Νέοι κανόνες που εφαρμόζει από τις 31 Μαρτίου η World Athletics, η διεθνής ομοσπονδία στίβου, απαγορεύει σε τρανς γυναίκες που έχουν περάσει την ανδρική εφηβεία να συμμετέχουν σε διεθνείς διοργανώσεις.
Ο οργανισμός διαβεβαίωσε ότι οι νέοι κανόνες αποφασίστηκαν με γνώμονα τη δικαιοσύνη και την «ακεραιότητα του γυναικείου συναγωνισμού». «Θα έχουμε ως οδηγό μας την επιστήμη της φυσικής απόδοσης και του ανδρικού πλεονεκτήματος που αναμφίβολα θα αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια» δήλωσε ο πρόεδρος της World Athletics Σεμπάστιαν Κόου.
Όμως δύο επιστήμονες που μίλησαν στον δικτυακό τόπο του Science εκτιμούν ότι ο αποκλεισμός των τρανς γυναικών δεν βασίζεται σε σαφή επιστημονικά κριτήρια και ουσιαστικά συνιστά διάκριση.
Τεστοστερόνη
Ένα πρώτο επιχείρημα είναι ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα για το εάν και το κατά πόσο οι τρανς γυναίκες πλεονεκτούν έναντι των cis γυναικών, λέει ο Έρικ Βίλεν, γενετιστής που ειδικεύεται στην βιολογία του φύλου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Άιρβιν.
Η διαθέσιμη βιβλιογραφία δεν επαρκεί για τον καθορισμό τεκμηριωμένων κανόνων και συνθέτει μια περίπλοκη εικόνα που «δεν είναι ή άσπρη ή μαύρη», επισημαίνει.
Για παράδειγμα, μελέτη ανασκόπησης που δημοσιεύτηκε το 2021 διαπίστωνε ότι η μυϊκή μάζα των τρανς γυναικών παραμένει υψηλή μετά τη φυλομετάβαση, ενώ τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης –της πρωτεΐνης του αίματος που μεταφέρει οξυγόνο- είναι συγκρίσιμα με αυτά των cis γυναικών.
Ακόμα όμως και τα αυτά στοιχεία για την τεστοστερόνη και την αιμοσφαιρίνη δεν λένε τίποτα για το εάν μια διεμφυλική γυναίκα πράγματι τρέχει ταχύτερα ή πηδάει ψηλότερα, επισημαίνει ο Βίλέν. Είναι κάτι που πρέπει να αποδειχθεί πριν εφαρμοστούν εξαιρέσεις, τονίζει,
Από την πλευρά της, η World Athletics υποστηρίζει ότι οι νέοι κανόνες έλαβαν υπόψη την απουσία αξιόπιστων δεδομένων. Σύμφωνα με εκπρόσωπο του οργανισμού, η απόφαση ελήφθη «ακριβώς επειδή υπάρχουν ανεπαρκείς αποδείξεις ότι το ανδρικό πλεονέκτημα των διεμφυλικών γυναικών μπορεί να αφαιρεθεί».
Με άλλα λόγια, η ομοσπονδία λέει ότι οι τρανς γυναίκες αποκλείστηκαν επειδή κανείς γνωρίζει με βεβαιότητα αν έχουν πλεονέκτημα έναντι των cis γυναικών. Το σκεπτικό αυτό όμως δεν είναι επιστημονικό.
Μια από τις λίγες διαθέσιμες μελέτες, η οποία δημοσιεύτηκε το 2015 στο Journal of Sporting Cultures and Identities, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι τρανς γυναίκες δεν πλεονεκτούν στους αγώνες δρόμου: οι χρόνοι τους ήταν χειρότεροι μετά τη φυλομετάβαση, ενώ οι επιδόσεις τους έμειναν σταθερές σε σχέση με τις επιδόσεις αντίστοιχων cis γυναικών.
Τη μελέτη υπέγραφε η Τζοάνα Χάρπερ, σήμερα διδακτορική φοιτήτρια του Πανεπιστημίου του Λάφμπορο στη Βρετανία, η οποία επισήμανε πως καμία τρανς γυναίκα δεν έχει αγωνιστεί μέχρι σήμερα σε διεθνείς αγώνες πρωταθλητισμού. Αυτό δείχνει ότι οι τρανς αθλήτριες ούτε κερδίζουν όλα τα μετάλλια ούτε καταρρίπτουν συνεχώς τα ρεκόρ, λέει η Χάρπερ, η οποία είναι και η ίδια τρανς γυναίκα.
«Απογοητεύτηκα από την απόφαση» λέει η ερευνήτρια. «Η ιδέα ότι ήταν απαραίτητο να απαγορευτούν οι τρανς γυναίκες για να προστατευτεί η κατηγορία των γυναικών φαίνεται πολύ τραβηγμένη».
