Αν τα τμήματα της ζωφόρου του Παρθενώνα συνεχίζουν να κοσμούν το Βρετανικό Μουσείο αντανακλώντας την αποικιοκρατική λογική της Μεγάλης Βρετανίας στα πρώτα χρόνια του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τότε είναι μάλλον αναμενόμενο 100 χρόνια αποικιοκρατίας να κόστισαν πολλά περισσότερα στην Ινδία, μια χώρα με πανάρχαιο πολιτισμό και αμύθητους θησαυρούς στα παλάτια των μαχαραγιάδων της.
Πράγματι, σημαντικές αρχαιότητες, τμήματα εμβληματικών ινδουιστικών ναών, προσωπικά αντικείμενα ιστορικών προσωπικοτήτων και γλυπτά αμύθητης αξίας «φιλοξενούνται» μέχρι και σήμερα σε Μουσεία της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ πολύτιμοι λίθοι ασύγκριτης καθαρότητας και εντυπωσιακού μεγέθους ανήκουν στη διόλου ευκαταφρόνητη συλλογή της βασιλικής οικογένειας. Με τους τελευταίους, που περνούν πια και επισήμως στην κατοχή του νέου βασιλιά Καρόλου, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του Guardian, που περιγράφει το πλιάτσικο των ευγενών στους θησαυρούς των υποτελών τους.
Η βρετανική εφημερίδα έφερε στο φως έγγραφο 46 σελίδων από τα αρχεία του Υπουργείου Ινδίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που περιγράφει λεπτομερώς έρευνα που παραγγέλθηκε από τη βασίλισσα Μαίρη, γιαγιά της Ελισάβετ Β’, γύρω από την αυτοκρατορική προέλευση των κοσμημάτων της.
Η έκθεση που χρονολογείται στα 1912 εξηγεί ότι ανεκτίμητα πετράδια, μεταξύ των οποίων και μια ζώνη με 19 μεγάλα σμαράγδια, την οποία ο βασιλιάς Κάρολος επέλεξε να συμπεριλάβει σε έκθεση με τα αγαπημένα του δείγματα από τη βασιλική συλλογή και που κάποτε στόλιζε τα… άλογα ενός ινδού μαχαραγιά, ανήκαν στη λεία των Βρετανών από την κατάκτηση της Ινδίας, που αργότερα δωρίστηκε στη βασίλισσα Βικτώρια. Τα αντικείμενα περιγράφονται ως ιδιοκτησία του μονάρχη και του Στέμματος.
Βασιλικό πλιάτσικο
Πέραν της χρηματικής τους αξίας, τα πετράδια αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ινδικής ιστορίας – με χαρακτηριστικό παράδειγμα το διάσημο διαμάντι Κοχ-ι-νούρ, η ιστορία της αρπαγής του οποίου περιγράφεται εν μέρει στα ημερολόγια της κοσμικής συγγραφέα Φάνι Έντεν, η οποία ταξίδεψε το 1837 στην επαρχία Πουντζάμπ της βόρειας Ινδίας, μαζί με τον αδερφό της Τζορτζ, που εκείνη την περίοδο ήταν γενικός κυβερνήτης των Βρετανικών Ινδιών. Οι δυο τους επισκέφθηκαν τον Ρανζίτ Σινχ, μαχαραγιά της Λαχόρ, που έξι χρόνια νωρίτερα είχε υπογράψει «συνθήκη φιλίας» με τους Βρετανούς.
Η Έντεν, πάντως δεν φαίνεται να είχε χρόνο για αβρότητες. Στο ημερολόγιό της έγραφε για τον σχεδόν τυφλό Σινχ που φορούσε ελάχιστους πολύτιμους λίθους, αλλά και για τους ακολούθους του που σχεδόν πνίγονταν σε αυτούς. Τα πετράδια ήταν τόσο πολλά που ο μαχαραγιάς «βάζει τα πιο πολύτιμα κοσμήματά του στα άλογά του και το μεγαλείο των σαμαριών και των στάβλων τους ξεπερνά ό,τι μπορείτε να φανταστείτε», όπως έγραφε, παρατηρώντας αργότερα με αναπάντεχη ειλικρίνεια: «Αν μπορέσουμε ποτέ να λεηλατήσουμε αυτό το βασίλειο, θα τρέξω κατευθείαν στους στάβλους».
Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο νεαρός γιος και διάδοχος του Σινχ, Ντουλίπ, αναγκάστηκε να εκχωρήσει την Πουντζάμπ στις δυνάμεις της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Ως λεία από τις νέες της κτήσεις, η εταιρεία πράγματι δεν παρέλειψε να ελαφρύνει τους στάβλους από τα σμαράγδια των αλόγων, αλλά και το θησαυροφυλάκιο του Σινχ από το πιο πολύτιμο πετράδι του: το θρυλικό διαμάντι Κοχ-ι-νουρ.
«Όμορφη και ψυχρή απόδειξη της βρετανικής κυριαρχίας»
Ο τεράστιος πολύτιμος λίθος βρίσκεται μέχρι και σήμερα στο στέμμα της Βασίλισσας Ελισάβετ της Βασιλομήτορος, που εκτίθεται στον Πύργο του Λονδίνου – με τους Βρετανούς να μοιάζουν κάθε άλλο παρά έτοιμοι να το αποχωριστούν.
