«Ο θάνατος περνά βέβαια πολλές φορές από το νου μας, σπάνια όμως κατορθώνομε να τον κρατήσωμε στο πρώτο επίπεδο του συνειδητού στοχασμού και να τον μελετήσωμε. Η ζωική μας φύση αντιστέκεται σ’ αυτή την εξέταση και μας αποτρέπει με την ακαταμάχητη δύναμη του ενστίκτου. Τον ονομάζομε, με τα χείλη, αλλά δεν στεκόμαστε να τον σχηματίσωμε με τη φαντασία μέσα στην εμπειρία μας· φρίττομε από τη βεβαιότητά του και αμέσως δίνομε στη σκέψη και στην ομιλία μας άλλη κατεύθυνση».
Έτσι περιέγραφε πριν από πολλά χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο αείμνηστος Ευάγγελος Παπανούτσος το φόβο του θανάτου, τον πανικό που κυριεύει τον άνθρωπο όταν συλλογίζεται το οριστικό τέλος.
Δεδομένου, όμως, ότι ο θάνατος είναι συνυφασμένος όσο τίποτα άλλο με τη ζωή μας, η μελέτη του αποτελεί εκ των πραγμάτων μελέτη και της ίδιας της ζωής. Έχοντας αυτό κατά νουν, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Π. Μαλούχος καταπιάστηκε με το θεμελιώδες ζήτημα του θανάτου στο βιβλίο του που τιτλοφορείται «Η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις».
Εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζουμε το θάνατο ως πρόσωπα, ως σύνολα, αλλά και ως πολιτισμοί, ο Γεώργιος Π. Μαλούχος μάς προσφέρει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχειρίδιο θνητότητας, υποδεικνύοντας παράλληλα το πώς μπορούμε να μετατρέψουμε το φόβο του θανάτου στο αντίθετό του, σε ελευθερία και θέληση για μια καλύτερη ζωή.
Ο θάνατος, ως αναπόφευκτη απόληξη της προσωπικής μας υπάρξεως, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ένα άκρως δυσάρεστο θέμα. Τούτου δοθέντος, τι ήταν αυτό που σας ώθησε στη συγγραφή του βιβλίου «Η πιο σωστή στιγμή για να πεθάνεις»;
Το κύριο χαρακτηριστικό του θανάτου δεν είναι ότι είναι δυσάρεστος, αλλά ότι είναι αναπόφευκτος. Οπότε, ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει πώς θα τον κοιτάζει: θα το κάνει με αντιπαλότητα και τρόμο, σε έναν αγώνα όπου νομοτελειακά πάντοτε θα είναι ο χαμένος, ή θα φροντίσει να τον δει σαν εκείνο που πραγματικά ο θάνατος είναι, δηλαδή σαν την ολοκλήρωση της ύπαρξης; Και που αν και εφόσον το καταφέρει, θα επιτύχει να ακυρώσει, σε ένα σημαντικό βαθμό, και αυτό που αποτελεί και τη βάση της ερώτησής σας: ότι είναι δυσάρεστος – και το πώς, είναι εν πολλοίς το αντικείμενο αυτού του βιβλίου.
Πόσο δύσκολο, αλλά και πόσο ρεαλιστικό, είναι το να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος το θάνατο ήρεμος, με δέος ασφαλώς μπροστά στο μυστήριό του, αλλά χωρίς πανικό και απελπισία;
Είναι περίπου αδύνατον, αν το επιχειρήσει την ώρα που ο θάνατος «του χτυπά την πόρτα». Είναι απολύτως εφικτό, εφόσον είναι το αποτέλεσμα μιας συνολικής, μακροχρόνιας, συνειδητής και εκπληρωμένης στάσης ζωής, που ενσωματώνει μέσα της και την έννοια του θανάτου με το χαρακτήρα που προανέφερα. Αλλά που απαιτεί προσανατολισμό, απόφαση, συνειδητότητα, λογική και ελεύθερη βούληση, αντί παρόρμησης, δοξασίας, αδιαφορίας και, κυρίως, υποταγής της ανθρώπινης μοναδικότητας στις θελήσεις υφιστάμενων συνόλων που έχουν διαμορφωθεί ερήμην της μέσα στους αιώνες – και που εκείνες δεν πεθαίνουν, όμως ο άνθρωπος ναι.