Διαφορές σεξουαλικής ανάπτυξης
Εκτός του ότι αποκλείουν τις διεμφυλικές αθλήτριες από διεθνείς οργανώσεις, οι νέοι κανόνες της World Athletics θέτουν και όρους για τη συμμετοχή αθλητών με συγγενείς «διαφορές σεξουαλικής ανάπτυξης» (DSD), δηλαδή ατόμων που διαφοροποιούνται από την τυπική βιολογία του φύλου.
Για να συμμετέχουν σε διεθνείς εκδηλώσεις, οι αθλητές αυτοί πρέπει να έχουν επίπεδα τεστοστερόνης κάτω από τα 2,5 nanomole ανά λίτρο (nmol/L) για τουλάχιστον 24 μήνες πριν τους αγώνες. Σε γενικές γραμμές, τα επίπεδα των cis ανδρών κυμαίνονται από τα 10 έως τα 35 nmol/L, ενώ των cis γυναικών είναι κάτω από 2,4 nmol/L.
Η τεστοστερόνη είναι πράγματι σημαντική για τις αθλητικές επιδόσεις, καθώς αυξάνει τη μυϊκή μάζα, τη μυϊκή δύναμη και τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης.
Το θέμα όμως είναι περίπλοκο, λέει η Χάρπερ. Οι αθλητές μπορούν μεν να πάρουν φάρμακα που μειώνουν την τεστοστερόνη, όμως η επίδρασή τους έχει σύντομη διάρκεια και τα επίπεδα της ορμόνης στο αίμα δύσκολα σταθεροποιούνται, κάτι που σημαίνει ότι οι κανόνες πρέπει να αφήνουν ένα περιθώριο διακυμάνσεων.
Υπάρχει εξάλλου αβεβαιότητα για την επίδραση των φαρμάκων αυτών στις αθλητικές επιδόσεις. Το 2021, η Διεθνής Ομοσπονδία Αθλητιατρικής σημείωνε σε δημοσίευσή της ότι υπάρχει έλλειψη μελετών για τις επιδόσεις αθλητών με DSD πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήψη φαρμάκων.
Οι προηγούμενοι κανόνες της World Athletics προέβλεπαν ότι οι τρανς αθλήτριες και οι αθλήτριες με DSD μπορούν να συμμετέχουν σε γυναικείες διοργανώσεις εφόσον τα επίπεδα τεστοστερόνης δεν υπερβαίνουν τα 5 nmol/L.
Οι νέοι κανόνες κατεβάζουν το όριο στα 2,5 nmol/L για τις αθλήτριες με DSD αλλά αποκλείουν πλήρως τις διεμφυλικές γυναίκες.
Το γεγονός ότι υπάρχει κανόνας που ισχύει μόνο για τα άτομα με DSD ουσιαστικά συνιστά διάκριση, εκτιμά ο Βίλεν. Μεταξύ άλλων, ο νέος κανόνας επιτρέπει τη συμμετοχή cis γυναικών με ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης, όπως συμβαίνει σε ορισμένες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση ισχύουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά είναι ο λόγος που η αθλητική ομοσπονδία της Νότιας Αφρικής καταγγέλλει διακρίσεις και μάλιστα εξετάζει το ενδεχόμενο προσφυγής κατά της World Athletics.
Πέρα όμως από τον στίβο, υπάρχουν και άλλα αθλήματα στα οποία ισχύουν μάλλον αυθαίρετοι κανόνες.
Το 2001, η Union Cycliste Internationale, ο διεθνής οργανισμός ποδηλασίας, απαγόρευσε τη συμμετοχή τρανς γυναικών με τεστοστερόνη πάνω από τα 2,5 2.5 nmol/L. Λίγες ημέρες αργότερα, η FINA, αρμόδια για τους τους αγώνες κολύμβησης, απέκλεισε τις διεμφυλικές γυναίκες από διεθνείς διοργανώσεις, όπως είχε πράξει νωρίτερα και η World Rugby για τους αγώνες ράγκμπι.
Σύμφωνα με τον Βίλεν, πιο ορθολογικοί και σύμφωνοι με τα επιστημονικά δεδομένα είναι οι κανόνες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, οι οποίοι λένε ότι κανένας αθλητής ή αθλήτρια δεν πρέπει να εξαιρείται βάσει «μη επιβεβαιωμένων, φερόμενων ή θεωρούμενων άδικων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων λόγω των σεξουαλικών διαφορών τους», και ότι κανένας αθλητής ή αθλήτρια δεν πρέπει να δέχεται πιέσεις να υποβληθεί σε αχρείαστες ιατρικές διαδικασίες.