Στο θέατρο δεν έπεφτε καρφίτσα. Η συναυλία της 16ης Ιουνιού του 1983 διοργανώθηκε από το περιοδικό «Ντέφι» που στήριζε το λαϊκό τραγούδι. Στην εκδήλωση συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου και ο Δημήτρης Μητροπάνος. Το μουσικό γεγονός καλύφθηκε από την κρατική τηλεόραση, που είχε αλλάξει ηγεσία και είχε σταματήσει τον «μουσικό αποκλεισμό» του τραγουδιστή.
Ανάμεσα στο πλήθος ήταν και ο τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος, που παρά τα αρνητικά σχόλια δεν δίστασε να πάει να ακούσει τον «τσιγγάνο». Ο Αγγελόπουλος τον χαιρέτησε προσωπικά από το μικρόφωνο και ο κόσμος τον χειροκρότησε.
«Καλησπέρα σας, κύριε Σαββόπουλε. Πώς είστε; Τα σέβη μου… Αν και δύο άκρα αντίθετα, είμαι καλός σου φίλος!», είπε ο Μανώλης Αγγελόπουλος σε κάποιο σημείο της συναυλίας, καλωσορίζοντας τον Διονύση Σαββόπουλο που παρακολουθούσε από τις κερκίδες του Λυκαβηττού.
Παρά τη μεγάλη επιτυχία, μετά τη συναυλία, ο Αγγελόπουλος δέχτηκε επίθεση από δημοσιογράφους αλλά και ανθρώπους του πνεύματος, που τον χαρακτήρισαν «τουρκόγυφτο» και «τσιφτετελιστή».
Οι φήμες ήθελαν τον τραγουδιστή να φοβόταν για αυτή τη διπλή εμφάνιση. Στην ουσία πάντοτε ήταν ένας άνθρωπος του μέτρου, που ήξερε μέχρι που να απλώνεται. Πίστευε λοιπόν ότι και η συναυλία (που έγινε 19 και 20 Ιουνίου 1983) δεν θα είχε κόσμο και ο ίδιος δεν θα ήταν καλός.
Τελικά έγινε το αντίθετο. Το θέατρο ήταν φουλ, όπως και οι βράχοι γύρω απ’ αυτό. Τα ημιαγροτικά πάρκαραν δίπλα στις μηχανές, οι τσιγγάνοι κάθονταν στην ίδια σειρά με τους σοφιστικέ.
Τα δημοσιεύματα της εποχής έκαναν λόγο για «δασύτριχο και δασύλαλο βάρδο», ενώ γράφτηκαν σχόλια όπως «οπτικό αλαλούμ στον Λυκαβηττό», όπου τα πράγματα «ξεπέρασαν κάθε όριο» και κάποιοι μίλησαν για «μουσική χυδαιότητα».
Παρά τα προσβλητικά σχόλια, ο Μανώλης Αγγελόπουλος αντέδρασε με τη γνωστή νηφαλιότητα. Δεν απάντησε σε κανέναν.
Δείτε το βίντεο από τη συναυλία του 1983
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος έβαλε τα θεμέλια για το τσάκισμα των ταμπού
«Πάμε να ακούσουμε τον γύφτο». Αλήθεια, αν αυτή η φράση ακουγόταν σήμερα πόσα ανάθεμα και εγκεφαλικά θα εισέπρατε αυτός που την ξεστόμισε. Και δικαίως. Οι εποχές αλλάξαν ευτυχώς, αν και ακόμα φαντάζει ουτοπία να κρίνονται οι άνθρωποι από την αξία τους και όχι από τη φυλή ή τη θρησκεία τους.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος όμως όταν μεσουρανούσε έδωσε μεγάλες μάχες.
Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να πουλάνε οι δίσκοι και οι εμφανίσεις του. Και ας μην παιζόταν από τα ραδιόφωνα, και από τα ΜΜΕ γενικότερα. Και ας απαξιωνόταν από ανθρώπους που το προηγούμενο βράδυ ήταν στο μαγαζί που τραγουδούσε και διασκέδαζαν.
Ο συνθέτης Θόδωρος Δερβενιὠτης ήταν ο άνθρωπος που άκουσε τον 17χρονο Μανώλη να τραγουδάει και ενθουσιάστηκε. Ο νεαρός πάλι από τα 13 του είχε άλλους μπελάδες, αφού μετά το θάνατο του μικροπωλητή πατέρα του, Ηλιάκου, είχε αναλάβει τα ηνία της οικογένειας.