Έχετε γνωρίσει ανθρώπους που υποδέχτηκαν το θάνατο με επίγνωση της αναγκαιότητάς του, νιώθοντας ώριμοι πλέον για το ανέκκλητο τέλος;
Ναι. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είχε καμία σχέση η εμπειρία του θανάτου για εκείνους με αυτή που έχει για τους πιο πολλούς ανθρώπους, όπως –και αυτό έχει εξίσου μεγάλη σημασία– δεν είχε και γι’ αυτούς που βρίσκονταν κοντά τους και τους αγαπούσαν: όταν οι άνθρωποι που μένουν πίσω γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι αυτός που φεύγει από τη ζωή φεύγει με γαλήνη, πληρότητα και, κυρίως, με ασφάλεια, το πένθος αποκτά εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Για να επιστρέψουμε στο βιβλίο σας, θα λέγατε ότι συνιστά ένα εγχειρίδιο για το θάνατο, όπως φανερώνει εκ πρώτης όψεως ο τίτλος του, ή μήπως –και ή κυρίως– ένα εγχειρίδιο για τη ζωή;
Ακριβώς! Είναι πάνω απ’ όλα εγχειρίδιο για τη ζωή. Και αυτό επειδή ο θάνατος, αν κάνει κάτι κακό όταν δεν αντιμετωπιστεί σωστά και από νωρίς, είναι ότι δηλητηριάζει τη ζωή – ολόκληρη. Όχι μόνον την ώρα που επέρχεται, αλλά πολύ μεγάλο μέρος της ίδιας της ύπαρξης πολύ πριν από εκείνη την ώρα. Γιατί; Επειδή ο φόβος του θανάτου ενυπάρχει, εξαπλώνεται, λειτουργεί με πάρα πολλούς τρόπους, έμμεσους και άμεσους, πολύ πριν εμφανιστεί μπροστά στο ίδιο το υποκείμενο το οποίο αφορά: τον αντιμετωπίζει λ.χ. πρώτα απ’ όλα στους θανάτους των οικείων προσώπων σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτή η συνεχής ενστάλαξη του δηλητηρίου αυτού του φόβου καταστρέφει τα πάντα, αν την αφήσει κανείς. Και το κάνει με τρόπο πολύ ύπουλο, που δεν γίνεται κατανοητός. Επειδή ο φόβος του θανάτου είναι η μήτρα όλων των φόβων. Είναι η ρίζα και η δύναμή τους. Όταν αυτός αποδυναμωθεί, όλοι αποδυναμώνονται. Οπότε, όταν τον νικήσει κανείς, τους νικά, σε ένα αντίστοιχο μέτρο, όλους. Γι’ αυτό και η σημασία της στάσης απέναντι στο θάνατο είναι πρωταρχική για τη βελτίωση της ζωής από πολύ πιο νωρίς. Και υπ’ αυτή την έννοια αυτό το βιβλίο είναι επίσης πρωτίστως ένα εγχειρίδιο ζωής.
