Ένα στοιχείο από τη μεγάλη έρευνα του Ινστιτούτου Eteron και της εταιρείας aboutpeople, είναι συγκλονιστικό και θα πρέπει να μας προβληματίσει. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μέτρηση, ένας οιονεί «αντιδημοκρατικός» πυρήνας που υπερβαίνει το 10% είναι διακριτός στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το επίκεντρο του τοποθετείται στο άκρο δεξιό τμήμα του πολιτικού φάσματος.
Δηλαδή, πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία, στην Ελλάδα που επλήγη όσο λίγα κράτη από το ναζισμό, στην πατρίδα μας που έζησε τη Χούντα των Συνταγματαρχών, αυτοπροσδιορίζονται ως ακροδεξιοί.
Eπί της ουσίας περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Ελληνες δηλώνουν αντιδημοκράτες, αρνητές της Δημοκρατίας, μόλις 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση.
Στην ίδια έρευνα το 83% των πολιτών συμφωνεί ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα
Τα υψηλότερα ποσοστά υιοθέτησης αυτής της άποψης προέρχονται από τους εκλογείς της ΝΔ (94%), του ΠΑΣΟΚ (94%), του ΣΥΡΙΖΑ (88,4%) και του ΜέΡΑ25 (87,3%). Τα χαμηλότερα συναντώνται μεταξύ των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης (67,7%), του ΚΚΕ (62,1%), και του Εθνικού Κόμματος-Έλληνες (54,8%)
Η δυσαρέσκεια για τον τρόπο που λειτουργεί η σημερινή Ελληνική Δημοκρατία είναι επίσης πολύ υψηλή. Μόνο μια μειοψηφία (29,9%) είναι ικανοποιημένη από τον τρόπο που στην πράξη λειτουργεί η δημοκρατία στην Ελλάδα (το 69,7% εκφράζει δυσαρέσκεια).
Το 78,6% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η δημοκρατία θα ήταν καλύτερη «αν συμμετείχαν περισσότερο οι πολίτες μέσα από λαϊκές συνελεύσεις και δημοψηφίσματα».
Αυτά, την ίδια στιγμή που το κορυφαίο πολιτικό θέμα αυτή την περίοδο είναι το κόμμα Κασιδιάρη – Κανελλόπουλου και πώς αυτό θα απαγορευτεί με… νομοθετικές παρεμβάσεις.
Και για να έχουμε καλό ερώτημα: Πριν από ένα μήνα η κυβέρνηση δε νομοθέτησε επ’ αυτού; Γιατί φέρνει στη Βουλή νέα παρέμβαση; Είχε αφήσει ανοικτά παράθυρα και τώρα σπεύδει να τα κλείσει; Απέτυχε η πρώτη ρύθμιση; Δεν άκουσε τα άλλα κόμματα που έλεγαν ότι απαιτούνται κι άλλες παρεμβάσεις;
Ο,τι κι αν έγινε δείχνει μια προχειρότητα, όμως, το ζήτημα δεν είναι αν θα ανακοπεί ο Κασιδιάρης, αλλά αν έχει δημιουργηθεί μια εκρηκτική «μαγιά» νεοφασισμού στην Ελλάδα.
Αν δηλαδή αυτό το ένα εκατομμύριο και πλέον Ελλήνων είναι όντως αντιδημοκράτες, φασίστες, υμνητές νεοναζί ή το μεγαλύτερο μέρος αυτών ψηφίζουν από οργή για μια σειρά από παθογένειες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το ζήτημα είναι αν το πολιτικό σύστημα, και όλοι εμείς, έχουμε αντιληφθεί το πρόβλημα και κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε.
Πλέον κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «δεν ήξερε» για τον χρυσαυγιτισμό. Εχουν περάσει 8 χρόνια από τότε που θέριεψε το κόμμα των νεοναζί, και ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε αν δεν είχαμε νεκρούς από τα αιματοβαμμένα χέρια των χρυσαυγιτών, και μιλώ για τον Φύσσα, τον Λουγκμάν κ.λπ.
Ούτε πρέπει να πούμε για ακόμη μια φορά ότι τέτοιες έρευνες είναι «καμπανάκια» για τη δημοκρατία μας.
Πλέον έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο και τα παραδείγματα άλλων χωρών του εξωτερικού, με τη γιγάντωση, ακροδεξιών, φασιστικών, αντιμεταναστευτικών, ομοφοβικών κομμάτων, θα πρέπει να μας τρομάξoυν.
Ακόμη κι αν τώρα αναχαιτιστεί ο Κασιδιάρης και οι «μπροστινοί» του, το πρόβλημα παραμένει, είναι χαίνουσα πληγή για την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.
Δυστυχώς αντιλαμβάνομαι ότι κανείς δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει και η συζήτηση περιορίζεται στο πόσο καλή μπορεί να είναι μια νομοθετική διάταξη – μπλόκο.
Ασχολείται κανείς με το πραγματικό πρόβλημα;
Ότι ο νεοφασισμός βρίσκεται ήδη στα σχολεία μας και μολύνει τα παιδιά μας; Οτι οι μαθητές δεν μαθαίνουν τι σημαίνει φασισμός, ακροδεξιά, ναζισμός και πόσο κακό έκαναν στη χώρα μας και τον κόσμο όλο;
Ότι βρίσκεται σε ομάδες του πληθυσμού που νιώθουν -και είναι- περιθωριοποιημένες;
Ότι βρίσκεται μέσα στις ίδιες τις οικογένειες που τα βγάζουν δύσκολα πέρα και αισθάνονται παρατημένοι από το κράτος;
Ότι βρίσκονται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής γιατί όλοι βλέπουν να εκτυλίσσονται τραγωδίες όπως αυτή των Τεμπών και κανείς να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες αλλά να έχει και τα κότσια να αλλάξει τα κακώς κείμενα;
Ότι βρίσκεται στα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού που έπειτα από απανωτές κρίσεις, οικονομικές, υγειονομικές, αξιακές, εκπαιδευτικές, βλέπει τη ζωή του να υποβαθμίζεται;
Αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα και γι’ αυτήν θα έπρεπε να μιλάμε στο δρόμο προς τις εκλογές.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα πολιτικά κόμματα και οι έχοντες καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και τους Θεσμούς (στη Δικαιοσύνη, την Εκκλησία, τα Μέσα Ενημέρωσης κ.λπ) περί άλλων τυρβάζουν.
Και γίνονται οι καλύτεροι χορηγοί της ακροδεξιάς η οποία φοράει… γραβάτα κι εμείς την κοιτάζουμε, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.