Την τάση ορισμένων αμερικανικών εταιρειών να προσλαμβάνουν εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας καταγράφει η Wall Street Journal, μιλώντας μάλιστα για αυξανόμενη ζήτηση για ηλικιακές ομάδες που άλλοτε θα απορρίπτονταν απλώς και μόνο βάσει της ημερομηνίας γέννησής τους.
Παραθέτοντας απόψεις εργοδοτών και εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, η οικονομική εφημερίδα αποδίδει το φαινόμενο στη διαφορετική εργασιακή ηθική των προηγούμενων γενιών και την ανάγκη για άρση των προκαταλήψεων που συνδέονται με την ηλικία.
Αφορμή για το ρεπορτάζ της WSJ στάθηκε το γεγονός ότι σύμφωνα με στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, τα άτομα άνω των 55 ετών αποτελούν το ταχύτερα αυξανόμενο τμήμα του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Η εφημερίδα παραδέχεται – σχεδόν ως υποσημείωση – ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πληθωρισμό και τις δημογραφικές μεταβολές που δεν επιτρέπουν στους μεσήλικες να ξεκουραστούν, αλλά και ότι η πιο χαλαρή εργασιακή ηθική των νέων και η άρνησή τους να αντιμετωπίσουν τη δουλειά τους με το ίδιο πάθος που το έκαναν οι προηγούμενες γενιές είναι φαινόμενα που προκύπτουν εύλογα στο τρέχον κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Ωστόσο, ο αρθρογράφος Κάλουμ Μπόρτσερς επιμένει ότι για ορισμένους εργοδότες, η ώριμη ηλικία των εργαζομένων αντιμετωπίζεται ως προσόν, ενώ οι άνθρωποι άνω των 55… απλώς λατρεύουν τη δουλειά, και αυτό βγαίνει στον κόσμο.
«Είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή»
«Η πρόσληψη έμπειρων εργαζομένων βγάζει νόημα από επιχειρηματικής άποψης», υποστήριξε μιλώντας στη WSJ η Χέδερ Τίνσλεϊ-Φιξ, σύμβουλος στην AARP. «Πολλές εταιρείες αναγνωρίζουν επίσης ότι πρέπει να συμπεριλάβουν και την ηλικία στις προσπάθειές τους για διαφορετικότητα, ισότητα και συμπερίληψη».
Η KinderCare, μια εταιρεία με περισσότερες από 1.500 εγκαταστάσεις φύλαξης παιδιών, επιχειρεί από τον περασμένο Αύγουστο να προσελκύσει εργαζομένους άνω των 50 ετών, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα αντιμετωπίσει τις ελλείψεις εργαζομένων στον κλάδο.
Ο Τράβις Τράουτμαν, γενικός διευθυντής προσέλκυσης ταλέντων της εταιρείας, δήλωσε στην οικονομική εφημερίδα: «Αυτή η ηλικιακή ομάδα είναι πρόθυμη να δουλέψει την πρώτη βάρδια ή να μείνει μέχρι το κλείσιμο, να δουλέψει στη διάρκεια του μεσημεριανού ή του διαλείμματος ή ακόμη και να είναι διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή, σε περίπτωση που χρειαστεί να προσέλθει για δουλειά. Θα μπορούσα να μιλάω για πάντα για την αξία και τα πλεονεκτήματα των μεγαλύτερων εργαζομένων».
Αναπλήρωση κενών
Η διεθνής εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού Manpower δημιούργησε πρόγραμμα «ώριμων» εργαζομένων, όπως το αποκαλεί, το 2021, όταν οι πελάτες της διαμαρτύρονταν για τις κενές θέσεις εργασίας και τη μεγάλη κινητικότητα των υπαλλήλων. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι υποψήφιοι που ανταποκρίθηκαν ήταν άνθρωποι που είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί, αλλά αναγκάζονταν να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας.
Καταπολέμηση του ageism ή νέα εποχή εκμετάλλευσης;
Η θετική πλευρά αυτών των εξελίξεων ενδεχομένως αντανακλάται σε στοιχεία της Επιτροπής Ίσων Εργασιακών Ευκαιριών, που ανακοίνωσε ότι οι καταγγελίες για διακρίσεις με βάση την ηλικία μειώθηκαν κατά 45% από το 2011 έως το 2021.
Αν και μέρος της αιτίας για αυτή τη μείωση είναι η δυσκολία της απόδειξης τέτοιου είδους κατηγοριών και η συνακόλουθη άρνηση αρκετών δικηγόρων να αναλάβουν σχετικές υποθέσεις, εκπρόσωπος της Κοινωνίας για τη Διαχείριση Ανθρώπινων Πόρων υποστήριξε μιλώντας στη WSJ ότι η μείωση των καταγγελιών περιγράφει και μια πραγματική τάση.
Αντιθέτως, οι millennials διαμαρτύρονται συχνότερα πως η επαγγελματική τους εξέλιξη πλήττεται από στερεότυπα για την εργασιακή συμπεριφορά της γενιάς τους, όμως δεν προστατεύονται από τη σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ που αναφέρεται αποκλειστικά σε άτομα άνω των 40 ετών.
Ακόμη, όμως, και αν αυτή η στροφή των εργοδοτών μεταφραζόταν σε πλήρη καταπολέμηση του λεγόμενου «ageism», δύσκολα μπορεί κανείς να διαβάσει το άρθρο της WSJ με την αισιοδοξία του συντάκτη του.
Στο κάτω-κάτω, όσο και αν διαφέρουν οι νοοτροπίες των γενιών (και) απέναντι στην εργασία, πάντα ένας άνθρωπος που αναγκάστηκε να διακόψει τη συνταξιοδότησή του εξαιτίας της φτώχειας του θα εργάζεται σκληρότερα από εκείνους που βρίσκονται ακόμη στην αυγή της καριέρας τους, ενώ η απόφαση του (μη κατονομαζόμενου) ποσοστού αμερικανικών εταιρειών να στραφούν σε εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας όταν οι νεότεροι έπαψαν να ανέχονται τον συνδυασμό εξαντλητικών ωραρίων και πενιχρών αμοιβών, μάλλον προϊόν κυνισμού είναι, παρά διάθεσης για συμπερίληψη.
Το γεγονός ότι η αδήριτη ανάγκη βαφτίζεται «εργασιακή ηθική», από την άλλη, δύσκολα μπορεί να διαβαστεί ως κάτι πέρα από προσβολή για εκείνους που είναι υποχρεωμένοι να ζουν και να εργάζονται σε αυτές τις συνθήκες – ή που διεκδικούν τη βελτίωσή τους.