bauhaus, που και στη χώρα μας οικοδομήθηκαν εκπληκτικά βιομηχανικά κτίρια αυτής της Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης και Μορφολογίας.

Τον 19ο αιώνα και μέχρι τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο στον δυτικό κόσμο η Βιομηχανική ανάπτυξη έφτασε την κορύφωσή της.

Εκτοτε άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει και για τη χώρα μας ο μεγάλος κύκλος της ανοικοδόμησης: Βυρσοδεψείων, Μεταλλουργείων, Αλευρομύλων, Βαμβακουργείων, Ελαιοτριβείων, Σαπωνοποιείων, Υφαντουργείων, Καπνεργοστασίων κ.ά.

Η Ηλεκτροβιομηχανία, οι Σιδηρόδρομοι, επιτάχυναν και βοήθησαν τη δημιουργία των βιομηχανιών στα αστικά κέντρα Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, αλλά και στην περιφέρεια, όπως Πάτρα, Βόλος, Μυτιλήνη, Σύρος.

Η Βιομηχανική Αρχαιολογία δεν προσδιορίζεται και δεν αξιολογείται μόνο από τα οικοδομήματα και την αρχιτεκτονική αξία τους, αλλά συνολικά από τις εγκαταστάσεις που περικλείονται σε αυτά, ήτοι το σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους.

Τα μνημεία της βιομηχανικής περιόδου όπως τα προσδιορίσαμε παραπάνω είναι υψηλής αξίας ως κτιριακές εγκαταστάσεις, μηχανολογικός εξοπλισμός, οι τρόποι και οι τόποι καθώς και οι συνθήκες παραγωγής, στα δίκτυα διανομής των βιομηχανικών προϊόντων τους.

Η βιομηχανική κληρονομιά της Ελλάδας συναγωνιζόταν και ανταγωνιζόταν ισάξια εκείνη της Ευρώπης και διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της χώρας και στον σύγχρονο πολιτισμό της.

Βασικοί πρωτεργάτες για την ενεργοποίηση του κράτους και των υπεύθυνων δομών του στην κατεύθυνση της ανάληψης πρωτοβουλιών για την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς υπήρξαν καταρχήν αρχιτέκτονες.

Αυτοί άρχισαν δειλά-δειλά την πρώτη καταγραφή ενώ είχε αρχίσει η περίοδος της γρήγορης αποβιομηχανοποίησης της χώρας.

Ενα μεγάλο μέρος του βιομηχανικού μας αποθέματος καταστράφηκε από την εγκατάλειψη και το κλείσιμο εργοστασίων που οδήγησαν στην κατάρρευση κτιριακών μνημείων και χωρίς περίσκεψη στην πολτοποίηση μεγάλου μέρους του μηχανολογικού τους εξοπλισμού.

Η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για τη διατήρηση-αναστήλωση βιομηχανικών κτιριακών συγκροτημάτων έγινε σώζοντας τον κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό τους, με τη μετατροπή και λειτουργεία τους ως μουσείων, από τον διοικητή της Τράπεζας ΕΤΒΑ αείμνηστο καθηγητή Κώστα Σοφούλη, ο οποίος τη δεκαετία του ’80 έστησε σε στέρεα βάση Το Πολιτιστικό Ιδρυμα της Τράπεζας ΕΤΒΑ, ξεκινώντας από το εργοστάσιο Μεταξιού στο Σουφλί έως τον Νερόμυλο της Δημητσάνας κ.ά.

Αργότερα δημιουργήθηκε το Ελληνικό τμήμα του TICCIH (Διεθνής Επιτροπή για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς), το οποίο δραστηριοποιήθηκε στην καταγραφή και ευαισθητοποίηση των πολιτών για αυτό τον πολιτισμό.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 σε αρκετά μέρη της χώρας ξεκίνησαν προσπάθειες διάσωσης της Βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως στο νησί της Λέσβου από την τότε Νομαρχία με την αναστήλωση τεσσάρων μεγάλων κτιριακών συγκροτημάτων, τριών Ελαιοτριβείων και ενός Σαπωνοποιείου, τα οποία ανήκαν ιδιοκτησιακά σε ισάριθμους δήμους, αναστηλώθηκαν και μετατράπηκαν σε πολύκεντρα λειτουργώντας παιδευτικά για τους πολίτες.

Σήμερα, 40 χρόνια μετά, μεμονωμένες προσπάθειες προσώπων και ιδιωτικών φορέων εξακολουθούν να αποδίδουν, όμως χωρίς την ενεργή παρουσία του επίσημου κράτους οδηγείται ξανά στον παραμελισμό η κληρονομιά του βιομηχανικού μας πολιτισμού.

Δυστυχώς είναι αποτέλεσμα της κρατούσας και πάλι λογικής ότι ο πολιτισμός αξιολογείται βάσει της εμπορικής του και μόνον αξίας.