Η Ανίτα Ανάντ, δημοσιογράφος και ιστορικός που συνέγραψε βιβλίο για το πετράδι, λέει στον Guardian ότι από το 1858 έως το 1947, όταν η Ινδία βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Στέμματος, το διαμάντι ήταν μια «όμορφη και ψυχρή απόδειξη» της βρετανικής κυριαρχίας. Όπως εξηγεί «οι πλευρές του αντανακλούν τη μοίρα ενός ανήλικου βασιλιά που αποχωρίστηκε τη μητέρα του». Με τον ίδιο τρόπο και το πετράδι «ξεριζώθηκε από τον τόπο του, κόπηκε εκ νέου και μίκρυνε σε μέγεθος», όμως, «η Ινδία δεν βλέπει έτσι τον εαυτό της πλέον».
Και η χώρα που σύντομα θα γίνει η πολυπληθέστερη του πλανήτη δεν έχει κρύψει τις διαφωνίες της με την βρετανική κατοχή των θησαυρών της. Η πιο πρόσφατη περίπτωση παρέμβασης της ινδικής κυβέρνησης για την τύχη του Κοχ-ι-νουρ αφορούσε τη στέψη του βασιλιά Καρόλου, και την πληροφορία ότι η Καμίλα σκόπευε να το φορέσει στη διάρκεια της τελετής. Έπειτα από την προειδοποίηση ότι μια τέτοια κίνηση θα ξυπνούσε «επώδυνες αναμνήσεις του αποικιακού παρελθόντος», το Μπάκιγχαμ αποφάσισε να χρησιμοποιηθεί κάποιο λιγότερο αμφιλεγόμενο κόσμημα από την εκτενή συλλογή του – όχι, όμως, και να επιστρέψει τη λεία από τις παλιές του κατακτήσεις.
Σμαράγδια, ρουμπίνια και μαργαριτάρια
Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται και από την έρευνα της βασίλισσας Μαίρη, η ιστορία του Κοχ-ι-νουρ είναι κάθε άλλο παρά μοναδική. Τα ινδικά πετράδια της συλλογής του Μπάκιγκχαμ είναι σαφώς περισσότερα – και αρκετά είναι εκείνα που προέρχονται από τους θησαυρούς του Σινχ.
Ανάμεσά τους και ένα «κοντό περιδέραιο με τέσσερα πολύ μεγάλους σπινέλιους», ο μεγαλύτερος εκ των οποίων έχει βάρος 325,5 καρατίων και είναι γνωστός ως «Ρουμπίνι του Τιμούρ».
Το όνομά του είναι ψευδές από δυο απόψεις. Έρευνα της Σούζαν Στρονγκ του 1996 είχε καταλήξει πως το πετράδι πιθανότατα δεν πέρασε ποτέ από τα χέρια του Τιμούρ, ενός μογγόλου κατακτητή – και δεν είναι ρουμπίνι, αλλά σπινέλιο. Ένα κόκκινο πετράδι που μοιάζει πολύ με τα ρουμπίνια, αλλά διαφέρει ως προς τη σύνθεση.
Η Ελισάβετ Β’ εμφανίστηκε μαζί με το περιδέραιο σε ντοκιμαντέρ του BBC το 1969 και μίλησε για τους μύθους που το περιέβαλλαν. «Η ιστορία του είναι, φυσικά, συναρπαστική», είχε δηλώσει η βασίλισσα. «Ανήκε σε πολλούς πέρσες βασιλείς και μογγόλους αυτοκράτορες, μέχρι που εστάλη στη βασίλισσα Βικτώρια από την Ινδία».
Αν και δεν φωτογραφήθηκε ποτέ φορώντας το, ενδέχεται να είχε εμφανιστεί με έναν άλλο από τους θησαυρούς του Λαχόρ, που περιγράφεται στην έκθεση του Υπουργείου Ινδίας ως «μαργαριταρένιο κολιέ που αποτελείται από 224 μεγάλα μαργαριτάρια».
Στη μελέτη της για τα βασιλικά κοσμήματα το 1987, η Λέσλι Φιλντ περιέγραψε «ένα από τα πιο εντυπωσιακά μαργαριταρένια κολιέ δυο σειρών της Βασιλομήτορος. Αποτελείται από 222 μαργαριτάρια, με κούμπωμα από δυο εξαιρετικά ρουμπίνια δεμένα με διαμάντια που κάποτε ανήκαν στον ηγέτη της Πουντζάμπ» και είναι σχεδόν βέβαιο ότι αναφερόταν στο ίδιο κόσμημα.
Το 2012 η Ελισάβετ Β’ είχε παρευρεθεί σε γκαλά στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου για να γιορτάσει το διαμαντένιο ιωβηλαίο της – και φωτογραφήθηκε με ένα κολιέ που θύμιζε ύποπτα το μαργαριταρένιο κολιέ της Λαχόρ. Ωστόσο, το Μπάκιγκχαμ δήλωσε στον Guardian αδυναμία να επιβεβαιώσει αν επρόκειτο πράγματι για το ίδιο κόσμημα.
«Οι επόμενες γενιές θα απορούν»
Ο Σάσι Ταρούρ, πρώην αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ και νυν βουλευτής στην Ινδία δήλωσε σχετικά στη βρετανική εφημερίδα: «Επιτέλους έχουμε μπει σε μια εποχή κατά την οποία το αποικιακό πλιάτσικο και λεηλασία αναγνωρίζονται ως αυτό που ήταν πραγματικά και δεν παρουσιάζονται ως τυχαία λεία κάποιας ευγενούς αποστολής εκπολιτισμού».
«Όπως βλέπουμε όλο και συχνότερα ότι η επιστροφή της κλεμμένης ιδιοκτησίας είναι πάντα θετική κίνηση. Οι επόμενες γενιές θα απορούν γιατί τα πολιτισμένα κράτη άργησαν τόσο πολύ να κάνουν το σωστό».