Η εξαγορά της Credit Suisse από την UBS μέσα σε μόλις ένα σαββατοκύριακο, έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα. Για τα ανώτατα στελέχη της μεγαλύτερης τράπεζας της Ελβετίας, όμως, επρόκειτο απλώς για την θετική έκβαση ενός σχεδίου που εξυφαινόταν τουλάχιστον από το 2020.
Όπως αποκαλύπτει το Bloomberg, όταν ο Colm Kelleher ανέλαβε πρόεδρος της UBS τον περασμένο Απρίλιο, κληρονόμησε μελέτες σκοπιμότητας του προκατόχου του Axel Weber που χρονολογούνταν τουλάχιστον από το 2020 σχετικά με το ενδεχόμενο εξαγοράς της Credit Suisse. Και στις αρχές του τρέχοντος έτους, όταν οι πελάτες απέσυραν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τον «μεγάλο ασθενή» του ελβετικού τραπεζικού συστήματος, ο Kelleher κάλεσε μια μικρή ομάδα κορυφαίων συμβούλων της Morgan Stanley να ενισχύσουν τον σχεδιασμό ενός πλάνου εκτάκτου ανάγκης, για την περίπτωση δηλαδή που προέκυπτε η δυνατότητα εξαγοράς της Credit Suisse.
Το σχέδιο
Σύμφωνα με το αμερικανικό πρακτορείο, το σχέδιο ήταν άκρως απόρρητο και λίγοι στην αμερικανική τράπεζα γνώριζαν πάνω σε τι εργάζονταν οι ανώτεροι συνάδελφοί τους στον τομέα των συγχωνεύσεων και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από κοινού με έναν στενό κύκλο στελεχών της UBS. Οι προσπάθειες αυτές σήμαιναν ότι στα μέσα Μαρτίου, καθώς η κρίση εμπιστοσύνης που ξεκίνησε στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ εξαπλώθηκε στην Ελβετία, η UBS ήταν έτοιμη να «επιτεθεί».
Όταν στις 15 Μαρτίου η Credit Suisse έλαβε ένα έκτακτο πακέτο διάσωσης από την ελβετική κεντρική τράπεζα, η αντίπαλός της – περιγράφει το Bloomberg – «γρήγορα πέρασε από τα πολεμικά παιχνίδια στην εκτέλεση». Η UBS «κάλεσε τους συμβούλους της Morgan Stanley και τραπεζίτες της JPMorgan Chase ορισμένοι από τους οποίους πέταξαν στη Ζυρίχη και υπέγραψαν συμφωνίες εμπιστευτικότητας».
Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν όλο το κρίσιμο Σαββατοκύριακο, με ορισμένους συμβούλους «να εργάζονται με μόλις τρεις ώρες ύπνο και χωρίς ντους». Έτσι προέκυψε μια συμφωνία διάσωσης «που εξολόθρευσε ορισμένους κατόχους ομολόγων, καταπάτησε τα παραδοσιακά δικαιώματα των μετόχων, αύξησε τις ανησυχίες για την (τράπεζα που θεωρούνταν) “too-big-to-fail” και εξόργισε το ελβετικό κοινό – αλλά κατάφερε να αποτρέψει μια ακόμη μεγαλύτερη παγκόσμια κρίση».
Κερδισμένη η UBS
Το αποτέλεσμα είναι μια συμφωνία πολλαπλώς επωφελής για την UBS, που ενέχει πάντως ορισμένα στοιχεία ρίσκου για την τράπεζα που θεωρείται ως η πιο υγιής μεγάλη επιχείρηση της Ευρώπης. Πλέον, επαφίεται στον 65χρονο Ιρλανδό τραπεζίτη Colm Kelleher να δώσει «σάρκα και οστά» στη μεγαλύτερη τραπεζική συνένωση εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Μια συνένωση που αναμένεται να δώσει τον τόνο «στην παγκόσμια μάχη για την επικερδή επιχείρηση διαχείρισης του πλούτου των ελίτ και θα δημιουργήσει μια μεγατράπεζα που όχι μόνο θα επισκιάζει κάθε άλλη ελβετική αντίπαλή της, αλλά θα είναι διπλάσια σε μέγεθος από την οικονομία της χώρας».
Σήμερα, Τετάρτη, ο Kelleher και το διοικητικό συμβούλιο της UBS επρόκειτο να βρεθούν αντιμέτωποι με τους μετόχους που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου για τη συμφωνία στην ετήσια συνέλευση της εταιρείας την Τετάρτη, μια ημέρα μετά την ετήσια συνέλευση της Credit Suisse κατά την οποίαν τα στελέχη του ΔΣ ζήτησαν συγγνώμη από τους οργισμένους επενδυτές για την κατάληξη.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η UBS έχει ήδη αρχίσει να συγκεντρώνει ομάδες για την αξιολόγηση του προσωπικού, των συστημάτων και των πελατών της Credit Suisse, καθώς στη νέα υπερτράπεζα περνούν περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω του 1,5 τρισ. δολαρίων καθώς και 12.000 υπάλληλοι σε όλον τον κόσμο.
Το ρίσκο
Οι μέτοχοι της UBS επικροτούν, κατά πλειοψηφία, την απόκτηση της Credit Suisse για μόλις 5 σεντς το δολάριο. Δίνοντας άλλωστε μια τάξη μεγέθους για το πόσο επωφελής ήταν η συμφωνία για την μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, το Bloomberg αναφέρει: Πέρυσι, η UBS συμφώνησε να δαπανήσει 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει την αμερικανική εταιρεία αυτοματοποιημένων επενδυτικών υπηρεσιών Wealthfront και να αποκτήσει τα 27 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία που είχε υπό διαχείριση. Εν τέλει, η εξαγορά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στην περίπτωση της Credit Suisse, η UBS κατέβαλε μόλις λίγο παραπάνω από το διπλάσιο ποσό για περισσότερο από 50 φορές ισχυρότερα περιουσιακά στοιχεία πελατών.
Οι κάτοχοι ομολόγων, πάντως, επικεντρώθηκαν κυρίως στην αρνητική πλευρά της συμφωνίας, καθώς μετά την εξαγορά της Credit Suisse οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν τις προοπτικές για το χρέος της τράπεζας. Για ρίσκο είχε μιλήσει άλλωστε και ο Kelleher: «Θα έλεγα ότι είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε συμφωνία που έγινε το 2008», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου την προηγούμενη εβδομάδα. «Αυτό συνεπάγεται σημαντικό κίνδυνο εκτέλεσης».
Οι θετικές προοπτικές, πάντως, μοιάζουν κατά πολύ ισχυρότερες για τα στελέχη UBS.
Πηγή: ΟΤ