Η ιστορία από την αρχή
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1939 στο χωριό Άγιος Αθανάσιος στη Δράμα, αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα, που τότε και έως το 1949 ανήκε στο Δήμο Αιγάλεω. Ήταν το πρώτο παιδί της μητέρας του Ερασμίας που τον γέννησε σε ηλικία 20 χρονών,και του πατέρα του, Ηλιακού Αγγελόπουλου. Είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Λεύτερη. Από παιδί γύρισε όλη την Ελλάδα μέσα σε ένα τροχόσπιτο. Ο γονείς του ήταν Αθίγγανοι. Ο μικρός Μανώλης τραγούδαγε στο μεγάφωνο του αυτοκινήτου πουλώντας την πραμάτεια, επειδή οι γονείς του ήταν πλανόδιοι πωλητές. Λόγω του χαμού του πατέρα του, σε ηλικία 13 ετών, προσπάθησε να βοηθήσει την οικογένειά του δουλεύοντας σε διάφορα κέντρα διασκέδασης κοντά στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας και στα Πετράλωνα, όπου έμενε με την οικογένειά του.
Με την προτροπή του εξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη και την ενθάρρυνση του λαϊκού συνθέτη Θεόδωρου Δερβενιώτη, αποφάσισε στα 17 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με του τραγούδι. Στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου.
Την ίδια περίοδο ηχογράφησε το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα», που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Ακολούθησε η πρώτη ηχογράφηση το 1957. Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.
Κατά τη δεκαετία του ’60 έγινε ευρύτερα γνωστός καθώς τραγουδούσε τραγούδια για τον προσφυγικό ελληνισμό και τα εξωτικά μέρη. Η μουσική του έχει επιδράσεις από την ελληνική λαϊκή και την αραβική μουσική, ενώ ήταν κυρίως εκφραστής των τσιφτετελιών.
Ο έρωτας με την Αννούλα
Έτσι ξεκίνησε σιγά-σιγά η καριέρα του. Μια καριέρα που απαιτούσε από τον ίδιο γερό στομάχι, αφού εκτός των άλλων ήταν τσιγγάνος και δεν το έκρυβε. Δίπλα του στάθηκαν οι άνθρωποι της φυλής του και η μάνα του, η Ερασμία. Και μπορεί στην κοινότητα ο άντρας να είναι ο άρχοντας, όμως η γυναίκα είναι το σκληρό αφεντικό.
Υπάρχει μια ιστορία που θέλει τη μητέρα του να πηγαίνει στα δισκοπωλεία για να δει έαν υπήρχαν δίσκοι του γιου της. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν, υποχρεώνε τους μαγαζάτορες να τηλεφωνήσουν στην εταιρεία να στείλει. Και εκείνη καθόταν και περίμενε τις παραλαβές.
Δεκαετία του ’60 και ο Αγγελόπουλος παρ’ όλες τις αντιξοότητες ήταν πρώτο όνομα. Μια μέρα στο στούντιο της Columbia εμφανίστηκαν δύο νεαρές κοπέλες. Τις πλησίασε και τους έπιασε την κουβέντα. Από τη πρώτη στιγμή τον γοήτευσε η ξανθιά με τα εντυπωσιακά μάτια. Ήταν η Αννούλα Βασιλείου, η οποία βρισκόταν στην εταιρεία για ακρόαση.
Εκείνος αμέσως άρχισε τα κομπλιμέντα και το φλερτ. Εκείνη, όπως είχε τονίσει σε συνέντευξή της, δεν θα ξεχάσει ποτέ τις πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν: «Έρχεται καταπάνω μας και μου λέει εμένα: “Τα κορίτσια τι κάνουν εδώ; Εσύ μικρό με τα τιγρίσια μάτια;”. Μου έχει μείνει αυτό και δεν θα το ξεχάσω. Του λέω: “Κύριε Αγγελόπουλε, θέλω ένα αυτόγραφο”. “Θα σου δώσω, αφού με περιμένεις”. Αφού τελείωσε, ήρθε και με ρώτησε τι έκανα εκεί. Του είπα ότι θέλουν να ακούσουν τη φωνή μου».
Έρωτας με την πρώτη ματιά, λοιπόν. Και αν η μητέρα της Βασιλείου είχε κάποιες αντιρρήσεις λόγω του νεαρού της ηλικίας, ποιος είδε την κυρα-Ερασμία και δεν τη φοβήθηκε. Επ’ ουδενί δεν ήθελε ο γιος της να παντρευτεί γυναίκα από άλλη φυλή. Ξεκίνησε έτσι ένα απίστευτο σίριαλ με ένα τραγούδι (το «Αγαπάω την Ανούλα»), που κατέληξε σε έναν επεισοδιακό γάμο.
