«Πέφτω στα πόδια της μάνας που έχασε το παιδί της και της ζητάω συγγνώμη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς νιώθουν οι γονείς του Αλκη. Δεν ξέρω αν εγώ θα άντεχα τέτοιο πόνο…». Με αυτά τα λόγια και με τρεμάμενη φωνή η Suela Carciu, η μητέρα του 23χρονου Αυξέντιου, ενός εκ των 12 κατηγορουμένων για τη φονική ενέδρα που στοίχισε τη ζωή του Αλκη Καμπανού, στέλνει μέσω των «ΝΕΩΝ» μήνυμα στους γονείς του αδικοχαμένου φοιτητή. Τα όσα τραγικά εκτυλίχθηκαν τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2022 στην οδό Θεόδωρου Γαζή 18 (οδός Αλκη Καμπανού πλέον), στο Χαριλάου, εκεί όπου ο 19χρονος ξεψύχησε χτυπημένος από μια αγέλη χούλιγκαν, αναβιώνουν αυτές τις μέρες στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης.
Πώς, όμως, φτάσαμε στη δολοφονία που συγκλόνισε την Ελλάδα; Τι προηγήθηκε; Ποια ήταν η ζωή των κατηγορουμένων και των οικογενειών τους πριν από τη μοιραία νύχτα; «Ο Αυξέντης ήταν πάντα το στήριγμά μου. Δούλευε και έφερνε τα χρήματα στο σπίτι, με βοηθούσε να πληρώνω το σχολείο της αδερφής του, της μικρότερης κόρης μου. Δεν μου έδωσε ποτέ δικαίωμα για τίποτα. Πάντα έκανε αυτό που του ζητούσα», λέει η μητέρα τού 23χρονου, αναφερόμενη στην καθημερινότητα της οικογένειας προ της 1ης Φεβρουαρίου 2022.
Μια ζωή δύσκολη
Οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία, με μια ζωή δύσκολη, όπως λέει η ίδια, χρειάστηκε να κάνει δύο δουλειές για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Υστερα από ένα εργατικό ατύχημα, ο σύζυγός της δεν μπορούσε να επιστρέψει στην εργασία του και το βάρος της επιβίωσης της τετραμελούς οικογένειας έπεσε μοιραία και στον μοναχογιό της. Λίγους μήνες πριν, είχε πιάσει δουλειά σε μια επιχείρηση με τέντες. «Μια φορά πήγε διακοπές με την κοπέλα του και τον ανάγκασα να γυρίσει πίσω για να πάει την αδερφή του στην προπόνηση», συνεχίζει η κυρία Carciu, που πρόσφατα εξέφρασε την επιθυμία να ζητήσει και διά ζώσης συγγνώμη από τη μητέρα του Αλκη, Μελίνα Καμπανού, που όμως αρνήθηκε καθώς δεν ένιωθε έτοιμη.
Οταν περιγράφει το βράδυ της δολοφονίας του Αλκη και ένα τηλεφώνημα λίγων δευτερολέπτων που δέχθηκε ο 23χρονος – το οποίο έμελλε να αποδειχθεί καθοριστικό -, δακρύζει. «Εκείνο το βράδυ γύρισε από τη δουλειά, έφαγε και φόρεσε τις πιτζάμες του, δεν είχε κανονίσει να βγει. Εβλεπε τηλεόραση και κάποια στιγμή σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. Τον ρώτησα πού θα πάει. Μου είπε “θα πάω να δω αγώνα” και ότι δεν θα αργήσει». Οταν γύρισε στο σπίτι, ήταν από τις λίγες φορές που η μητέρα του τον άκουσε αλλά δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Γύρισε τα ξημερώματα. Τον κατάλαβα, αλλά δεν σηκώθηκα. Κοιμήθηκε στον καναπέ. Οταν ξύπνησα, μάζεψα τα ρούχα του από το σαλόνι. Δεν είδα τίποτα περίεργο…».
Κάτι κακό έχει συμβεί
Το ίδιο πρωί ήρθαν οι πρώτες υποψίες ότι κάτι απασχολεί τον γιο της, ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Τίποτα, όμως, δεν προμήνυε αυτό που θα αποκαλυπτόταν σε λίγες ώρες. «Στις 8 τον ξύπνησα. Ηταν η πρώτη φορά που σηκώθηκε αμέσως, σαν να μην είχε κοιμηθεί καθόλου. Θα με πήγαινε, όπως κάθε πρωί, στη δουλειά μου και στη συνέχεια θα πήγαινε και εκείνος στη δική του. Ηταν ανήσυχος, χαμένος στις σκέψεις του. Μπερδεύτηκε στον δρόμο για τη δουλειά – ένα δρομολόγιο που κάναμε κάθε μέρα. Τότε κατάλαβα ότι κάτι τον βασανίζει. Δεν μιλούσε καθόλου, ενώ άλλες μέρες κάναμε κουβέντα, με έκανε να γελάω. Τον ρώτησα πολλές φορές τι συμβαίνει, αλλά επέμενε ότι δεν έχει τίποτα».
Ο Αυξέντης δεν γύρισε τη συνηθισμένη ώρα από τη δουλειά. Η μητέρα του τον κάλεσε αμέτρητες φορές, ωστόσο δεν απαντούσε στις κλήσεις της. Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. «Το βράδυ αργά μας τηλεφώνησαν από την Αστυνομία και μας είπαν ότι τον είχαν συλλάβει για τη δολοφονία του παιδιού το προηγούμενο βράδυ στο Χαριλάου», θυμάται η κυρία Carciu, που, όπως λέει, από εκείνη την ολιγόλεπτη συνομιλία ήξερε ότι τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο.
«Παρακαλούσα στην Αστυνομία να μου πουν σε ποια θέση ήταν το παιδί μου. Δεν πήρα απαντήσεις. Ηταν η πιο δύσκολη μέρα της ζωής μου. Ενας αστυνομικός με ρώτησε “ποιος πληρώνει τον δικηγόρο σας, ο ΠΑΟΚ;”. Ενας άλλος με έπιασε από το χέρι και μου είπε “το παιδί σας δεν είναι ο δολοφόνος, είναι ο βλάκας της παρέας”».
Υποψίες, αμφιβολίες, τύψεις
Στους 14 μήνες που έχουν μεσολαβήσει, το μυαλό της ταλανίζουν σκέψεις που κάθε γονιός απεύχεται, υποψίες, αμφιβολίες, τύψεις. «Ηθελα σαν μάνα να ξέρω αν το χέρι του παιδιού μου χτύπησε τον Αλκη. Ο ίδιος μου είπε με κλάματα “μαμά, δεν τον χτύπησα”. Αν είχε χτυπήσει τον Αλκη, σήμερα δεν θα ήμουν εδώ για να τον υπερασπιστώ», παραδέχεται και συνεχίζει: «Κάπου έφταιξα κι εγώ. Δεν ξέρω πώς έμπλεξε. Κάπου θα έφταιξα…».
Τόσο η ίδια όσο και η κόρη της πίεσαν τον 23χρονο να πει όλη την αλήθεια για εκείνες τις στιγμές στην οικογένειά του αλλά και στις Αρχές. Εις μάτην, ο Αυξέντης όπως και οι συγκατηγορούμενοί του επιμένουν να κρατούν το στόμα τους κλειστό, αρκούμενοι σε αποποίηση των ευθυνών για τα δολοφονικά χτυπήματα που έκοψαν το νήμα της ζωής του Αλκη σε ένα πεζοδρόμιο στο Χαριλάου.