Την πενθήμερη οδύσσεια σκηνοθετών από κάθε γωνιά της Ευρώπης που ταξίδεψαν στην Αθήνα για να γνωρίσουν τα νέα θεατρικά της ταλέντα περιγράφει σε εκτενές του άρθρο στον «Guardian» o Μάικλ Μπίλινγκτον. Καλεσμένος του Εθνικού Θεάτρου με δαπάνες που καλύπτονται από το Ταμείο Ανάκαμψης ο βρετανός συγγραφέας και κριτικός θεάτρου παρακολούθησε μια σειρά παραστάσεων, μεταξύ των οποίων τις «Goodbye Lindita», «Ενα φωτεινό σπίτι σαν μέρα», αλλά και κάποιες που δεν έχουν κάνει ακόμη πρεμιέρα, όπως οι «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» – και εκτός από τη γνώμη του για αυτές, στο κείμενό του επιχειρεί να χαρτογραφήσει τη θεατρική πραγματικότητα στην Αθήνα, τόσο μέσα από τα όσα είδε ο ίδιος όσο και μέσα από τις δηλώσεις του καλλιτεχνικού διευθυντή της πρώτης σκηνής της χώρας, Γιάννη Μόσχου.
«Μας λείπει η προβολή στο εξωτερικό» λέει ο κ. Μόσχος στον Μάικλ Μπίλινγκτον. Και ο βρετανός κριτικός προσθέτει ότι για να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο ζήτημα, το Εθνικό Θέατρο διοργάνωσε ένα πρόγραμμα για τους καλεσμένους του, που περιελάμβανε επτά παραγωγές σε δύο θέατρά του. Εγχείρημα που λίγο έλειψε να τιναχθεί στον αέρα λόγω των καταλήψεων. «Στις 5 Φεβρουαρίου το Εθνικό Θέατρο καταλήφθηκε από περισσότερους από 200 σπουδαστές θεάτρου και λίγες ημέρες αργότερα το δεύτερο σπίτι του, το Ρεξ, καταλήφθηκε με παρόμοιο τρόπο. Η αιτία ήταν ένα κυβερνητικό διάταγμα που ουσιαστικά θα υποτιμούσε τα πτυχία που εκδόθηκαν από τις σχολές θεάτρου, χορού, κινηματογράφου και μουσικής και θα τα υποβίβαζε στο επίπεδο των απολυτηρίων λυκείου: μια απόφαση που προκάλεσε εκτεταμένη οργή» γράφει στον «Guardian».
Η κατάληψη
«Η κατάληψη», λέει ο Γιάννης Μόσχος, «ήταν μια συμβολική χειρονομία αλλά εμείς στο Εθνικό την υποστηρίξαμε. Επίσης, δεν κάναμε τίποτα βάναυσο, όπως να καλέσουμε την Αστυνομία. Ωστόσο, αν και η κατάληψη διήρκεσε 50 ημέρες και τελείωσε μόνο λόγω της ελπίδας ότι οι επερχόμενες εκλογές θα φέρουν αλλαγές, επηρέασε αναπόφευκτα το πρόγραμμά μας. Κάποιες παραστάσεις έπρεπε να κατέβουν, άλλες καθυστερούσαν και έπρεπε να κάνουμε πρόβες σε ενοικιαζόμενους χώρους».
«Ο Μόσχος παραδέχεται με θλίψη ότι προς το τέλος της κατάληψης είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του, αλλά είναι μια ευγενική φυσιογνωμία που έχει καταρρίψει τις συμβάσεις με πολλούς τρόπους. Είναι ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού που επιλέχθηκε από επιτροπή ανθρώπων του θεάτρου και όχι από υπουργό της κυβέρνησης» αναφέρει ο Μπίλινγκτον προβάλλοντας παράλληλα το πρόβλημα της χρηματοδότησης του θεάτρου με σταθερά 6 εκατ. ευρώ εδώ και χρόνια.
Εντυπωσιασμένος
«Εφυγα από την Αθήνα εντυπωσιασμένος από τον τεράστιο αριθμό θεατρικών παραγωγών που προσφέρονται – μόνο αυτή την εβδομάδα παίζονται 284 παραστάσεις – καθώς και από την ποιότητα της υποκριτικής και την ικανότητα του Εθνικού Θεάτρου να ξεπεράσει την πρόσφατη κρίση. Ομως, όπως μου υπενθύμισε ο Μόσχος, υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει: το Εθνικό χρειάζεται επειγόντως περισσότερα χρήματα, περισσότερα νέα σενάρια και, κυρίως, περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτες» γράφει ο συντάκτης του άρθρου.
Και καταλήγει ότι ναι μεν το Εθνικό Θέατρο, όπως παραδέχεται ο Γιάννης Μόσχος, είναι «παραδοσιακά συντηρητικό», αλλά θέλει να το μετατρέψει σε σπίτι όχι μόνο για τους σπουδαίους κλασικούς αλλά και για το άγνωστο στο ελληνικό κοινό σύγχρονο δράμα και για ριζοσπαστικά πειραματικές παραστάσεις.
Η οδύσσεια του Μάικλ Μπίλινγκτον στην Αθήνα φαίνεται πως μπορεί να είχε πολλές στάσεις, αλλά η περιπέτειά του στο σύνολό της του άφησε προφανώς θετικό αποτύπωμα αν αναλογιστεί κάποιος τον γενναιόδωρο τίτλο του κειμένου του στον οποίο αναρωτιέται: «Είναι η Αθήνα είναι το φυτώριο των εξελίξεων στο ευρωπαϊκό θέατρο;».