Παντρεύτηκαν και άρχισαν να δουλεύουν μαζί στα νυχτερινά κέντρα. Ο κόσμος τους λάτρευε. Απέκτησαν τρία παιδία, τον Ηλία, τη Μαρία και τον Στάθη. «Ο Μανώλης έκανε πάντα αυτό που ήθελε», έχει πει η Αννούλα σε συνέντευξη της. «Ήταν ψυχούλα, απονήρευτος, και μια καρδιά γεμάτη αγάπη. Μου είχε πολύ μεγάλη αδυναμία και δεν μου χαλούσε χατίρι ποτέ. Με δυσκόλεψε πάρα πολύ η μάνα του που δεν με ήθελε γιατί δεν ήμουν τσιγγάνα, αλλά ο Μανώλης δεν άκουγε κανέναν. Με λάτρευε και πήγε ενάντια σε όλα. Πέρασα πολύ δύσκολα, έφαγα πολύ ψυχολογικό πόλεμο από τη μάνα του, αλλά εκείνος ήταν πάντα δίπλα μου. Ο Θεός να τη συγχωρέσει, εγώ ακόμα και την τελευταία στιγμή που ξεψυχούσε πήγα και την είδα γιατί ήταν η μάνα του άντρα που αγάπησα!».
Γιατί χώρισαν ύστερα από 13 χρόνια αγάπης; «Αυτό ποτέ δεν το είπα. Είναι όμως κάτι που με πονάει. Μπήκε ο διάολος ανάμεσά μας. Ήμουν μόνο 27 χρόνων όταν χωρίσαμε με τον Μανώλη. Ήταν ένα λάθος -και δικό μου και δικό του- στο οποίο έπρεπε να κάνουμε και οι δύο πίσω για να σώσουμε το σπίτι μας. Δεν ξέρω τι τον είχε πιάσει, εγώ έκανα πολλές προσπάθειες για να τον σώσω αυτόν τον γάμο. Μέχρι και τα πόδια του πήγα και του τα φίλησα. Δεν ήθελε. Εκείνος έλεγε «τι θα πει ο κόσμος;». Μετά από πολλά χρονιά, το μετάνιωσε. Ήρθε στο σπίτι μου και μου είπε «θέλω να τα φτιάξουμε πάλι, θέλω να είμαστε μαζί». Του είπα: «Εγώ δεν παντρεύτηκα, Μανώλη. Εσύ παντρεύτηκες. Ξεμπέρδεψε και έλα εδώ να τα πούμε και να τα κουβεντιάσουμε».
»Ύστερα από λίγους μήνες τον έπιασε το πνευμονικό οίδημα και τον χάσαμε. Μέχρι και τις τελευταίες του στιγμές ζητούσε τη γυναίκα του, την Αννούλα. Εγώ πήγα και τον είδα… στενοχωρήθηκα πάρα πολύ που τον είδα έτσι σε αυτά τα χάλια. Πάγωσε η καρδιά μου, έκλαιγα πολλές μέρες για τον Μανώλη μου. Μετά από λίγες μέρες τον χάσαμε. Αυτό ήταν το γραφτό μας μάλλον…» θα πει η Αννούλα στο Καρφί, σε παλιότερη συνέντευξή της.
Δείτε μια συνέντευξη της πρώτης γυναίκας του, Αννούλας και του γιου του, Στάθη Αγγελόπουλου
Μεγάλες επιτυχίες και χρυσός δίσκος
Συνεργάστηκε με πολλούς σημαντικούς δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Μητσάκης και άλλους και κυκλοφόρησε πολλούς δίσκους που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιτυχίες του είναι τα τραγούδια «Τα μαύρα μάτια σου», «Όσο αξίζεις εσύ», «Καλή τύχη», «Η διπρόσωπη», «Πήρε φωτιά η Καλαμαριά» ,«Τα φιλιά σου είναι φωτιά», «Φοβάμαι να γελάσω», «Δεν υπάρχει για μας χωρισμός», «Τη βαρέθηκε η ψυχή μου», «Μολυβιά», «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Μαγκάλα», «Με τι καρδιά».
Στο ενεργητικό του είχε δεκάδες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και επιθεωρήσεις, ενώ πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Έλληνες μετανάστες: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Επίσης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος μιλούσε άπταιστα πέντε γλώσσες: Σίντι, Ελληνικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Γαλλικά.
Ο Γιάννης Πάριος έχει δηλώσει ότι τον θεωρεί την μεγαλύτερη φωνή που πέρασε ποτέ.
Ο ξαφνικός θάνατος
Στις 2 Απριλίου 1989 ο Μανώλης Αγγελόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Έξι μέρες προτού κλείσει μισό αιώνα ζωής.
Υπολογίζεται ότι γύρω στα 130.000 άτομα πήγαν στην κηδεία του. Φυσικά η φυλή του έδωσε δυναμικά το παρών. Μεγαλύτεροι αλλά και νεαροί τσιγγάνοι έκλαιγαν δίπλα σε πολιτικούς και δημοσιογράφους τον άρχοντα τους. Που τους ύψωσε στον ουρανό, που μεγάλωσαν με τα τραγούδια και τη ζωή του. Και που τα δικά τους δάκρυα ήταν και τα πιο αληθινά.
*Με στοιχεία από pontosnews.gr / wikipedia.com