Ποιο περιεχόμενο θα δίνατε στην έννοια του ηρωικού θανάτου στις μέρες μας; Ποιες είναι οι ιδέες για τις οποίες πιστεύετε ότι θα άξιζε να θυσιάσει τη ζωή του ο σύγχρονος άνθρωπος;
Η κύρια ιδέα για την οποία αξίζει να θυσιαστεί ένας άνθρωπος στο περιεχόμενο του ηρωικού αρχετύπου δεν αλλάζει με το χρόνο ή με τις κοινωνίες και τις συνθήκες: είναι η προστασία της ελευθερίας – του ιδίου, των δικών του, ακόμα περισσότερο των άλλων ανθρώπων που δεν έχει δει ποτέ του, αλλά που είναι αδύναμοι απέναντι σε εκείνον που επιχειρεί να τους στερήσει την ελευθερία και τη ζωή. Αυτή είναι η υπέρτατη αξία που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο και για την οποία αξίζει και η υπέρτατη θυσία. Όμως, εδώ οι παγίδες είναι πολλές, μεγάλες και εξαιρετικά πονηρές: επειδή οι ιδέες πολύ συχνά παραποιούνται από τις εξουσίες που τις διαστρεβλώνουν και τις φέρνουν στα μέτρα τους, προκειμένου να στείλουν τους ανθρώπους στο θάνατο όχι για την ελευθερία, αλλά για την υπηρεσία της εξουσίας τους μεταμφιεσμένης ως κοινό καλό, ως αξία. Και αυτό είναι κάτι στο οποίο στέκεται πολύ αυτό το βιβλίο, καθώς οι ιδέες, ιδίως οι υψηλές ιδέες, είναι πολύ συχνά το ιδανικό πεδίο του θανάτου.
Υπάρχει άραγε τρόπος να μετατρέψει ο άνθρωπος τον κυρίαρχο φόβο του θανάτου, το μέγα αυτό αίνιγμα της ψυχής του, σε όχημα για μια καλύτερη, πιο ποιοτική και πιο δημιουργική ζωή;
Ασφαλώς υπάρχει – και φυσικά αυτή είναι και η κεντρική ουσία του βιβλίου αυτού. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σταματήσει να τον βλέπει, αν μου επιτρέπετε, σαν «αίνιγμα» – και στο βιβλίο εξηγώ αναλυτικά το γιατί. Μόλις συμβεί αυτό, μόλις δηλαδή δει ο άνθρωπος τον θάνατο στα πλαίσια της λογικής, τότε το επόμενο βήμα είναι, όπως προανέφερα, να τον δει και ως τμήμα αντί ως εχθρό της ύπαρξης. Τότε θα κατανοήσει το πιο θεμελιώδες όλων: το πεπερασμένο της ύπαρξης. Όμως, θα το κατανοήσει πλέον με λογικούς και όχι «μεταφυσικούς» όρους. Και θα συνειδητοποιήσει το πόσο σημαντικό είναι να μην αφήνει ούτε στιγμή της ζωής του να πηγαίνει χαμένη, να καταλήγει στα σκουπίδια κάθε μορφής, κάτι που, δυστυχώς, συμβαίνει για τους περισσότερους ανθρώπους, ακριβώς λόγω μιας κουλτούρας που αρνείται να εκλογικεύσει και να εντάξει τον θάνατο στην ύπαρξη. Ας το σκεφτεί ο καθένας μόνος του πόσο κομμάτι της ζωής του πετάγεται στον κάλαθο των αχρήστων κάθε μέρα – σιωπηρά, για τον ίδιο. Και ας αποφασίσει…
Το γεγονός ότι γράψατε ένα ολόκληρο βιβλίο με θεματικό πυρήνα το θάνατο υποδηλώνει πως έχετε καταφέρει να συμφιλιωθείτε τρόπον τινά με την ιδέα του. Είναι όντως έτσι τα πράγματα ή μήπως συμμερίζεστε την άποψη των περισσοτέρων πως το οριστικό τέλος έρχεται πρόωρα ακόμα και στην πλέον προχωρημένη ηλικία;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ο θάνατος είναι τμήμα της ζωής. Δεν είναι κάτι με το οποίο πρέπει να περάσει κανείς τη ζωή του παλεύοντας για να συμφιλιωθεί. Αλλά ούτε και να το αγνοεί σαν να μην υπάρχει, ώστε να την αφήνει να χάνεται άδικα ενώ είναι πεπερασμένη. Ο θάνατος είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις ότι θα έρθει και γι’ αυτό πρέπει, μέχρι να έρθει, να ζεις αληθινά. Αν σε βοηθήσει να το καταλάβεις αυτό, η βοήθεια αυτή είναι τέτοιας σημασίας και κλίμακας για την ύπαρξη, που μπορείς σχεδόν να πεις ότι ο «εχθρός» γίνεται «φίλος».
*Οι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου ανήκουν στη Σίσσυ Μόρφη.